Candide
A book by Voltaire.
[ More ParallelTexts | Source language: Greek | Target language: English ]
The verbs of this paralleltext are marked as links.
Ο ΑΓΑΘΟΥΛΗΣ (CANDIDE)
Candide
ΒΟΛΤΑΙΡΟΥ
Voltaire
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I. &Πώς ο Αγαθούλης ανατράφηκε σ ' έναν ωραίον πύργο και πώς διώχτηκε απ ' εκεί.&
CHAPTER 1 How Candide Was Brought Up in a Magnificent Castle and How He Was Driven Thence
In the country of Westphalia, in the castle of the most noble Baron of Thunder-ten-tronckh, lived a youth whom Nature had endowed with a most sweet disposition.
His face was the true index of his mind. He had a solid judgment joined to the most unaffected simplicity; and hence, I presume, he had his name of Candide.
Οι παλιοί υπηρέτες του σπιτιού είχαν την υποψία, πως ήτανε γυιός της αδελφής του κυρίου βαρώνου κ ' ενός τιμίου ευπατρίδη από τα περίχωρα, που η δεσποινίς αυτή δε δέχτηκε ποτές να τον παντρευτή, γιατί, δε μπορούσε να δείξει περισσότερες από εβδομήντα μια γεννιές, ενώ το υπόλοιπο του γεννεαλογικού του δένδρου χανότανε μέσα στο αίσχος του χρόνου.
The old servants of the house suspected him to have been the son of the Baron's sister, by a very good sort of a gentleman of the neighborhood, whom that young lady refused to marry, because he could produce no more than threescore and eleven quarterings in his arms; the rest of the genealogical tree belonging to the family having been lost through the injuries of time.
Ο κύριος βαρώνος ήταν ένας από τους δυνατώτερους άρχοντες της Βεστφαλίας, γιατί ο πύργος του είχε πόρτα και παράθυρα. Μάλιστα η μεγάλη του σάλα ήταν στολισμένη με χαλιά.
The Baron was one of the most powerful lords in Westphalia, for his castle had not only a gate, but even windows, and his great hall was hung with tapestry.
He used to hunt with his mastiffs and spaniels instead of greyhounds; his groom served him for huntsman; and the parson of the parish officiated as his grand almoner. He was called "My Lord" by all his people, and he never told a story but everyone laughed at it.
Τον ωνόμαζαν όλοι Αφέντη και γελούσαν, όταν διηγότανε καμιά ιστορία!
My Lady Baroness, who weighed three hundred and fifty pounds, consequently was a person of no small consideration; and then she did the honors of the house with a dignity that commanded universal respect.
Her daughter was about seventeen years of age, fresh-colored, comely, plump, and desirable. The Baron's son seemed to be a youth in every respect worthy of the father he sprung from.
Ο γυιός του βαρώνου φαινότανε σε όλα άξιος του πατέρα του.
Pangloss, the preceptor, was the oracle of the family, and little Candide listened to his instructions with all the simplicity natural to his age and disposition.
Ο καθηγητής Παγγλώσσης ήτανε το μαντείο του σπιτιού κι ' ο μικρός Αγαθούλης άκουε τη διδασκαλία του μ ' όλη την καλή πίστη της ηλικίας του και του χαρακτήρα του.
Master Pangloss taught the metaphysico-theologo-cosmolonigology.
Ο Παγγλώσσης δίδασκε τη μεταφυσικό-θεολογο-κοσμολογο-μηδαμινολογία. Απόδειχνε θαυμάσια, πως δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία και πως σ ' αυτόν τον κόσμο, τον καλύτερον απ ' όλους, ο πύργος του Άρχοντα βαρώνου ήταν ο ωραιότερος απ ' όλους τους πύργους κ ' η κυρία η καλύτερη απ ' όλες τις βαρωνέσσες.
He could prove to admiration that there is no effect without a cause; and, that in this best of all possible worlds, the Baron's castle was the most magnificent of all castles, and My Lady the best of all possible baronesses.
"It is demonstrable," said he, "that things cannot be otherwise than as they are; for as all things have been created for some end, they must necessarily be created for the best end.
— Είναι αποδειγμένο, έλεγε, πως τα πράγματα δε μπορούν νάναι αλλιώς, διότι, αφού όλα έγιναν για κάπιο σκοπό, όλα αναγκαστικά έγιναν για τον καλύτερο σκοπό. Παρατηρήστε καλά, πως οι μύτες έγιναν για να φορούν γυαλιά· κ ' έτσι έχομε γυαλιά. Τα πόδια είναι ολοφάνερα, κανωμένα για να φορούν παπούτσα, κ ' έτσι έχουμε παπούτσα. Οι πέτρες επλάσθηκαν για να πελεκιούνται και για να κάμνομε πύργους· έτσι ο Αφέντης έχει ένα υπερβολικά ωραίον πύργο: ο μεγαλύτερος βαρώνος της επαρχίας οφείλει νάχει την καλύτερη κατσίκα· και επειδή τα γουρούνια έγειναν για να τρώγονται, τρώμε χοιρινό κρέας όλον το χρόνο.
Observe, for instance, the nose is formed for spectacles, therefore we wear spectacles. The legs are visibly designed for stockings, accordingly we wear stockings. Stones were made to be hewn and to construct castles, therefore My Lord has a magnificent castle; for the greatest baron in the province ought to be the best lodged. Swine were intended to be eaten, therefore we eat pork all the year round: and they, who assert that everything is right, do not express themselves correctly; they should say that everything is best."
Συνεπώς, εκείνοι, που παραδέχονται, πως όλα είναι καλά, είπαν μια ανοησία· έπρεπε να πουν, πως όλα είναι καλύτερα ! Ο Αγαθούλης άκουε προσεχτικά και πίστευε αθωότατα.
Candide listened attentively and believed implicitly, for he thought Miss Cunegund excessively handsome, though he never had the courage to tell her so.
He concluded that next to the happiness of being Baron of Thunder-ten-tronckh, the next was that of being Miss Cunegund, the next that of seeing her every day, and the last that of hearing the doctrine of Master Pangloss, the greatest philosopher of the whole province, and consequently of the whole world.
Έφτανε στο συμπέρασμα, πως μετά την ευτυχία νάχει κανείς γεννηθή βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρονκ, ο δεύτερος βαθμός της ευτυχίας ήτανε να υπάρχει η δεσποινίς Κυνεγόνδη· ο τρίτος να τη βλέπει καθημερινά· και ο τέταρτος ν ' ακούει τον Διδάσκαλο Παγγλώσση, τον μεγαλύτερο φιλόσοφο της επαρχίας και συνεπώς όλης της Γης !
One day when Miss Cunegund went to take a walk in a little neighboring wood which was called a park, she saw, through the bushes, the sage Doctor Pangloss giving a lecture in experimental philosophy to her mother's chambermaid, a little brown wench, very pretty, and very tractable.
Μια μέρα, η δεσποινίς Κυνεγόνδη, περιδιαβάζοντας κοντά στο παλάτι, μέσα στο μικρό δάσος που τ ' ωνομάζανε πάρκο, είδε μέσα σε κάτι χαμόκλαδα τον δόχτορα Παγγλώσση, που έδινε ένα μάθημα φυσικής πειραματικής στην καμαριέρα της μητέρας της, μια μικρούλα μελαχροινή και πολύ καλόβολη. Και καθώς η δεσποινίς Κυνεγόνδη είχε μεγάλη κλίση για τις επιστήμες, παρατηρούσε χωρίς ν ' ανασαίνει τα δευτερωμένα πειράματα, στα οποία βρέθηκε θεατής.
As Miss Cunegund had a great disposition for the sciences, she observed with the utmost attention the experiments which were repeated before her eyes; she perfectly well understood the force of the doctor's reasoning upon causes and effects. She retired greatly flurried, quite pensive and filled with the desire of knowledge, imagining that she might be a sufficing reason for young Candide, and he for her.
Είδε καθαρά τον αποχρώντα λόγο του δόχτορα, τις αιτίες και τ ' αποτελέσματα, κ ' επέστρεψε όλη ταραγμένη, όλη σκεφτική, όλη γεμάτη από την επιθυμία να γίνει σοφή, συλλογιζόμενη πως μπορούσε πολύ καλά να γίνει κι ' αυτή ο αποχρών λόγος του νεαρού Αγαθούλη, όπως κι ' αυτός δικός της. Γυρίζοντας στο παλάτι συνάντησε τον Αγαθούλη και κοκκίνισε.
On her way back she happened to meet the young man; she blushed, he blushed also; she wished him a good morning in a flattering tone, he returned the salute, without knowing what he said.
Ο Αγαθούλης κοκκίνισε κι ' αυτός. Τον καλημέρισε με μια φωνή κομμένη. Ο Αγαθούλης της μίλησε χωρίς να ξέρει τι έλεγε. Την άλλη μέρα, μετά το δείπνο, καθώς βγαίνανε από την τραπεζαρία, η Κυνεγόνδη και ο Αγαθούλης βρεθήκανε πίσω από ένα παραβάν η Κυνεγόνδη άφησε να της πέση το μαντήλι, ο Αγαθούλης το σήκωσε· εκείνη τούπιασε το χέρι αθώα, ο νέος φίλησε αθώα το χέρι της νεαράς δεσποινίδος με μια ζωηρότητα, ένα αίσθημα, μια χάρη ολότελα ξεχωριστή· τα στόματά τους συναντήθηκαν, τα μάτια τους εφλογίστηκαν, τα πόδια τους τρεμουλιάσανε, τα χέρια τους παραστράτησαν.
The next day, as they were rising from dinner, Cunegund and Candide slipped behind the screen. The miss dropped her handkerchief, the young man picked it up. She innocently took hold of his hand, and he as innocently kissed hers with a warmth, a sensibility, a grace-all very particular; their lips met; their eyes sparkled; their knees trembled; their hands strayed.
Ο Κύριος βαρώνος του Τούντκρ-τεν-τρονκ πέρασε πλάι από το παραβάν, και βλέποντας αυτήν την αιτία κι ' αυτό το αποτέλεσμα, έδιωξε τον Αγαθούλη από τον πύργο με δυνατές κλωτσιές στον πισινό· η Κυνεγόνδη λιποθύμησε· μόλις συνήλθε μπατσίστηκε από την κυρία βαρωνέσσα: και όλα έγιναν θλιβερά μέσα στο ωραιότερο και ευχαριστότερο παλάτι, που ήταν δυνατό να υπάρξη.
The Baron chanced to come by; he beheld the cause and effect, and, without hesitation, saluted Candide with some notable kicks on the breech and drove him out of doors. The lovely Miss Cunegund fainted away, and, as soon as she came to herself, the Baroness boxed her ears. Thus a general consternation was spread over this most magnificent and most agreeable of all possible castles.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II. &Τι έπαθε ο Αγαθούλης με τους Βουλγάρους.&
CHAPTER 2 What Befell Candide among the Bulgarians
Ο Αγαθούλης, διωγμένος από τον επίγειο παράδεισο, περπάτησε πολύν καιρό χωρίς να ξέρει για πού, κλαίοντας, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, στρέφοντας τα συχνά προς τ ' ωραιότερο των παλατιών, που είχε μέσα του την ωραιότερη από τις βαρωνέσσες. Κοιμήθηκε νηστικός μέσα στους αγρούς ανάμεσα σε δυο αυλάκια· το χιόνι έπεφτε σε μεγάλες τουλούπες.
Candide, thus driven out of this terrestrial paradise, rambled a long time without knowing where he went; sometimes he raised his eyes, all bedewed with tears, towards heaven, and sometimes he cast a melancholy look towards the magnificent castle, where dwelt the fairest of young baronesses. He laid himself down to sleep in a furrow, heartbroken, and supperless.
Ο Αγαθούλης καταμουσκεμένος, εσύρθηκε την άλλη μέρα προς την γειτονική πόλη Βαλντμπεργ-κοφφ-τραρμπει-ντικντόρφφ, απένταρος, πεθαμένος από πείνα και κούραση.
The snow fell in great flakes, and, in the morning when he awoke, he was almost frozen to death; however, he made shift to crawl to the next town, which was called Wald-berghoff-trarbkdikdorff, without a penny in his pocket, and half dead with hunger and fatigue.
Σταμάτησε θλιβερά στην πόρτα μιας ταβέρνας.
He took up his stand at the door of an inn.
Δυο άνθρωποι, ντυμένοι γαλάζια, τον παρατήρησαν: — Σύντροφε, λέγει ο ένας, να ένας νέος πολύ καλοφκιασμένος και που έχει το απαιτούμενο ανάστημα. Προχώρησαν προς τον Αγαθούλη και τον πήραν να δειπνήση με πολλήν ευγένεια.
He had not been long there before two men dressed in blue fixed their eyes steadfastly upon him. "Faith, comrade," said one of them to the other, "yonder is a well made young fellow and of the right size." Upon which they made up to Candide and with the greatest civility and politeness invited him to dine with them.
"Gentlemen," replied Candide, with a most engaging modesty, you do me much honor, but upon my word I have no money."
"Money, sir!" said one of the blues to him, "young persons of your appearance and merit never pay anything; why, are not you five feet five inches high?"
— Μάλιστα, κύριοι, αυτό είναι το ανάστημά μου, είπε κάμνοντας μίαν υπόκλιση.
"Yes, gentlemen, that is really my size," replied he, with a low bow.
— Α ! Κύριε, καθήστε στο τραπέζι· όχι μονάχα θα πληρώσουμε για σας, μα δε θα δεχτούμε ποτές ένας άνθρωπος σαν και σας να μην έχει χρήματα. Οι άνθρωποι είναι κανωμένοι ν ' αλληλοβοηθιούνται.
"Come then, sir, sit down along with us; we will not only pay your reckoning, but will never suffer such a clever young fellow as you to want money. Men were born to assist one another."
"You are perfectly right, gentlemen," said Candide, "this is precisely the doctrine of Master Pangloss; and I am convinced that everything is for the best."
Τον παρακάλεσαν να δεχτή λίγα σκούδα. Τα παίρνει και κάνει να δώσει απόδειξη, αλλά κείνοι δεν το επιτρέπουν και κάθουνται στο τραπέζι.
His generous companions next entreated him to accept of a few crowns, which he readily complied with, at the same time offering them his note for the payment, which they refused, and sat down to table.
— Δεν αγαπάτε τρυφερά.....;
"Have you not a great affection for-"
"O yes! I have a great affection for the lovely Miss Cunegund."
"Maybe so," replied one of the blues, "but that is not the question! We ask you whether you have not a great affection for the King of the Bulgarians?"
— Καθόλου, απάντησε κείνος, γιατί δεν τον είδα ποτέ !
"For the King of the Bulgarians?" said Candide. "Oh, Lord! not at all, why I never saw him in my life."
"Is it possible? Oh, he is a most charming king! Come, we must drink his health."
— Ω ! με πολλήν ευχαρίστησι, κύριοι. Και ήπιε.
"With all my heart, gentlemen," said Candide, and off he tossed his glass.
— Αυτό φτάνει, του είπαν, ιδού εσείς στήριγμα, υπερασπιστής, ήρως των βουλγάρων !
"Bravo!" cried the blues; "you are now the support, the defender, the hero of the Bulgarians; your fortune is made; you are in the high road to glory."
Εκάματε την τύχη σας και εξασφαλίσατε τη δόξα σας. Του βάζουν αμέσως τα σίδερα στα πόδια και τον πάνε στο σύνταγμα. Τον βάζουν να κλίνη δεξιά, αριστερά, να βγάζη την τουφεκόβεργα, να ξαναβάζη την τουφεκόβεργα, να πέφτη πρηνηδόν, να πυροβολή, να περπατή γρήγορα και του δίνουν τριάντα ξυλιές· την επομένη κάμνει την άσκηση του κάπως λιγώτερο άσκημα και τρώει μόνο είκοσι ξυλιές· τη μεθεπομένη του δίνουν μόνο δέκα και θεωρείται από τους συντρόφους του ως θαύμα.
So saying, they handcuffed him, and carried him away to the regiment. There he was made to wheel about to the right, to the left, to draw his rammer, to return his rammer, to present, to fire, to march, and they gave him thirty blows with a cane; the next day he performed his exercise a little better, and they gave him but twenty; the day following he came off with ten, and was looked upon as a young fellow of surprising genius by all his comrades.
Ο Αγαθούλης τάχε χάσει και δεν καταλάβαινε καθόλου πως ήτανε ήρωας.
Candide was struck with amazement, and could not for the soul of him conceive how he came to be a hero.
Ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωί αποφάσισε να πάει να περπατήση, βαδίζοντας ολόισα μπροστά του, και πιστεύοντας πως ήτανε προνόμιο του ανθρωπίνου γένους, καθώς και του ζωικού, να μεταχειρίζονται τα πόδια τους, όπως τους αρέσει.
One fine spring morning, he took it into his head to take a walk, and he marched straight forward, conceiving it to be a privilege of the human species, as well as of the brute creation, to make use of their legs how and when they pleased.
Δεν είχε κάμει δυο λεύγες και να τέσσερις άλλοι ήρωες έξ ποδιών ύψους τον πλησιάζουν, τον δένουν και τον πάνε σε μια φυλακή. Τον ρωτήσανε δικαστικά τι προτιμούσε καλύτερα: να ραβδισθή τριανταέξ φορές από όλο το σύνταγμα ή να δεχθή με μιας δώδεκα μολυβένιες σφαίρες στο κρανίο.
He had not gone above two leagues when he was overtaken by four other heroes, six feet high, who bound him neck and heels, and carried him to a dungeon. A courtmartial sat upon him, and he was asked which he liked better, to run the gauntlet six and thirty times through the whole regiment, or to have his brains blown out with a dozen musket-balls?
In vain did he remonstrate to them that the human will is free, and that he chose neither; they obliged him to make a choice, and he determined, in virtue of that divine gift called free will, to run the gauntlet six and thirty times.
Έφαγε λοιπόν τέσσερις χιλιάδες ξυλιές, που απ ' το σβέρκο ως τον πισινό του ξεγύμνωσαν όλα τα ποντίκια και τα νεύρα.
He had gone through his discipline twice, and the regiment being composed of 2,000 men, they composed for him exactly 4,000 strokes, which laid bare all his muscles and nerves from the nape of his neck to his stern.
Ενώ ετοιμαζόντανε ν ' αρχίσουν την τρίτη βόλτα, ο Αγαθούλης μη βαστάνοντας πια, ζήτησε ως χάρη να ευαρεστηθούν να λάβουν την καλωσύνη να του τινάξουν τα μυαλά· του κάμανε αυτό το χατήρι· του δένουν τα μάτια· τον βάζουν να γονατίση. Αυτήν τη στιγμή περνά ο βασιλιάς των Βουλγάρων και πληροφορείται το έγκλημα του καταδίκου: κι ' όπως αυτός ο βασιλιάς ήτανε μεγαλοφυής, κατάλαβε, απ ' ό,τι του είπεν ο Αγαθούλης, πως ήταν ένας νεαρός μεταφυσικός, που αγνοούσε ολότελα τα πράγματα του κόσμου τούτου και του έδωσε χάρη με μια καλοκαγαθία, που θα υμνείται σ ' όλες τις εφημερίδες και σ ' όλους τους αιώνες.
As they were preparing to make him set out the third time our young hero, unable to support it any longer, begged as a favor that they would be so obliging as to shoot him through the head; the favor being granted, a bandage was tied over his eyes, and he was made to kneel down. At that very instant, His Bulgarian Majesty happening to pass by made a stop, and inquired into the delinquent's crime, and being a prince of great penetration, he found, from what he heard of Candide, that he was a young metaphysician, entirely ignorant of the world; and therefore, out of his great clemency, he condescended to pardon him, for which his name will be celebrated in every journal, and in every age.
Ένας γέρος χειρούργος εγιάτρεψε τον Αγαθούλη σε τρεις βδομάδες με μαλαχτικά διδαγμένα από το Διοσκορίδη.
A skillful surgeon made a cure of the flagellated Candide in three weeks by means of emollient unguents prescribed by Dioscorides.
His sores were now skimmed over and he was able to march, when the King of the Bulgarians gave battle to the King of the Abares.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. &Πώς ο Αγαθούλης έφυγε από τους Βουλγάρους και τι απόγινε&
CHAPTER 3 How Candide Escaped from the Bulgarians and What Befell Him Afterward
Τίποτε δεν ήτανε τόσο ωραίο, τόσο ευκίνητο, τόσο καλά συνταγμένο σαν τα δυο εχθρικά στρατεύματα. Οι τρομπέτες, τα φλάουτα, τα όμποα, τα τούμπανα, τα κανόνια αποτελούσαν μιαν αρμονία, που παρόμοια δεν υπήρξε ποτέ στην Κόλαση. Τα κανόνια πρώτα-πρώτα ρίξανε κάτου έξη σχεδόν χιλιάδες από κάθε μεριά.
Never was anything so gallant, so well accoutred, so brilliant, and so finely disposed as the two armies. The trumpets, fifes, hautboys, drums, and cannon made such harmony as never was heard in Hell itself.
The entertainment began by a discharge of cannon, which, in the twinkling of an eye, laid flat about 6,000 men on each side. The musket bullets swept away, out of the best of all possible worlds, nine or ten thousand scoundrels that infested its surface. The bayonet was next the sufficient reason of the deaths of several thousands.
Το όλον μπορούσε πολύ καλά να λογαριαστή σε καμιά τριανταριά χιλιάδες ψυχές.
The whole might amount to thirty thousand souls.
Candide trembled like a philosopher, and concealed himself as well as he could during this heroic butchery.
At length, while the two kings were causing Te Deums to be sung in their camps, Candide took a resolution to go and reason somewhere else upon causes and effects.
Πέρασε πάνω από τους σωρούς των σκοτωμένων και κείνων που ξεψυχούσαν κ ' έφτασε πρώτα σ ' ένα γειτονικό χωριό. Ολόκληρο ήτανε στάχτη. Ήταν ένα χωρίο αβαρικό, που οι Βούλγαροι τόχαν κάψει, σύμφωνα με τους νομούς του δημοσίου δικαίου. Εδώ γέροι κατατρύπιοι από σφαίρες, έβλεπαν να πεθαίνουν οι σφαγμένες γυναίκες τους, βαστώντας τα παιδιά τους στα ματωμένα τους βυζιά· εκεί κορίτσια ξεκοιλιασμένα, αφού ικανοποίησαν τις φυσικές ανάγκες μερικών ηρώων, ξεψυχούσαν· άλλοι μισοκαμμένοι φώναζαν να τους αποτελειώσουν σκοτώνοντάς τους. Μυαλά ήτανε σκορπισμένα απάνω στη γη πλάι σε κομμένα χέρια και πόδια.
After passing over heaps of dead or dying men, the first place he came to was a neighboring village, in the Abarian territories, which had been burned to the ground by the Bulgarians, agreeably to the laws of war. Here lay a number of old men covered with wounds, who beheld their wives dying with their throats cut, and hugging their children to their breasts, all stained with blood. There several young virgins, whose bodies had been ripped open, after they had satisfied the natural necessities of the Bulgarian heroes, breathed their last; while others, half-burned in the flames, begged to be dispatched out of the world. The ground about them was covered with the brains, arms, and legs of dead men.
Ο Αγαθούλης τόσκασε όσο μπορούσε γρηγορώτερα σ ' ένα άλλο χωριό: αυτό ήτανε Βουλγαρικό και οι Άβαροι ήρωες τόχαν περιποιηθή με τον ίδιο τρόπο.
Candide made all the haste he could to another village, which belonged to the Bulgarians, and there he found the heroic Abares had enacted the same tragedy.
Ο Αγαθούλης πάντα βαδίζοντας πάνω σε μέλη, που σπάραζαν ή ανάμεσα σε ρημάδια, έφτασε τέλος, όξω από το θέατρο του πολέμου, έχοντας μερικά τρόφιμα μέσα στο δισάκκι του και μη ξεχνώντας ποτέ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
Thence continuing to walk over palpitating limbs, or through ruined buildings, at length he arrived beyond the theater of war, with a little provision in his budget, and Miss Cunegund's image in his heart.
When he arrived in Holland his provision failed him; but having heard that the inhabitants of that country were all rich and Christians, he made himself sure of being treated by them in the same manner as the Baron's castle, before he had been driven thence through the power of Miss Cunegund's bright eyes.
Ζήτησε ελεημοσύνη από πολλά σοβαρά προσώπατα, μα όλοι του απαντούσαν, πως αν εξακολουθούσε να κάμνη αυτό το επάγγελμα, θα τον κλείνανε σε κανένα σωφρονιστήριο για να μάθη να δουλεύη. Απευθύνθηκε κατόπι σ ' έναν άνθρωπο, που μόλις είχε πάψη να μιλή μόνος μιαν ολόκληρη ώρα περί ευσπλαχνίας μπροστά σε μια μεγάλη σύναξη ανθρώπων.
He asked charity of several grave-looking people, who one and all answered him, that if he continued to follow this trade they would have him sent to the house of correction, where he should be taught to get his bread.
He next addressed himself to a person who had just come from haranguing a numerous assembly for a whole hour on the subject of charity. The orator, squinting at him under his broadbrimmed hat, asked him sternly, what brought him thither and whether he was for the good old cause?
"Sir," said Candide, in a submissive manner, "I conceive there can be no effect without a cause; everything is necessarily concatenated and arranged for the best. It was necessary that I should be banished from the presence of Miss Cunegund; that I should afterwards run the gauntlet; and it is necessary I should beg my bread, till I am able to get it. All this could not have been otherwise."
"Hark ye, friend," said the orator, "do you hold the Pope to be Antichrist?"
"Truly, I never heard anything about it," said Candide, "but whether he is or not, I am in want of something to eat."
— Δεν είσαι άξιος να το φας, είπεν ο άλλος: Φεύγα, κατεργάρη, άθλιε μη με λερώνης με την παρουσία σου.
"Thou deservest not to eat or to drink," replied the orator, "wretch, monster, that thou art! hence! avoid my sight, nor ever come near me again while thou livest."
The orator's wife happened to put her head out of the window at that instant, when, seeing a man who doubted whether the Pope was Antichrist, she discharged upon his head a utensil full of water.
Ω ! ουρανοί ! Σε τι σημείο φτάνει ο θρησκευτικός ζήλος των γυναικών !
Good heavens, to what excess does religious zeal transport womankind!
Ένας άνθρωπος, που δεν είχε καθόλου βαφτισθή, ένας αγαθός αναβαφτιστής, ονομαζόμενος Ιάκωβος, είδε το σκληρό κι ' ατιμωτικό τρόπο, που μεταχειρίστηκαν έναν αδερφό του, ένα ον δίπουν, άπτερον, έμψυχον. Τον επήρε σπίτι του, τον καθάρισε, τούδωσε ψωμί και μπύρα, του χάρισε δύο φιορίνια, θέλησε μάλιστα να τον μάθη να δουλεύη στο εργοστάσιό του, που έφκιανε περσικά χαλιά στην Ολλανδία. Ο Αγαθούλης σχεδόν προσκυνώντας τον αναφώνησε !
A man who had never been christened, an honest Anabaptist named James, was witness to the cruel and ignominious treatment showed to one of his brethren, to a rational, two-footed, unfledged being. Moved with pity he carried him to his own house, caused him to be cleaned, gave him meat and drink, and made him a present of two florins, at the same time proposing to instruct him in his own trade of weaving Persian silks, which are fabricated in Holland.
— Ο διδάσκαλος Παγγλώσσης τώπε πολύ σωστά πως όλα είναι άριστα σ ' αυτό τον κόσμο, γιατί είμαι άπειρα πιο συγκινημένος, με τη δική σας υπέρτατη γενναιότητα παρά λυπημένος με τη σκληρότητα αυτού του κυρίου με το μαύρο μανδύα και της κυρίας γυναίκας του.
Candide, penetrated with so much goodness, threw himself at his feet, crying, "Now I am convinced that my Master Pangloss told me truth when he said that everything was for the best in this world; for I am infinitely more affected with your extraordinary generosity than with the inhumanity of that gentleman in the black cloak and his wife."
Την άλλη μέρα, περιδιαβάζοντας, συνάντησε ένα ζητιάνο, γεμάτον πληγές, με μάτια σβυσμένα, την άκρη της μύτης φαγωμένη, το στόμα στραβωμένο, τα δόντια μαύρα, που μιλούσε με το λαρύγγι, βασανιζόμενος από ένα σφοδρό βήχα και που σε κάθε του βήξιμο φτυούσε κ ' ένα δόντι.
The next day, as Candide was walking out, he met a beggar all covered with scabs, his eyes sunk in his head, the end of his nose eaten off, his mouth drawn on one side, his teeth as black as a cloak, snuffling and coughing most violently, and every time he attempted to spit out dropped a tooth.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV.
CHAPTER 4
&Πώς ο Αγαθούλης συνάντησε τον παλιό του δάσκαλο της φιλοσοφίας, τον δόχτορα Παγγλώσση και τι απέγινε.&
How Candide Found His Old Master Pangloss Again and What Happened to Him
Candide, divided between compassion and horror, but giving way to the former, bestowed on this shocking figure the two florins which the honest Anabaptist, James, had just before given to him.
Ο Αγαθούλης τρομαγμένος πισωδρόμησε. — Αλλίμονο ! είπεν ο ένας άθλιος στον άλλον άθλιο, δεν αναγνωρίζετε πια τον αγαπημένο σας Παγγλώσση;
The specter looked at him very earnestly, shed tears and threw his arms about his neck.
— Τι ακούω ! Σεις, αγαπημένε μου διδάσκαλε ! Σεις σ ' αυτά τα φριχτά χάλια !
Candide started back aghast. "Alas!" said the one wretch to the other, "don't you know dear Pangloss?"
"What do I hear? Is it you, my dear master! you I behold in this piteous plight? What dreadful misfortune has befallen you? What has made you leave the most magnificent and delightful of all castles? What has become of Miss Cunegund, the mirror of young ladies, and Nature's masterpiece?"
— Δεν βαστώ πια, είπεν ο Παγγλώσσης. Ευθύς ο Αγαθούλης τον ωδήγησε στο σταύλο του Αναβαφτιστή, όπου τούδωσε να φάγη λιγάκι ψωμί. Κι ' όταν ο Παγγλώσσης ανάλαβε, — Λοιπόν, τον ξαναρωτά, η Κυνεγόνδη;.....
"Oh, Lord!" cried Pangloss, "I am so weak I cannot stand," upon which Candide instantly led him to the Anabaptist's stable, and procured him something to eat. As soon as Pangloss had a little refreshed himself, Candide began to repeat his inquiries concerning Miss Cunegund.
— Απέθανε, απάντησεν ο άλλος.
"She is dead," replied the other.
Ο Αγαθούλης στ ' άκουσμα αυτής της λέξης λιποθύμησε.
"Dead!" cried Candide, and immediately fainted away; his friend restored him by the help of a little bad vinegar, which he found by chance in the stable.
Ο φίλος του τον ξανάφερε στις αισθήσεις του με λίγο κακό ξίδι, που βρέθηκε κατά τύχη μέσα στο σταύλο.
Candide opened his eyes, and again repeated: "Dead! is Miss Cunegund dead?
Ο Αγαθούλης ξανάνοιξε τα μάτια. Η Κυνεγόνδη απέθανε!
Ah, where is the best of worlds now?
But of what illness did she die? Was it of grief on seeing her father kick me out of his magnificent castle?"
Ίσως άραγε γιατί μ ' είδε να με διώχνουν από τον ωραίον πύργο του κυρίου πατέρα της με δυνατές κλωτσές; — Όχι ! απάντησε ο Παγγλώσσης. Την ξεκοίλιασαν Βούλγαροι στρατιώται, αφού πρώτα την εβίασαν όσο μπορεί να συμβή αυτό σε άνθρωπο. Σπάσανε το κεφάλι του κυρίου βαρώνου, που θέλησε να την υπερασπισθή· την κυρία βαρωνέσσα την κόψανε κομματάκια κομματάκια· ο αγαπητός μου μαθητής έπαθε τα ίδια με την αδελφή του· όσο για τον πύργο, δεν έμεινε πείρα σε πείρα, ούτε αποθήκη, ούτε πρόβατο, ούτε πάπια, ούτε δένδρο. Όμως εκδικηθήκαμε καλά, γιατί οι Άβαροι κάμανε τα ίδια σε μια γειτονική βαρωνεία, που ανήκε σ ' έναν Βούλγαρο ευπατρίδη. Πάνω σ ' αυτή τη διήγησι, ο Αγαθούλης λιποθύμησε άλλη μια φορά.
"No," replied Pangloss, "her body was ripped open by the Bulgarian soldiers, after they had subjected her to as much cruelty as a damsel could survive; they knocked the Baron, her father, on the head for attempting to defend her; My Lady, her mother, was cut in pieces; my poor pupil was served just in the same manner as his sister; and as for the castle, they have not left one stone upon another; they have destroyed all the ducks, and sheep, the barns, and the trees; but we have had our revenge, for the Abares have done the very same thing in a neighboring barony, which belonged to a Bulgarian lord."
At hearing this, Candide fainted away a second time, but, not withstanding, having come to himself again, he said all that it became him to say; he inquired into the cause and effect, as well as into the sufficing reason that had reduced Pangloss to so miserable a condition.
Είναι ο έρωτας: ο έρωτας ο παρηγορητής του ανθρωπίνου γένους, ο διατηρητής του κόσμου, η ψυχή όλων των όντων, πόχουν αισθήσεις, ο τρυφερός έρωτας !
"Alas," replied the preceptor, "it was love; love, the comfort of the human species; love, the preserver of the universe; the soul of all sensible beings; love! tender love!"
— Αλλίμονο! είπεν ο Αγαθούλης. Τόνε γνώρισα αυτόν τον έρωτα, αυτόν το βασιληά των καρδιών, αυτή την ψυχή της ψυχής μας.
"Alas," cried Candide, "I have had some knowledge of love myself, this sovereign of hearts, this soul of souls; yet it never cost me more than a kiss and twenty kicks on the backside.
But how could this beautiful cause produce in you so hideous an effect?"
Ο Παγγλώσσης απάντησε ως εξής: — Ω αγαπημένε μου Αγαθούλη· έχεις γνωρίσει την Πακέττα, αυτή την νόστιμη ακόλουθο της σεβαστής μας βαρωνέσσας. Γεύτηκα στην αγκάλη της τις χαρές του παραδείσου, που μου φέραν αυτά τα δεινά της κόλασης, από τα οποία με βλέπετε φαγωμένον. Ήτανε η ίδια μολυσμένη κ ' ίσως απέθανε απ ' αυτά.
Pangloss made answer in these terms: "O my dear Candide, you must remember Pacquette, that pretty wench, who waited on our noble Baroness; in her arms I tasted the pleasures of Paradise, which produced these Hell torments with which you see me devoured.
Η Πακέττα είχε πάρει αυτό το δώρο από έναν κορδελιέρο (1 ) πολύ σοφόν, ο οποίος είχε ανεύρει την πρώτη πηγή του κακού· αυτός τόχε πάρει από μια γρηά κόμησσα, που τόχε πάρει απόναν αξιωματικό του ιππικού, που το χρεωστούσε σε μια μαρκησία, που τόχε πάρει απόναν υπηρέτη, που τόχε πάρει από έναν ιησουίτη, ο οποίος όντας δόκιμος, τόχε πάρει απ ' ευθείας από έναν σύντροφο του Χριστοφόρου Κολόμβου.
She was infected with an ailment, and perhaps has since died of it; she received this present of a learned Franciscan, who derived it from the fountainhead; he was indebted for it to an old countess, who had it of a captain of horse, who had it of a marchioness, who had it of a page, the page had it of a Jesuit, who, during his novitiate, had it in a direct line from one of the fellow adventurers of Christopher Columbus; for my part I shall give it to nobody, I am a dying man."
"O sage Pangloss," cried Candide, "what a strange genealogy is this! Is not the devil the root of it?"
Ήταν ένα πράγμα απαραίτητο στον καλύτερο των κόσμων, ένα συστατικό του αναγκαίο, γιατί αν ο Κολόμβος δεν άρπαζε σ ' ένα νησί της Αμερικής αυτήν την αρρώστεια, που φαρμακώνει όλη τη γενεά, που συχνά μάλιστα την εμποδίζει ολότελα και που είναι, φανερά, το αντίθετο του μεγάλου σκοπού της φύσης, δε θάχαμε ούτε τη σοκολάτα ούτε την κοκκινόμπογια της κοχενίλλης. Πρέπει ακόμα να παρατηρήσομε, πως ίσαμε σήμερα, αυτή η αρρώστεια είναι ξεχωριστά της δικής μας ηπείρου, όπως οι θεολογικοί καυγάδες.
"Not at all," replied the great man, "it was a thing unavoidable, a necessary ingredient in the best of worlds; for if Columbus had not caught in an island in America this disease, which contaminates the source of generation, and frequently impedes propagation itself, and is evidently opposed to the great end of nature, we should have had neither chocolate nor cochineal. It is also to be observed, that, even to the present time, in this continent of ours, this malady, like our religious controversies, is peculiar to ourselves.
The Turks, the Indians, the Persians, the Chinese, the Siamese, and the Japanese are entirely unacquainted with it; but there is a sufficing reason for them to know it in a few centuries.
Στο αναμεταξύ έκαμε θαυμαστή πρόοδο αναμεταξύ μας και πιο πολύ σ ' αυτούς τους μεγάλους στρατούς, που αποτελούνται από μισθοφόρους, οι οποίοι αποφασίζουν για την τύχη των Κρατών. Μπορούμε να βεβαιώσομε, πως, όταν τριάντα χιλιάδες άνθρωποι πολεμούν ταχτική μάχη ενάντια σε δυνάμεις ισάριθμες, υπάρχουν περίπου είκοσι χιλιάδες σιφιλιδικοί από κάθε μέρος.
In the meantime, it is making prodigious havoc among us, especially in those armies composed of well disciplined hirelings, who determine the fate of nations; for we may safely affirm, that, when an army of thirty thousand men engages another equal in size, there are about twenty thousand infected with syphilis on each side."
— Ιδού τι είναι αξιοθαύμαστο, είπεν ο Αγαθούλης. Αλλά πρέπει να σε γιατρέψομε.
"Very surprising, indeed," said Candide, "but you must get cured."
"Lord help me, how can I?" said Pangloss. "My dear friend, I have not a penny in the world; and you know one cannot be bled or have an enema without money."
This last speech had its effect on Candide; he flew to the charitable Anabaptist, James; he flung himself at his feet, and gave him so striking a picture of the miserable condition of his friend that the good man without any further hesitation agreed to take Dr. Pangloss into his house, and to pay for his cure.
Και τον εγιάτρεψε μ' έξοδά του.
The cure was effected with only the loss of one eye and an ear.
As be wrote a good hand, and understood accounts tolerably well, the Anabaptist made him his bookkeeper.
At the expiration of two months, being obliged by some mercantile affairs to go to Lisbon he took the two philosophers with him in the same ship; Pangloss, during the course of the voyage, explained to him how everything was so constituted that it could not be better.
— Πρέπει, έλεγεν, οι άνθρωποι νάχουν διαφθείρη τη φύση, γιατί δεν γεννήθηκαν λύκοι κ ' έγειναν λύκοι.
James did not quite agree with him on this point. "Men," said he "must, in some things, have deviated from their original innocence; for they were not born wolves, and yet they worry one another like those beasts of prey.
Ο Θεός δεν τους έδωσε ούτε κανόνια των εικοσιτεσσάρων, ούτε μπαγιοννέτες, κ ' έφκιασαν μπαγιονέτες και κανόνια για να αλληλοσκοτώνονται.
God never gave them twenty-four pounders nor bayonets, and yet they have made cannon and bayonets to destroy one another.
To this account I might add not only bankruptcies, but the law which seizes on the effects of bankrupts, only to cheat the creditors."
"All this was indispensably necessary," replied the one-eyed doctor, "for private misfortunes are public benefits; so that the more private misfortunes there are, the greater is the general good."
Ενώ συζητούσαν ο ουρανός σκοτείνιασε, οι άνεμοι φύσηξαν από τα τέσσερα σημεία τουρανού και το καράβι τόπιασε η τρομερώτερη τρικυμία μπροστά στο λιμάνι της Λισσαβώνας.
While he was arguing in this manner, the sky was overcast, the winds blew from the four quarters of the compass, and the ship was assailed by a most terrible tempest, within sight of the port of Lisbon.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V.
CHAPTER 5
&Τρικυμία, ναυάγιο, σεισμός και τι απέγινε ο δόχτορας Παγγλώσσης, ο Αγαθούλης και ο αναβαφτιστής Ιάκωβος.&
A Tempest, a Shipwreck, an Earthquake, and What Else Befell Dr. Pangloss, Candide, and James, the Anabaptist
Οι μισοί επιβάτες άρρωστοι, ξεψυχώντας απ ' αυτές τις ανυπόφορες αγωνίες, που το κούνημα του καραβιού προξενεί στα νεύρα και σ ' όλα τα υγρά του σώματος, που ταράζονται σε αντίθετες διευθύνσεις, δεν είχαν ούτε καν τη δύναμη ν ' ανησυχήσουν για τον κίνδυνο. Οι άλλοι μισοί ξεφωνούσαν και προσευχόντανε. Τα πανιά ήτανε σκισμένα, τα κατάρτια σπασμένα, το καράβι ανοιγμένο. Σάλευε όποιος μπορούσε, κανείς δε συνενοούτανε, κανένας δεν κυβερνούσε.
One half of the passengers, weakened and half-dead with the inconceivable anxiety and sickness which the rolling of a vessel at sea occasions through the whole human frame, were lost to all sense of the danger that surrounded them. The others made loud outcries, or betook themselves to their prayers; the sails were blown into shreds, and the masts were brought by the board. The vessel was a total wreck. Everyone was busily employed, but nobody could be either heard or obeyed.
The Anabaptist, being upon deck, lent a helping hand as well as the rest, when a brutish sailor gave him a blow and laid him speechless; but, not withstanding, with the violence of the blow the tar himself tumbled headforemost overboard, and fell upon a piece of the broken mast, which he immediately grasped.
Honest James, forgetting the injury he had so lately received from him, flew to his assistance, and, with great difficulty, hauled him in again, but, not withstanding, in the attempt, was, by a sudden jerk of the ship, thrown overboard himself, in sight of the very fellow whom he had risked his life to save and who took not the least notice of him in this distress.
Candide, who beheld all that passed and saw his benefactor one moment rising above water, and the next swallowed up by the merciless waves, was preparing to jump after him, but was prevented by the philosopher Pangloss, who demonstrated to him that the roadstead of Lisbon had been made on purpose for the Anabaptist to be drowned there.
While he was proving his argument a priori, the ship foundered, and the whole crew perished, except Pangloss, Candide, and the sailor who had been the means of drowning the good Anabaptist. The villain swam ashore; but Pangloss and Candide reached the land upon a plank.
As soon as they had recovered from their surprise and fatigue they walked towards Lisbon; with what little money they had left they thought to save themselves from starving after having escaped drowning.
Η θάλασσα υψώνεται βράζοντας μέσα στο λιμάνι και σπάζει τα αγκυροβολημένα καΐκια. Φλογοστρόβιλοι με στάχτες σκεπάζουν τους δρόμους και τις δημόσιες πλατείες. Τα σπίτια γκρεμίζονται, οι στέγες αναποδογυρίζονται πάνω στα θεμέλια, τα θεμέλια σκορπίζονται. Τριάντα χιλιάδες κάτοικοι κάθε ηλικίας και κάθε γένους πλακωθήκαν κάτου από τα ερείπια.
Scarcely had they ceased to lament the loss of their benefactor and set foot in the city, when they perceived that the earth trembled under their feet, and the sea, swelling and foaming in the harbor, was dashing in pieces the vessels that were riding at anchor. Large sheets of flames and cinders covered the streets and public places; the houses tottered, and were tumbled topsy-turvy even to their foundations, which were themselves destroyed, and thirty thousand inhabitants of both sexes, young and old, were buried beneath the ruins.
Ο ναύτης έλεγε σφυρίζοντας και βλασφημώντας: — Κάτι θα βγάλουμε δω πέρα.
The sailor, whistling and swearing, cried, "Damn it, there's something to be got here."
— Ποιος είναι ο αποχρών λόγος αυτού του φαινομένου; έλεγεν ο Παγγλώσσης.
"What can be the sufficing reason of this phenomenon?" said Pangloss.
— Να ! η τελευταία μέρα του κόσμου, φώναξε ο Αγαθούλης.
"It is certainly the day of judgment," said Candide.
Ο ναύτης τρέχει αβάσταχτος μέσα στα χαλάσματα, αντιμετωπίζει το θάνατο για ναύρη χρήματα, βρίσκει, τα παίρνει, μεθά, κι ' αφού κοιμήθηκε για να χωνέψει το κρασί, αγοράζει την εύνοια της πρώτης καλόβολης κοπέλλας, που συναντά πάνω στα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών κι ' ανάμεσα στους πεθαμένους και σ ' αυτούς που ξεψυχούσαν. Ο Παγγλώσσης ωστόσο τόνε τραβούσε από το μανίκι: — Φίλε μου, τούλεγε, αυτό δεν είναι σωστό. Παραβαίνετε την παγκόσμια λογική, ξοδεύετε άσκημα τον καιρό σας.
The sailor, defying death in the pursuit of plunder, rushed into the midst of the ruin, where he found some money, with which he got drunk, and, after he had slept himself sober he purchased the favors of the first good-natured wench that came in his way, amidst the ruins of demolished houses and the groans of half-buried and expiring persons. Pangloss pulled him by the sleeve. "Friend," said he, "this is not right, you trespass against the universal reason, and have mistaken your time."
— Ξεροκέφαλο, του απάντησε ο άλλος· είμαι ναύτης γεννημένος στην Παλαβία· πάτησα τέσσερις φορές πάνω στον εσταυρωμένο σε τέσσερά μου ταξείδια στην Ιαπωνία· βρήκες τον άνθρωπό σου με την παγκόσμιά σου λογική !
"Death and zounds!" answered the other, "I am a sailor and was born at Batavia, and have trampled four times upon the crucifix in as many voyages to Japan; you have come to a good hand with your universal reason."
Μερικά κομμάτια πέτρας πλήγωσαν τον Αγαθούλη· που ξαπλωμένος στο δρόμο και σκεπασμένος από χαλάσματα, έλεγε στον Παγγλώσση: — Αλλίμονο ! βρε μου λιγάκι κρασί και λάδι· πεθαίνω. — Αυτός ο σεισμός δεν είναι κάτι νέο, απάντησε ο Παγγλώσσης. Η πόλη της Λίμας δοκίμασε τα ίδια τινάγματα πέρσυ στην Αμερική.
In the meantime, Candide, who had been wounded by some pieces of stone that fell from the houses, lay stretched in the street, almost covered with rubbish. "For God's sake," said he to Pangloss, "get me a little wine and oil! I am dying."
"This concussion of the earth is no new thing," said Pangloss, "the city of Lima in South America experienced the same last year; the same cause, the same effects; there is certainly a train of sulphur all the way underground from Lima to Lisbon."
Όμως, για το θεό, λίγο λάδι και κρασί.
"Nothing is more probable," said Candide; "but for the love of God a little oil and wine."
— Πώς πιθανό; απάντησε ο φιλόσοφος.
"Probable!" replied the philosopher, "I maintain that the thing is demonstrable."
Υποστηρίζω, πως το πράγμα είναι αποδειγμένο
Candide fainted away, and Pangloss fetched him some water from a neighboring spring.
Ο Αγαθούλης έχασε τις αισθήσεις του κι ' ο Παγγλώσσης τούφερε λιγάκι νερό από μια γειτονική βρύση. Την άλλη μέρα, αφού βρήκαν μερικά φαγώσιμα, γλυστρώντας ανάμεσα στα χαλάσματα, αναστήλωσαν λιγάκι τις δυνάμεις των.
The next day, in searching among the ruins, they found some eatables with which they repaired their exhausted strength. After this they assisted the inhabitants in relieving the distressed and wounded.
Έπειτα βοηθήσανε μαζί με τους άλλους στο φρόντισμα εκείνων, που γλύτωσαν από το θάνατο. Μερικοί κάτοικοι, που τους είχαν βοηθήση, τους δώσαν ένα τόσο ωραίο δείπνο, όσο είναι δυνατό μέσα σε τέτοια καταστροφή. Είναι αλήθεια, πως ήτανε λιγάκι θλιβερό· γιατί οι συμπότες βρέχαν το ψωμί τους με δάκρυα. Αλλ ' ο Παγγλώσσης τους παρηγόρησε, βεβαιώνοντάς τους, πως τα πράγματα δε μπορούσαν να γίνουν αλλιώς. Γιατί έλεγε, όλ ' αυτά είναι όσο μπορούνε καλύτερα· γιατί αν υπάρχη ένα ηφαίστειο στη Λισσαβώνα, αυτό δε μπορούσε νάναι αλλού γιατί είναι αδύνατο τα πράγματα να μην είναι κει που είναι· γιατί όλα είναι καλά.
Some, whom they had humanely assisted, gave them as good a dinner as could be expected under such terrible circumstances. The repast, indeed, was mournful, and the company moistened their bread with their tears; but Pangloss endeavored to comfort them under this affliction by affirming that things could not be otherwise that they were. "For," said he, "all this is for the very best end, for if there is a volcano at Lisbon it could be in no other spot; and it is impossible but things should be as they are, for everything is for the best." By the side of the preceptor sat a little man dressed in black, who was one of the familiars of the Inquisition.
This person, taking him up with great complaisance, said, "Possibly, my good sir, you do not believe in original sin; for, if everything is best, there could have been no such thing as the fall or punishment of man."
Your Excellency will pardon me," answered Pangloss, still more politely; "for the fall of man and the curse consequent thereupon necessarily entered into the system of the best of worlds."
— Η εξοχότητά σας θα με συγχωρήση, είπε ο Παγγλώσσης.
"That is as much as to say, sir," rejoined the familiar, "you do not believe in free will."
Η ελευθερία μπορεί να συνυπάρχη με την απόλυτη αναγκαιότητα, γιατί ήτανε αναγκαίο νάμαστε ελεύθεροι. Γιατί επί τέλους η ετεραρχική θέλησις,...
"Your Excellency will be so good as to excuse me," said Pangloss, "free will is consistent with absolute necessity; for it was necessary we should be free, for in that the will-"
Ο Παγγλώσσης δεν πρόφθασε να τελειώση τη φράση, όταν ο μαύρος άνθρωπος έκαμε ένα σημάδι στον ακόλουθό του, που του σερβίριζε κρασί του Πορτό ή του Οπόρτο.
Pangloss was in the midst of his proposition, when the familiar beckoned to his attendant to help him to a glass of port wine.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI.
CHAPTER 6
&Πώς έκαμαν ένα ωραίο άουτο-ντα-φε για να σταματήσουν οι σεισμοί και πώς ο Αγαθούλης εμαστιγώθηκε&
How the Portuguese Made a Superb Auto-De-Fe to Prevent Any Future Earthquakes, and How Candide Underwent Public Flagellation
Μετά το σεισμό, πούχε γκρεμίσει τα τρία τέταρτα της Λισσαβώνας, οι σοφοί του τόπου δεν μπόρεσαν να βρουν άλλο μέσο πιο αποτελεσματικό για να προλάβουν την τέλεια καταστροφή από το να δώσουν στο λαό ένα ωραίο άουτο-ντα-φε. Είχεν αποφασισθή από το Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρας, πως το θέαμα μερικών ανθρώπων ψημένων με σιγανή φωτιά σε μεγάλη επίσημη τελετή, είναι ένα αλάνθαστο μυστικό για να εμποδίσουν τη γης να τρέμη.
After the earthquake, which had destroyed three-fourths of the city of Lisbon, the sages of that country could think of no means more effectual to preserve the kingdom from utter ruin than to entertain the people with an auto-da-fe, it having been decided by the University of Coimbra, that the burning of a few people alive by a slow fire, and with great ceremony, is an infallible preventive of earthquakes.
Πιάσαν λοιπόν έναν Βισκαϊανό, γιατί είχε παντρεφτή τη νουνά του και δυο Πορτογάλους, οι οποίοι τρώγοντας ένα κοτόπουλο, πέταξαν το λαρδί του. Προ μικρού είχαν δέσει, μετά το δείπνο, τον δόχτορα Παγγλώσση και τον μαθητή του τον αφελή, τον ένα γιατί μίλησε και τον άλλο γιατί άκουσε με ύφος επιδοκιμαστικό. Και τους δυο τους βάλανε χωριστά μέσα σε κάτι διαμερίσματα υπέροχης δροσερότητος, μέσα στα οποία ποτέ κανείς δεν μπορούσε να ενοχληθή από τον ήλιο. Μετά οχτώ μέρες τους ντύσανε και τους δυο με ένα κίτρινο ράσο και στόλισαν το κεφάλι τους με μια μίτρα από καρτόνι: η μίτρα και το ράσο του Αγαθούλη είχε ζωγραφισμένες φλόγες ανάποδες και διαβόλους χωρίς ουρά και νύχια· οι διάβολοι όμως του Παγγλώση είχαν και ουρά και νύχια και οι φλόγες ήσαν όρθιες.
In consequence thereof they had seized on a Biscayan for marrying his godmother, and on two Portuguese for taking out the bacon of a larded pullet they were eating; after dinner they came and secured Dr. Pangloss, and his pupil Candide, the one for speaking his mind, and the other for seeming to approve what he had said. They were conducted to separate apartments, extremely cool, where they were never incommoded with the sun. Eight days afterwards they were each dressed in a sanbenito, and their heads were adorned with paper mitres. The mitre and sanbenito worn by Candide were painted with flames reversed and with devils that had neither tails nor claws; but Dr. Pangloss's devils had both tails and claws, and his flames were upright.
Εβάδισαν, έτσι ντυμένοι σα σε λιτανεία κι άκουσαν ένα λόγο πολύ παθητικό, ακολουθημένον από μιαν ωραία ψαλμουδιά με ίσα.
In these habits they marched in procession, and heard a very pathetic sermon, which was followed by an anthem, accompanied by bagpipes.
Ενώ ετραγουδούσαν μαστίγωναν τον Αγαθούλη στον πισινό με ρυθμό· το Βισκαϊανό και τους δύο Πορτογάλους, που δε θελήσανε να φάνε λίπος, τους κόψανε και τον Παγγλώση τον κρεμάσανε, αν και αυτό δεν ήτανε συνήθεια.
Candide was flogged to some tune, while the anthem was being sung; the Biscayan and the two men who would not eat bacon were burned, and Pangloss was hanged, which is not a common custom at these solemnities.
Την ίδια μέρα έγινε νέος σεισμός με τρομαχτικούς κρότους.
The same day there was another earthquake, which made most dreadful havoc.
Ο Αγαθούλης τρομαγμένος, απομονωμένος, απελπισμένος, όλος τρέμοντας, έλεγε μέσα του ! — Εάν αυτός είναι ο καλύτερος των κόσμων, τότε τι είναι οι άλλοι; Πάλι καλά, που μόνο με μαστίγωσαν. Το ίδιο έπαθα στους Βουλγάρους. Αλλ ' ω αγαπημένε μου Παγγλώσση ! Μεγαλύτερε των φιλοσόφων, έπρεπε να σε ιδώ κρεμασμένον χωρίς να ξέρω γιατί ! Ω αγαπημένε μου αναβαφτιστή ! άριστε των ανθρώπων, έπρεπε να σε ιδώ να πνίγεσαι μέσα στο λιμάνι ! Ω ! δεσποινίδα Κυνεγόνδη, μαργαριτάρι των παρθένων, έπρεπε να σου έχουν σκίση την κοιλιά !
Candide, amazed, terrified, confounded, astonished, all bloody, and trembling from head to foot, said to himself, "If this is the best of all possible worlds, what are the others? If I had only been whipped, I could have put up with it, as I did among the Bulgarians; but, not withstanding, oh my dear Pangloss! my beloved master! thou greatest of philosophers! that ever I should live to see thee hanged, without knowing for what! O my dear Anabaptist, thou best of men, that it should be thy fate to be drowned in the very harbor! O Miss Cunegund, you mirror of young ladies! that it should be your fate to have your body ripped open!"
Ξεκίνησε λοιπόν μόλις στεκάμενος στα πόδια του, αφού του βγάλαν λόγο, τόνε μαστίγωσαν του δώσαν άφεση αμαρτιών και ευλογία, όταν μια γρηά τον εζύγωσε και τούπε: — Παιδί μου, λάβε θάρρος, ακολούθα με.
He was making the best of his way from the place where he had been preached to, whipped, absolved and blessed, when he was accosted by an old woman, who said to him, "Take courage, child, and follow me."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII.
CHAPTER 7
&Πώς μία γρηά φρόντισε για τον Αγαθούλη και πώς ξανάβρε κείνην, που αγαπούσε&
How the Old Woman Took Care Of Candide, and How He Found the Object of His Love
Ο Αγαθούλης δεν πήρε καθόλου θάρρος, ακολούθησε όμως τη γρηά μέσα σ ' ένα χαμόσπιτο. Τούδωσε ένα βάζο με αλοιφή να τριφτή, τον άφησε να φάγη και να πιή· τούδειξε ένα κρεββατάκι αρκετά καθαρό και κοντά στο κρεββάτι ένα κοστούμι ρούχα.
Candide followed the old woman, though without taking courage, to a decayed house, where she gave him a pot of pomatum to anoint his sores, showed him a very neat bed, with a suit of clothes hanging by it; and set victuals and drink before him.
— Φάτε, πιέτε, κοιμηθήτε, του είπε, και η παναγία της Ατόσσας, και ο αφέντης μας ο Άης-Αντώνης της Πάδοβας, και ο αφέντης μας ο Άγιος Ιάκωβος της Κομποστέλλας ας σας προστατέψουν. Θα ξανάρθω αύριο.
"There," said she, "eat, drink, and sleep, and may Our Lady of Atocha, and the great St. Anthony of Padua, and the illustrious St. James of Compostella, take you under their protection. I shall be back tomorrow."
Candide, struck with amazement at what he had seen, at what he had suffered, and still more with the charity of the old woman, would have shown his acknowledgment by kissing her hand.
"It is not my hand you ought to kiss," said the old woman. "I shall be back tomorrow.
Θα ξανάρθω αύριο.
Anoint your back, eat, and take your rest."
Τριφτήτε με την αλοιφή, φάτε, κοιμηθήτε.
Candide, notwithstanding so many disasters, ate and slept.
Ο Αγαθούλης, παρ ' όλα του τα βάσανα, έφαγε και κοιμήθηκε. Το πρωί η γρηά τούφερε το πρόγευμά του, ξέτασε τη ράχη του, την έτριψε η ίδια με μιαν άλλη αλοιφή· τούφερε κατόπι να γευματίση και το βράδι ξαναγύρισε και τούφερε να δειπνήση. Την μεθαυριανή μέρα τούκαμε τις ίδιες περιποιήσεις.
The next morning, the old woman brought him his breakfast; examined his back, and rubbed it herself with another ointment. She returned at the proper time, and brought him his dinner; and at night, she visited him again with his supper.
The next day she observed the same ceremonies.
"Who are you?" said Candide to her. "Who has inspired you with so much goodness? What return can I make you for this charitable assistance?"
The good old beldame kept a profound silence. In the evening she returned, but without his supper. "Come along with me," said she, "but do not speak a word." She took him by the arm, and walked with him about a quarter of a mile into the country, till they came to a lonely house surrounded with moats and gardens.
Φτάνουν σ ' ένα σπίτι μοναχικό τριγυρισμένο από κήπους και κανάλια. Η γριά χτυπά μια μικρή θύρα.
The old conductress knocked at a little door, which was immediately opened, and she showed him up a pair of back stairs, into a small, but richly furnished apartment. There she made him sit down on a brocaded sofa, shut the door upon him, and left him.
Candide thought himself in a trance; he looked upon his whole life, hitherto, as a frightful dream, and the present moment as a very agreeable one.
The old woman soon returned, supporting, with great difficulty, a young lady, who appeared scarce able to stand. She was of a majestic mien and stature, her dress was rich, and glittering with diamonds, and her face was covered with a veil.
"Take off that veil," said the old woman to Candide.
Τι στιγμή! Τι ξάφνισμα!
The young man approached, and, with a trembling hand, took off her veil.
What a happy moment! What surprise! He thought he beheld Miss Cunegund; he did behold her -it was she herself.
His strength failed him, he could not utter a word, he fell at her feet. Cunegund fainted upon the sofa.
Η Κυνεγόνδη πέφτει πάνω στον καναπέ. Η γριά τους χύνει μυρωδιές, αναλαβαίνουν τις αισθήσεις τους, ομιλούν: στην αρχή λένε λέξεις κομμένες, ερωτήσεις κι ' απαντήσεις διασταυρούμενες, στενάζουνε, κλαίνε, ξωφωνίζουν.
The old woman bedewed them with spirits; they recovered-they began to speak. At first they could express themselves only in broken accents; their questions and answers were alternately interrupted with sighs, tears, and exclamations.
Η γριά τους συμβουλεύει να κάμνουν λιγώτερο θόρυβο και τους αφήνει μόνους.
The old woman desired them to make less noise, and after this prudent admonition left them together.
— Πώς ! Είστε σεις; της λέγει ο Αγαθούλης· ζήτε ! Σας ξαναβρίσκω στην Πορτογαλλία ! Δε σας εβίασαν λοιπόν; Δε σας ξεκοιλιάσανε, όπως με βεβαίωσε ο φιλόσοφος Παγγλώσσης;
"Good heavens!" cried Candide, "is it you? Is it Miss Cunegund I behold, and alive? Do I find you again in Portugal? then you have not been ravished? they did not rip open your body, as the philosopher Pangloss informed me?"
— Ναι, είπε η ωραία Κυναιγόνδη· αλλά δεν πεθαίνει κανείς πάντα απ ' αυτά τα δυο δυστυχήματα.
"Indeed but they did," replied Miss Cunegund; "but these two accidents do not always prove mortal."
— Αλλ' ο μπαμπάς σας και η μαμά σας σκοτωθήκανε;
"But were your father and mother killed?"
"Alas!" answered she, "it is but too true!" and she wept.
— Κι' ο αδερφός σας;
"And your brother?"
— Τον αδερφό μου τον σκοτώσαν επίσης.
"And my brother also."
— Και γιατί βρίσκεστε στην Πορτογαλλία;
"And how came you into Portugal?
And how did you know of my being here? And by what strange adventure did you contrive to have me brought into this house? And how-"
"I will tell you all," replied the lady, "but first you must acquaint me with all that has befallen you since the innocent kiss you gave me, and the rude kicking you received in consequence of it."
Candide, with the greatest submission, prepared to obey the commands of his fair mistress; and though he was still filled with amazement, though his voice was low and tremulous, though his back pained him, yet he gave her a most ingenuous account of everything that had befallen him, since the moment of their separation.
Cunegund, with her eyes uplifted to heaven, shed tears when he related the death of the good Anabaptist, James, and of Pangloss; after which she thus related her adventures to Candide, who lost not one syllable she uttered, and seemed to devour her with his eyes all the time she was speaking.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII. &Ιστορία της Κυνεγόνδης&
CHAPTER 8 Cunegund's Story
Ήμουνα στο κρεββάτι μου και κοιμόμουνα βαθυά, όταν ευδόκησεν ο ουρανός να στείλη τους Βουλγάρους στον ωραίο μας πύργο του Τούντερ- τεν-τρονκ. Σφάξανε τον πατέρα μου και τον αδελφό μου και κάμανε τη μητέρα μου κομματάκια.
I was in bed, and fast asleep, when it pleased Heaven to send the Bulgarians to our delightful castle of Thunder-ten-tronckh, where they murdered my father and brother, and cut my mother in pieces.
Ένας ψηλός βούλγαρος έξη ποδιών, βλέποντας, πως σ ' αυτό το θέαμα έχασα τις αισθήσεις μου, άρχισε να με βιάζη. Αυτό με συνέφερε, ανάλαβα τις αισθήσεις μου, πάλαιψα, δάγκασα, γρατσούνισα, ήθελα να βγάλω τα μάτια αυτού του χοντροβούργαρου, μη ξέροντας, πως ό,τι συνέβαινε μέσα στον πύργο του πατέρα ήταν ένα πράγμα συνειθισμένο. Ο αγριάθρωπος μούδωσε μια μαχαιριά στο αριστερό μέρος της κοιλιάς, που έχω ακόμη το σημάδι. — Αλλοίμονο !
A tall Bulgarian soldier, six feet high, perceiving that I had fainted away at this sight, attempted to ravish me; the operation brought me to my senses. I cried, I struggled, I bit, I scratched, I would have torn the tall Bulgarian's eyes out, not knowing that what had happened at my father's castle was a customary thing. The brutal soldier, enraged at my resistance, gave me a wound in my left leg with his hanger, the mark of which I still carry."
Ελπίζω να το ιδώ, είπεν ο απλοϊκός Αγαθούλης,
"Methinks I long to see it," said Candide, with all imaginable simplicity.
— Θα το ιδήτε, είπεν η Κυνεγόνδη.
"You shall," said Cunegund, "but let me proceed."
Αλλ ' ας εξακολουθήσομε. — Εξακολουθήστε, είπε ο Αγαθούλης. Ξαναπήρε το νήμα της διήγησής της. — Τότες ένας Βούλγαρος αξιωματικός μπαίνει.
"Pray do," replied Candide.
She continued.
Ο αξιωματικός θυμώνει για την έλλειψη σεβασμού, που τούδειχνε αυτός ο χτηνώδης στρατιώτης και τον σκοτώνει απάνω μου. Ύστερα βάζει να μ ' επιδέσουν και με φέρνει αιχμάλωτο στη σκηνή του. Εκεί έπλενα τα λίγα πουκάμισα, που είχε, του μαγείρευα· μ ' εύρισκε πολύ νόστιμη, πρέπει να το ομολογήσω, και δε θ ' αρνηθώ, πως ήτανε κι ' αυτός πολύ καλοφκιασμένος κ ' είχε το δέρμα λευκό κ ' απαλό.
"A Bulgarian captain came in, and saw me weltering in my blood, and the soldier still as busy as if no one had been present. The officer, enraged at the fellow's want of respect to him, killed him with one stroke of his sabre as he lay upon me. This captain took care of me, had me cured, and carried me as a prisoner of war to his quarters.
Αλλ ' έξω απ ' αυτά, λίγο πνεύμα, λίγη φιλοσοφία. Φαινότανε καλά, πως δεν είχε μορφωθή από τον δόχτορα Παγγλώση, Στο τέλος των τριών μηνών, αφού έχασε τα χρήματά του κι ' αφού με χόρτασε, με πούλησε σ ' έναν Εβραίο ονομαζόμενο δον Ισσάχαρ, που εμπορευότανε στην Ολλανδία και στην Πορτογαλλία και που αγαπούσε με πάθος τις γυναίκες.
I washed what little linen he possessed, and cooked his victuals: he was very fond of me, that was certain; neither can I deny that he was well made, and had a soft, white skin, but he was very stupid, and knew nothing of philosophy: it might plainly be perceived that he had not been educated under Dr. Pangloss.
Αυτός ο Εβραίος αφοσιώθηκε πολύ σε μένα, αλλά δεν κατώρθωσε να με νικήση.
In three months, having gambled away all his money, and having grown tired of me, he sold me to a Jew, named Don Issachar, who traded in Holland and Portugal, and was passionately fond of women.
This Jew showed me great kindness, in hopes of gaining my favors; but he never could prevail on me to yield. A modest woman may be once ravished; but her virtue is greatly strengthened thereby.
In order to make sure of me, he brought me to this country house you now see.
Πίστευα ως τώρα, πως δεν υπήρχε τίποτε στη γη τόσο ωραίο σαν τον πύργο του Τούντερ-τεν-τρονκ: είχα απατηθεί. Ο μέγας Ιεροξεταστής με παρατήρησε μια μέρα στη λειτουργία.
I had hitherto believed that nothing could equal the beauty of the castle of Thunder-ten-tronckh; but I found I was mistaken.
Με κύτταξε πολύ με τα γυαλιά του και μου παράγγειλε, πως είχε να μου μιλήση για πολύ μυστικές υποθέσεις. Με ωδήγησε στο παλάτι του· του είπα την καταγωγή μου μού παράστησε, πόσο ήτανε κατώτερο της τάξης μου ν ' ανήκω σ ' έναν Ισραηλίτη.
"The Grand Inquisitor saw me one day at Mass, ogled me all the time of service, and when it was over, sent to let me know he wanted to speak with me about some private business.
I was conducted to his palace, where I told him all my story; he represented to me how much it was beneath a person of my birth to belong to a circumcised Israelite.
Ο Ιερεξεταστής τον απείλησε μ ' ένα άουτο-ντα-φε. Τέλος ο Εβραίος μου φοβισμένος έκλεισε μια συμφωνία κατά την οποία το σπίτι κ ' εγώ θ ' ανήκαμε και στους δυο από κοινού.
He caused a proposal to be made to Don Issachar, that he should resign me to His Lordship. Don Issachar, being the court banker and a man of credit, was not easy to be prevailed upon.
Ο Εβραίος θάχε για τον εαυτό του τις Δευτέρες, τις Τετάρτες και τα Σάββατα και ο Ιερεξεταστής τις άλλες μέρες της βδομάδας.
His Lordship threatened him with an auto-da-fe; in short, my Jew was frightened into a compromise, and it was agreed between them, that the house and myself should belong to both in common; that the Jew should have Monday, Wednesday, and the Sabbath to himself; and the Inquisitor the other four days of the week.
This agreement has subsisted almost six months; but not without several contests, whether the space from Saturday night to Sunday morning belonged to the old or the new law.
For my part, I have hitherto withstood them both, and truly I believe this is the very reason why they are both so fond of me.
Τέλος για ν ' απομακρύνουν τη συφορά των σεισμών και για να φοβίσουν τον δον Ισσάχαρ, ευαρεστήθηκε ο σεβασμιώτατος Ιεροξεταστής να τελέση ένα άουτο-ντα-φε.
"At length to turn aside the scourge of earthquakes, and to intimidate Don Issachar, My Lord Inquisitor was pleased to celebrate an auto-da-fe.
Μου έκαμε την τιμή να με καλέση. Με βάλανε σε πολύ καλή θέση. Προσφέρανε στις κυρίες αναψυχτικά μεταξύ της λειτουργίας και της εκτέλεσης.
He did me the honor to invite me to the ceremony. I had a very good seat; and refreshments of all kinds were offered the ladies between Mass and the execution.
Μ ' έπιασε, αληθινά, φρίκη βλέποντας να καίνε αυτούς τους δυο Ιουδαίους κι ' αυτό το χρηστό Βισκαϊανό, πούχε παντρεφτή τη νουνά του. Αλλά ποια ήταν η έκπληξή μου, ο τρόμος μου, η ταραχή μου, σαν είδα μέσα σ ' ένα κίτρινο ράσο και κάτου από μια μίτρα κάποιον, που έμοιαζε του Παγγλώσση. Έτριβα τα μάτια μου, έβλεπα προσεχτικά, είδα να τον κρεμούν· έπεσα λιπόθυμη.
I was dreadfully shocked at the burning of the two Jews, and the honest Biscayan who married his godmother; but how great was my surprise, my consternation, and concern, when I beheld a figure so like Pangloss, dressed in a sanbenito and mitre!
Μόλις συνήρθα, είδα εσάς γυμνωμένον τσιτσίδι. Αυτό ήτανε το αποκορύφωμα της φρίκης, του τρόμου, του πόνου της απελπισίας. Θα σας πω αληθινά, πως το δέρμα σας είναι πολύ πιο λευκό και πιο ρόδινο από του βουλγάρου αξιωματικού.
I rubbed my eyes, I looked at him attentively. I saw him hanged, and I fainted away: scarce had I recovered my senses, when I saw you stripped of clothing; this was the height of horror, grief, and despair.
Αυτή η θέα διπλασίασε όλα τα αισθήματα, που με καταπιέζανε, που με κατατρώγαν. Φώναξα, θέλησα να πω: Σταθήτε, βάρβαροι !
I must confess to you for a truth, that your skin is whiter and more blooming than that of the Bulgarian captain. This spectacle worked me up to a pitch of distraction.
Μα η φωνή μου πνίγηκε και τα λόγια μου θάταν ανώφελα.
I screamed out, and would have said, 'Hold, barbarians!' but my voice failed me; and indeed my cries would have signified nothing.
Αφού σας μαστιγώσανε καλά: πως συμβαίνει, έλεγα, ο αγαπητός Αγαθούλης κι ' ο σοφός Παγγλώσσης να βρίσκονται στη Λισσαβώνα, ο ένας για να φάγη εκατό καμουτσικιές κι ' ο άλλος να κρεμαστή κατά διαταγή του σεβασμιώτατου Ιεροξεταστή, του οποίου είμαι η ερωμένη;
After you had been severely whipped, I said to myself, 'How is it possible that the lovely Candide and the sage Pangloss should be at Lisbon, the one to receive a hundred lashes, and the other to be hanged by order of My Lord Inquisitor, of whom I am so great a favorite?
Pangloss deceived me most cruelly, in saying that everything is for the best.'
Ταραγμένη, τρομαγμένη, άλλοτες έξω φρενών κι ' άλλοτε έτοιμη να πεθάνω από αδυναμία, είχα το κεφάλι μου γεμάτο από τη σφαγή του πατέρα μου, της μητέρας μου, του αδερφού μου, γεμάτο από το θράσος του βούλγαρου παλιοστρατιώτη, από τη μαχαιριά, που μούδωσε, από τη σκλαβιά μου, από το επάγγελμά μου της μαγείρισσας, από τον Βούλγαρο αξιωματικό μου, από τον άθλιό μου δον Ισσάχαρ, από το σιχαμερό μου Ιεροξεταστή, από το κρέμασμα του δόχτορα Παγγλώσση, από το μεγάλο αυτό miswerer το μουρμουριστό ενώ σας μαστιγώνανε, και προ πάντων από το φιλί, που σας έδωσα πίσω από το παραβάν την ημέρα, που σας είχα δει για τελευταία φορά. Δόξασα το θεό, που σας ξανάφερνε σε μένα ύστερ ' από τόσες δοκιμασίες.
"Thus agitated and perplexed, now distracted and lost, now half dead with grief, I revolved in my mind the murder of my father, mother, and brother, committed before my eyes; the insolence of the rascally Bulgarian soldier; the wound he gave me in the groin; my servitude; my being a cook-wench to my Bulgarian captain; my subjection to the hateful Jew, and my cruel Inquisitor; the hanging of Doctor Pangloss; the Miserere sung while you were being whipped; and particularly the kiss I gave you behind the screen, the last day I ever beheld you.
I returned thanks to God for having brought you to the place where I was, after so many trials. I charged the old woman who attends me to bring you hither as soon as was convenient.
She has punctually executed my orders, and I now enjoy the inexpressible satisfaction of seeing you, hearing you, and speaking to you.
Να τους λοιπόν καθισμένοι οι δυο τους στο τραπέζι. !
But you must certainly be half-dead with hunger; I myself have a great inclination to eat, and so let us sit down to supper."
Upon this the two lovers immediately placed themselves at table, and, after having supped, they returned to seat themselves again on the magnificent sofa already mentioned, where they were in amorous dalliance, when Senor Don Issachar, one of the masters of the house, entered unexpectedly; it was the Sabbath day, and he came to enjoy his privilege, and sigh forth his passion at the feet of the fair Cunegund.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX.
CHAPTER 9
&Τι συνέβη στην Κυνεγόνδη, στον Αγαθούλη, στο μέγαν Ιεροξεταστή και στον Εβραίο.&
What Happened to Cunegund, Candide, the Grand Inquisitor, and the Jew
This same Issachar was the most choleric little Hebrew that had ever been in Israel since the captivity of Babylon.
— Πώς ! είπε· σκύλλε Γαλιλαίε, δε μας φτάνει ο Κύριος Ιεροξεταστής; Πρέπει κι ' αυτός ο κανάγιας να κάμνη μαζί μου μοιρασά;
"What," said he, "thou Galilean slut? The Inquisitor was not enough for thee, but this rascal must come in for a share with me?"
Λέγοντας τούτα τραβά ένα μακρύ μαχαίρι, που τόχε πάντα μαζί του και νομίζοντας, πως ο αντίπαλος του ήταν άοπλος, ρίχνεται πάνω του. Αλλ ' ο αγαθός μας Βεστφαλιανός είχε πάρει ένα ωραίο σπαθί από τη γριά μαζί με το κοστούμι. Τραβάει το σπαθί του, αν και ήταν άνθρωπος μαλακός, και σου ξαπλώνει τον Ισραηλίτη ξερόν πάνω στις πλάκες, στα πόδια της ωραίας Κυνεγόνδης.
In uttering these words, he drew out a long poniard, which he always carried about him, and never dreaming that his adversary had any arms, he attacked him most furiously; but our honest Westphalian had received from the old woman a handsome sword with the suit of clothes. Candide drew his rapier, and though he was very gentle and sweet-tempered, he laid the Israelite dead on the floor at the fair Cunegund's feet.
— Παναγία Παρθένε ! φώναξεν εκείνη, τι θα κάνομε τώρα; Ένας άνθρωπος σκοτωμένος σπίτι μου ! Αν η δικαιοσύνη έρθη, ήμαστε χαμένοι.
"Holy Virgin!" cried she, "what will become of us? A man killed in my apartment! If the peace-officers come, we are undone."
— Εάν δεν είχαν κρεμάσει τον Παγγλώσση, είπεν ο Αγαθούλης, θα μας έδινε καλή συμβουλή σ ' αυτή μας την απόγνωση, γιατί τανε μέγας φιλόσοφος. Τώρα που λείπει, ας συμβουλευτούμε τη γριά.
"Had not Pangloss been hanged," replied Candide, "he would have given us most excellent advice, in this emergency; for he was a profound philosopher. But, since he is not here, let us consult the old woman."
She was very sensible, and was beginning to give her advice, when another door opened on a sudden.
It was now one o'clock in the morning, and of course the beginning of Sunday, which, by agreement, fell to the lot of My Lord Inquisitor.
Μπαίνει και βλέπει το μαστιγωμένον Αγαθούλη με το σπαθί στο χέρι, έναν σκοτωμένον χάμου, τη Κυνεγόνδη ξώφρενη και τη γριά δίνοντας συμβουλές.
Entering he discovered the flagellated Candide with his drawn sword in his hand, a dead body stretched on the floor, Cunegund frightened out of her wits, and the old woman giving advice.
At that very moment, a sudden thought came into Candide's head. "If this holy man," thought he, "should call assistance, I shall most undoubtedly be consigned to the flames, and Miss Cunegund may perhaps meet with no better treatment: besides, he was the cause of my being so cruelly whipped; he is my rival; and as I have now begun to dip my hands in blood, I will kill away, for there is no time to hesitate."
This whole train of reasoning was clear and instantaneous; so that, without giving time to the Inquisitor to recover from his surprise, he ran him through the body, and laid him by the side of the Jew.
"Here's another fine piece of work!" cried Cunegund. "Now there can be no mercy for us, we are excommunicated; our last hour is come.
Πώς έγινε σεις, που γεννηθήκατε τόσο ήμερος να σκοτώνετε σε δυο λεφτά έναν Εβραίο κι ' έναν επίσκοπο !
But how could you, who are of so mild a temper, despatch a Jew and an Inquisitor in two minutes' time?"
— Ωραία μου Κυνεγόνδη, απάντησεν ο Αγαθούλης, όταν κανείς είναι ερωτευμένος, ζηλιάρης και μαστιγωμένος από τα ιεροδικεία, δε γνωρίζει πια τον εαυτό του !
"Beautiful maiden," answered Candide, "when a man is in love, is jealous, and has been flogged by the Inquisition, he becomes lost to all reflection."
Τότες η γριά έλαβε το λόγο και είπε: Υπάρχουν τρία ανδαλούσια άλογα στο σταύλο με τις σέλλες τους και τα χάμουρά τους. Ο γενναίος Αγαθούλης ας τα ετοιμάση· η κυρία έχει χρυσαφικά και διαμάντια, ας ανεβούμε γρήγορα στ ' άλογα, αν και δε μπορώ να κάτσω παρά στο ένα κωλομέρι, κι ' ας το δίνομε για τα Γάδειρα.
The old woman then put in her word: "There are three Andalusian horses in the stable, with as many bridles and saddles; let the brave Candide get them ready. Madam has a parcel of moidores and jewels, let us mount immediately, though I have lost one buttock; let us set out for Cadiz; it is the finest weather in the world, and there is great pleasure in traveling in the cool of the night."
Κάμνει τον ωραιότερο καιρό του κόσμου κ ' είναι πολύ ευχάριστο να ταξιδεύη κανείς με τη νυχτερινή δροσιά. Ευθύς ο Αγαθούλης σελλώνει τα τρία άλογα.
Candide, without any further hesitation, saddled the three horses; and Miss Cunegund, the old woman, and he, set out, and traveled thirty miles without once halting.
While they were making the best of their way, the Holy Brotherhood entered the house. My Lord, the Inquisitor, was interred in a magnificent manner, and Master Issachar's body was thrown upon a dunghill.
Candide, Cunegund, and the old woman, had by this time reached the little town of Avacena, in the midst of the mountains of Sierra Morena, and were engaged in the following conversation in an inn, where they had taken up their quarters.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ.
CHAPTER 10
&Σε τι άθλια χάλια ο Αγαθούλης, η Κυνεγόνδη κ ' η γριά φτάνουνε στα Γάδειρα και πως μπαρκαρίζονται.&
In What Distress Candide, Cunegund, and the Old Woman Arrive at Cadiz, and Of Their Embarkation
Who could it be that has robbed me of my moidores and jewels?" exclaimed Miss Cunegund, all bathed in tears. "How shall we live? What shall we do? Where shall I find Inquisitors and Jews who can give me more?"
— Αλοίμονο ! είπεν η γριά, υποψιάζομαι έναν αιδεσιμώτατον πατέρα κορδελιέρο, που κοιμήθηκε ψες στο ίδιο ξενοδοχείο μαζί μας στο Μπανταγιός. Ο θεός φυλάξοι να κάμω κρίση άδικη !
"Alas!" said the old woman, "I have a shrewd suspicion of a reverend Franciscan father, who lay last night in the same inn with us at Badajoz. God forbid I should condemn any one wrongfully, but he came into our room twice, and he set off in the morning long before us."
Όμως μπήκε δυο φορές στο δωμάτιό μας κ ' έφυγε πολύ προτήτερα από μας. — Αλλίμονο ! είπεν ο Αγαθούλης. Ο καλός Παγγλώσσης μου είχε συχνά αποδείξει, πως τα αγαθά της γης είναι κοινά σ ' όλους τους άνθρωπους και πώς όλοι έχουν σ ' αυτά ίσα δικαιώματα. Αυτός ο κορδελιέρος θα έπρεπε, σύμφωνα μ ' αυτή τη θεωρία, να μας αφήση με τι ν ' αποτελειώσουμε το ταξίδι μας.
"Alas!" said Candide, "Pangloss has often demonstrated to me that the goods of this world are common to all men, and that everyone has an equal right to the enjoyment of them; but, not withstanding, according to these principles, the Franciscan ought to have left us enough to carry us to the end of our journey.
Δε σας απομένει λοιπόν τίποτες, ωραία Κυνεγόνδη;
Have you nothing at all left, my dear Miss Cunegund?"
— Ούτε ένα μαραβεντί (3) είπεν αυτή.
"Not a maravedi," replied she.
— Τι ν ' αποφασίσουμε; είπεν ο Αγαθούλης.
"What is to be done then?" said Candide.
"Sell one of the horses," replied the old woman. "I will get up behind Miss Cunegund, though I have only one buttock to ride on, and we shall reach Cadiz."
In the same inn there was a Benedictine friar, who bought the horse very cheap.
Ο Αγαθούλης, η Κυνεγόνδη κ ' η γριά πέρασαν από τη Λουκένα, τη Χίλλα, τη Λεμπρίξα και φτάσανε τέλος στα Γάδειρα. Εκεί ετοίμαζαν ένα στόλο και μαζεύανε στρατό για να τιμωρήσουν τους αιδεσιμώτατους Ιησουίτες πατέρες της Παραγουάης, γιατί κάπιο τάγμα τους κίνησε επανάσταση εναντίο των βασιλέων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας κοντά στη πόλη της Αγίας Μετάληψης.
Candide, Cunegund, and the old woman, after passing through Lucina, Chellas, and Letrixa, arrived at length at Cadiz. A fleet was then getting ready, and troops were assembling in order to induce the reverend fathers, Jesuits of Paraguay, who were accused of having excited one of the Indian tribes in the neighborhood of the town of the Holy Sacrament, to revolt against the Kings of Spain and Portugal.
Ο Αγαθούλης, επειδή είχε υπηρετήσει στο βουλγαρικό στρατό, έκαμε τα βουλγαρικά γυμνάσια μπροστά στο στρατηγό του μικρού στρατού με τόση χάρη, σβελτωσύνη, δεξιότητα, περηφάνεια και λυγεράδα, που του δώσανε να διευθύνη ένα σώμα πεζικού. Να τονε λοιπόν αξιωματικό !
Candide, having been in the Bulgarian service, performed the military exercise of that nation before the general of this little army with so intrepid an air, and with such agility and expedition, that he received the command of a company of foot.
Μπαρκαρίζεται με τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, τη γριά, δυο υπηρέτες και τα δυο ανδαλούσια άλογα, που ανήκαν άλλοτες στον κύριο μέγαν Ιεροξεταστή της Πορτογαλλίας.
Being now made a captain, he embarked with Miss Cunegund, the old woman, two valets, and the two Andalusian horses, which had belonged to the Grand Inquisitor of Portugal.
Σ ' όλο το ταξίδι μιλήσανε πολύ για τη φιλοσοφία του άτυχου Παγγλώσση.
During their voyage they amused themselves with many profound reasonings on poor Pangloss's philosophy.
— Πηγαίνομε σ ' άλλον κόσμο, έλεγεν ο Αγαθούλης: σ ' αυτόν, χωρίς αμφιβολία, όλα θάναι άριστα, γιατί πρέπει να ομολογήσομε, πως μπορεί κανείς να κλαίη λιγάκι με ό,τι γίνεται στο δικό μας από άποψη φυσική και ηθική.
"We are now going into another world, and surely it must be there that everything is for the best; for I must confess that we have had some little reason to complain of what passes in ours, both as to the physical and moral part.
— Σας αγαπώ μ ' όλη μου την καρδιά, έλεγε η Κυνεγόνδη· μα έχω ακόμα την ψυχή μου κατατρομαγμένη από ό,τι είδα κι ' από ό,τι έπαθα.
Though I have a sincere love for you," said Miss Cunegund, "yet I still shudder at the reflection of what I have seen and experienced."
"All will be well," replied Candide, "the sea of this new world is already better than our European seas: it is smoother, and the winds blow more regularly."
"God grant it," said Cunegund, "but I have met with such terrible treatment in this world that I have almost lost all hopes of a better one."
— Παραπονιέστε, τους είπε η γρηά· αλοίμονο ! δεν επάθατε συφορές σαν τις δικές μου.
"What murmuring and complaining is here indeed!" cried the old woman. "If you had suffered half what I have, there might be some reason for it."
Miss Cunegund could scarce refrain from laughing at the good old woman, and thought it droll enough to pretend to a greater share of misfortunes than her own.
— Αλοίμονο ! της είπε· αν δεν έχετε βιασθή από δυο βουλγάρους, αν δεν ελάβατε δυο μαχαιριές στην κοιλιά, αν δε σας χαλάσανε δυο πύργους σας, αν δε σφάξανε μπροστά στα μάτια σας δυο πατέρες, δυο μητέρες κι ' αν δεν είδατε δυο εραστές σας μαστιγωμένους σ ' ένα άουτο-ντα-φε, δε βλέπω πώς θα μπορούσατε να με υπερβήτε. Προσθέστε, πως γεννήθηκα βαρώνη με εβδομηνταδυό γενεές κι ' ότι κατάντησα μαγέρισσα. — Δεσποινίς, απάντησε η γριά. Δεν ξέρετε την καταγωγή μου.
"Alas! my good dame," said she, "unless you had been ravished by two Bulgarians, had received two deep wounds in your belly, had seen two of your own castles demolished, had lost two fathers, and two mothers, and seen both of them barbarously murdered before your eyes, and to sum up all, had two lovers whipped at an auto-da-fe, I cannot see how you could be more unfortunate than I. Add to this, though born a baroness, and bearing seventy-two quarterings, I have been reduced to the station of a cook-wench."
Κι ' αν σας έδειχνα τον πισινό μου, δε θα μιλούσατε, όπως μιλήσατε και θα σταματούσατε στην κρίση σας.
"Miss," replied the old woman, "you do not know my family as yet; but if I were to show you my posteriors, you would not talk in this manner, but suspend your judgment."
Αυτά τα λόγια προκάλεσαν υπερβολική περιέργεια στο πνεύμα της Κυνεγόνδης και του Αγαθούλη. Η γριά τους μίλησε ως εξής.
This speech raised a high curiosity in Candide and Cunegund; and the old woman continued as follows.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI.
CHAPTER 11
&Ιστορία της Γριάς& Δεν είχα πάντα τα μάτια θαμπά και κόκκινα ολογύρω.
The History of the Old Woman
I have not always been blear-eyed. My nose did not always touch my chin; nor was I always a servant. You must know that I am the daughter of Pope Urban X, and of the Princess of Palestrina.
Μ ' ανάθρεψαν ως τα δεκατέσσερά μου χρόνια μέσα σ ' ένα παλάτι, που μπροστά του όλοι οι πύργοι των Γερμανών βαρώνων σας δε θα μπορούσανε να χρησιμέψουν ούτε για σταύλοι.
To the age of fourteen I was brought up in a castle, compared with which all the castles of the German barons would not have been fit for stabling, and one of my robes would have bought half the province of Westphalia.
Κ ' ένα μου μονάχα φουστάνι κόστιζε περισσότερο απ ' όλα τα πλούτη της Βεστφαλίας. Μεγάλωνα σε ομορφιά, χάρες, ταλέντα μέσα σε απολαύσεις, σεβασμούς κ ' ελπίδες.
I grew up, and improved in beauty, wit, and every graceful accomplishment; and in the midst of pleasures, homage, and the highest expectations. I already began to inspire the men with love. My breast began to take its right form, and such a breast! white, firm, and formed like that of the Venus de' Medici; my eyebrows were as black as jet, and as for my eyes, they darted flames and eclipsed the luster of the stars, as I was told by the poets of our part of the world.
Άρχισα να εμπνέω έρωτα. Το στήθος μου έδενε· και τι στήθος ! Λευκό, στερεό, φκιασμένο σαν της Αφροδίτης των Μεδίκων.
My maids, when they dressed and undressed me, used to fall into an ecstasy in viewing me before and behind; and all the men longed to be in their places.
Και τι μάτια! τι βλέφαρα! τι τσίνορα μαύρα! Τι φλόγες καίγανε μέσα στις κόρες των ματιών μου και σβήνανε την αχτιδοβολιά των άστρων, όπως μου λέγαν οι ποιητές του τόπου.
"I was contracted in marriage to a sovereign prince of Massa Carrara.
Such a prince! as handsome as myself, sweet-tempered, agreeable, witty, and in love with me over head and ears. I loved him, too, as our sex generally do for the first time, with rapture, transport, and idolatry.
Τον αγαπούσα, όπως αγαπούν για πρώτη φορά, ειδωλολατρικά, παράφορα, Οι γάμοι μας ετοιμαστήκαν· ήτανε μια τελετή, μια μεγαλοπρέπεια ανάκουστη· γιορτές αμαξάδες, όπερες-μπούφφες αδιάκοπες. Κι ' όλη η Ιταλία μου έκαμε σοννέτα, που κανένα δεν ήτανε της προκοπής.
The nuptials were prepared with surprising pomp and magnificence; the ceremony was attended with feasts, carousals, and burlesques: all Italy composed sonnets in my praise, though not one of them was tolerable.
Άγγιζα τη στιγμή της ευδαιμονίας μου, όταν μια γριά μαρκησία, που ήτανε πρώτα ερωμένη του πρίγκηπά μου, τον προσκάλεσε σπίτι της να του προσφέρη σοκολάτα· πέθανε σε λιγώτερο από δυο ώρες με τρομαχτικούς σπασμούς. Αλλά τούτο είναι μηδαμινό.
"I was on the point of reaching the summit of bliss, when an old marchioness, who had been mistress to the Prince, my husband, invited him to drink chocolate. In less than two hours after he returned from the visit, he died of most terrible convulsions. "But this is a mere trifle.
My mother, distracted to the highest degree, and yet less afflicted than I, determined to absent herself for some time from so fatal a place.
Είχε κάπιο πολύ ωραίο χτήμα κοντά στη Γαέτα. Μπαρκαριστήκαμε σε μια ντόπια γαλέρα, κατάχρυση σαν την Άγια Τράπεζα του Άγιου Πέτρου της Ρώμης.
As she had a very fine estate in the neighborhood of Gaeta, we embarked on board a galley, which was gilded like the high altar of St. Peter's, at Rome.
Και να ένας κορσάρος από τη Σάλη χύνεται απάνω μας και μας διπλαρώνει· οι στρατιώτες μας αμυνθήκανε, σαν στρατιώτες του πάπα: γονάτισαν όλοι τους κλαίοντας και ζητώντας από τον κουρσάρο άφεση αμαρτιών, που δίνεται στους πεθαμένους. Αμέσως τους γδύσανε τσιτσίδι σαν μαϊμούδες, καθώς και τη μητέρα μου, τις κυρίες της τιμής και μένα.
In our passage we were boarded by a Sallee rover. Our men defended themselves like true Pope's soldiers; they flung themselves upon their knees, laid down their arms, and begged the corsair to give them absolution in articulo mortis.
"The Moors presently stripped us as bare as ever we were born. My mother, my maids of honor, and myself, were served all in the same manner.
It is amazing how quick these gentry are at undressing people. But what surprised me most was, that they made a rude sort of surgical examination of parts of the body which are sacred to the functions of nature.
I thought it a very strange kind of ceremony; for thus we are generally apt to judge of things when we have not seen the world.
Είναι έθιμο καθιερωμένο από αμνημονεύτων χρόνων μεταξύ των πολιτισμένων λαών, που διαπλέουν τις θάλασσες. Έμαθα, πως οι κύριοι καλόγεροι ιππότες της Μάλτας δεν το παραλείπουν ποτέ, όταν πιάνουνε Τούρκους και Τούρκισσες: είναι νόμος του διεθνούς δικαίου, που δεν παραβαίνεται ποτές.
I afterwards learned that it was to discover if we had any diamonds concealed. This practice had been established since time immemorial among those civilized nations that scour the seas. I was informed that the religious Knights of Malta never fail to make this search whenever any Moors of either sex fall into their hands. It is a part of the law of nations, from which they never deviate.
Δε θα σας πω, πόσο είναι σκληρό για μια νέα πριγκιπέσσα να τη φέρνουνε σκλάβα στο Μαρόκο μαζί με τη μητέρα της: καταλαβαίνετε καλά, τι τραβήξαμε μέσα στο μαροκινό καράβι !
"I need not tell you how great a hardship it was for a young princess and her mother to be made slaves and carried to Morocco. You may easily imagine what we must have suffered on board a corsair.
Η μητέρα μου ήτανε ακόμη αρκετά όμορφη: οι κυρίες της τιμής, οι καμαριέρες μας είχαν περισσότερα θέλγητρα απ ' όσα μπορεί κανείς να βρη σ ' όλη την Αφρική: όσο για μένα ήμουνα θαμπωτική, ήμουνα η ίδια ομορφιά, η ίδια χάρη κ ' ήμουνα κορίτσι. Δεν έμεινα για πολύ. Αυτό το άνθος, που ήτανε φυλαγμένο για τον ωραίο πρίγκιπα της Μάσσα-Καρράρας, μου πάρθηκε από τον κουρσάρο καπετάνιο. Ήταν ένας απαίσιος νέγρος, που πίστευε μάλιστα, πως μου κάμνει μεγάλη τιμή.
My mother was still extremely handsome, our maids of honor, and even our common waiting-women, had more charms than were to be found in all Africa. "As to myself, I was enchanting; I was beauty itself, and then I had my virginity. But, alas! I did not retain it long; this precious flower, which had been reserved for the lovely Prince of Massa Carrara, was cropped by the captain of the Moorish vessel, who was a hideous Negro, and thought he did me infinite honor.
Indeed, both the Princess of Palestrina and myself must have had very strong constitutions to undergo all the hardships and violences we suffered before our arrival at Morocco. But I will not detain you any longer with such common things; they are hardly worth mentioning.
"Upon our arrival at Morocco we found that kingdom deluged with blood. Fifty sons of the Emperor Muley Ishmael were each at the head of a party. This produced fifty civil wars of blacks against blacks, of tawnies against tawnies, and of mulattoes against mulattoes. In short, the whole empire was one continued scene of carnage.
Μόλις ξεμπαρκαριστήκαμε, δυο μαύροι μιας φατρίας εχθρικής με τον κορσάρο μας παρουσιαστήκανε να του πάρουν τη λεία του.
"No sooner were we landed than a party of blacks, of a contrary faction to that of my captain, came to rob him of his booty.
Είμεθα μετά τα διαμάντια και το χρυσάφι ό,τι είχε πολυτιμότερο. Βρέθηκα μάρτυρας σε μια μάχη, που παρόμοια δεν έχετε στα δικά σας κλίματα της Ευρώπης. Οι βόρειοι λαοί δεν έχουν το αίμα τόσο αψύ. Δεν έχουν τη λύσσα για τις γυναίκες, που είναι κοινή σ ' όλη την Αφρική. Θαρρείς, πως οι Ευρωπαίοι σας έχουν γάλα στις φλέβες τους· βιτριόλι, φλόγα τρέχει στις φλέβες των κατοίκων του Άτλαντος και των γειτονικών μερών.
Next to the money and jewels, we were the most valuable things he had. I witnessed on this occasion such a battle as you never beheld in your cold European climates. The northern nations have not that fermentation in their blood, nor that raging lust for women that is so common in Africa. The natives of Europe seem to have their veins filled with milk only; but fire and vitriol circulate in those of the inhabitants of Mount Atlas and the neighboring provinces.
Πολεμήσανε με τη μανία των λιονταριών, των τίγρηδων, των φειδιών της χώρας τους, για το ποιος θα μας πάρη.
They fought with the fury of the lions, tigers, and serpents of their country, to decide who should have us.
Ένας Μαύρος άρπαξε τη μητέρα μου από το δεξί μπράτσο· ο υπολοχαγός του καπετάνιου μου την κρατούσε από το αριστερό· ένας μαύρος στρατιώτης την έπιασε από τόνα πόδι, ένας από τους κουρσάρους την κρατούσε από τ ' άλλο. Όλες μας οι κοπέλλες βρεθήκανε σε μια στιγμή να τραβιόνται από τέσσερις νομάτους. Ο καπετάνιος μου μ ' έκρυβε από πίσω του.
A Moor seized my mother by the right arm, while my captain's lieutenant held her by the left; another Moor laid hold of her by the right leg, and one of our corsairs held her by the other. In this manner almost all of our women were dragged by four soldiers.
Κρατούσε το λάζο στο χέρι και σκότωνε όποιον αντιστεκότανε στη λύσσα του. Τέλος είδα όλες μας τις Ιταλίδες και τη μητέρα μου σκισμένες, σφαγμένες από τα τέρατα, που τις διαμφισβητούσαν. Οι σκλάβοι, οι σύντροφοί μου, οι κουρσάροι μας, στρατιώτες, ναύτες, μαύροι μελαχροινοί, άσπροι, μιγάδες και τέλος ο καπετάνιος μου, όλοι σκοτωθήκανε κ ' έμενα εγώ ξεψυχώντας απάνω σ ' ένα σωρό πτώματα.
"My captain kept me concealed behind him, and with his drawn scimitar cut down everyone who opposed him; at length I saw all our Italian women and my mother mangled and torn in pieces by the monsters who contended for them. The captives, my companions, the Moors who took us, the soldiers, the sailors, the blacks, the whites, the mulattoes, and lastly, my captain himself, were all slain, and I remained alone expiring upon a heap of dead bodies.
Similar barbarous scenes were transacted every day over the whole country, which is of three hundred leagues in extent, and yet they never missed the five stated times of prayer enjoined by their prophet Mahomet.
Με πολύν κόπο κατώρθωσα να βγω απ ' αυτό το πλήθος των ματωμένων πτωμάτων, που ήτανε σωρός, και σύρθηκα κάτου από μια πορτοκαλλιά στην όχθη ενός γειτονικού ρυακιού. Έπεσα κει από την τρομάρα την κούραση, τη φρίκη, την απελπισία, την πείνα.
"I disengaged myself with great difficulty from such a heap of corpses, and made a shift to crawl to a large orange tree that stood on the bank of a neighboring rivulet, where I fell down exhausted with fatigue, and overwhelmed with horror, despair, and hunger.
Σε λίγο οι καταβλημένες μου αισθήσεις παραδοθήκανε σ ' έναν ύπνο, που έμοιαζε περισσότερο με λιποθυμία παρά με ανάπαυση.
My senses being overpowered, I fell asleep, or rather seemed to be in a trance.
Ήμουνα σ ' αυτήν την κατάσταση αδυναμίας κ ' αναισθησίας και ανάμεσα ζωής και θανάτου, όταν ένοιωσα να με πλακώνει κάτι, που σάλευε απάνω στο σώμα μου. Άνοιξα τα μάτια κ ' είδα έναν άνθρωπον άσπρο, που αναστέναζε κ ' έλεγε ανάμεσα στα δόντια του. &Ω τι συφορά να μην έχης αρχ....&
Thus I lay in a state of weakness and insensibility between life and death, when I felt myself pressed by something that moved up and down upon my body. This brought me to myself. I opened my eyes, and saw a pretty fair-faced man, who sighed and muttered these words between his teeth, 'O che sciagura d'essere senza coglioni!"'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙ.
CHAPTER 12
&Συνέχεια της Ιστορίας της γριάς.&
The Adventures of the Old Woman Continued
Ξαφνισμένη και χαρούμενη, που άκουσα τη γλώσσα της πατρίδας μου κι ' όχι λιγώτερο απορώντας για τα λόγια, που μουρμούριζε αυτός ο άνθρωπος, του απάντησα, πως υπήρχανε μεγαλύτερες δυστυχίες απ ' αυτήν που παραπονιότανε.
Astonished and delighted to hear my native language, and no less surprised at the young man's words, I told him that there were far greater misfortunes in the world than what he complained of. And to convince him of it, I gave him a short history of the horrible disasters that had befallen me; and as soon as I had finished, fell into a swoon again.
Του εξήγησα σε λίγες λέξεις τις φρικαλεότητες, που είχα υποστή και ξανάπεσα λιπόθυμη. Μ ' έφερε σ ' ένα γειτονικό σπίτι, μ ' έβαλε στο κρεββάτι, μούδωσε να φάγω, με περιποιήθηκε, με παρηγόρησε, μου έκαμε διάφορες κολακείες και μούπε πως δεν είδε ποτές τίποτε τόσο ωραίο σαν κ ' εμένα και πως ποτέ δε λυπήθηκε τόσο, που έχασε αυτό, που κανείς δε μπορούσε να του το ξαναδώση.
"He carried me in his arms to a neighboring cottage, where he had me put to bed, procured me something to eat, waited on me with the greatest attention, comforted me, caressed me, told me that he had never seen anything so perfectly beautiful as myself, and that he had never so much regretted the loss of what no one could restore to him.
— Γεννήθηκα στη Νεάπολη, μου είπε. Εκεί μουνουχίζουν δυο ως τρεις χιλιάδες παιδιά το χρόνο· τα μισά πεθαίνουνε, τα μισά κάμνουν μια φωνή ωραιότερη από των γυναικών κ ' οι άλλοι γίνονται κυβερνήτες κρατών.
"'I was born at Naples,' said he, 'where they make eunuchs of thousands of children every year; some die of the operation; some acquire voices far beyond the most tuneful of your ladies; and others are sent to govern states and empires.
Μου κάμανε αυτή την εγχείρηση με πολύ μεγάλη επιτυχία κ' έγινα ψάλτης, στο εκκλησάκι της κυρίας πριγκιπέσσας του Παλεστρίνα.
I underwent this operation very successfully, and was one of the singers in the Princess of Palestrina's chapel.'
— Της μητέρας μου, έκραξα εγώ.
"'How,' cried I, 'in my mother's chapel!'
"'The Princess of Palestrina, your mother!' cried he, bursting into a flood of tears. 'Is it possible you should be the beautiful young princess whom I had the care of bringing up till she was six years old, and who at that tender age promised to be as fair as I now behold you?'
"'I am the same,' I replied. 'My mother lies about a hundred yards from here cut in pieces and buried under a heap of dead bodies.'
Του διηγήθηκα, τι μας συνέβη. Μου διηγήθηκε επίσης τις περιπέτειές του κ ' έμαθα, πως τον είχε στείλει στο σουλτάνο του Μαρόκου μια χριστιανική Δύναμη για να κλείση μ ' αυτόν το μονάρχη συνθήκη, με την οποίαν θα του προμηθεύανε μπαρούτι, κανόνια, καράβια κι ' αυτός θα βοηθούσε στο ξεπάτωμα του εμπορίου των άλλων χριστιανών.
"I then related to him all that had befallen me, and he in return acquainted me with all his adventures, and how he had been sent to the court of the King of Morocco by a Christian prince to conclude a treaty with that monarch; in consequence of which he was to be furnished with military stores, and ships to destroy the commerce of other Christian governments.
Η αποστολή μου τέλειωσε, είπε ο έντιμος ευνούχος, Θα μπαρκαριστώ στην Κιούτα και θα σας πάω πίσω στην Ιταλία. &Μα τι συφορά να μην έχης αρχίδ....&
"'I have executed my commission,' said the eunuch; 'I am going to take ship at Ceuta, and I'll take you along with me to Italy. Ma che sciagura d'essere senza coglioni!'
"I thanked him with tears of joy, but, not withstanding, instead of taking me with him to Italy, he carried me to Algiers, and sold me to the Dey of that province. I had not been long a slave when the plague, which had made the tour of Africa, Asia, and Europe, broke out at Algiers with redoubled fury.
You have seen an earthquake; but tell me, miss, have you ever had the plague?"
— Ποτές ! απάντησε η βαρωνέσσα.
"Never," answered the young Baroness.
— Αν την παθαίνατε, επανάλαβε η γριά, θα ομολογούσατε, πως είναι πολύ χειρότερη από ένα σεισμό. Είναι πολύ συνειθισμένη στην Αφρική· κόλλησα.
"If you had ever had it," continued the old woman, "you would own an earthquake was a trifle to it. It is very common in Africa; I was seized with it.
Φαντασθήτε, τι κατάρα για την κόρη ενός πάπα, δεκαπέντε χρονών, που σε τρείς μήνες δοκίμασε τη φτώχεια, τη σκλαβιά, εβιάστηκε σχεδόν κάθε μέρα, είδε την μητέρα της κομμένην στα τέσσερα, δοκίμασε την πείνα και τον πόλεμο και να πεθαίνη πανωλική στην Αφρική !
Figure to yourself the distressed condition of the daughter of a Pope, only fifteen years old, and who in less than three months had felt the miseries of poverty and slavery; had been debauched almost every day; had beheld her mother cut into four quarters; had experienced the scourges of famine and war; and was now dying of the plague at Algiers.
Ωστόσο δεν πέθανα· αλλ ' ο ευνούχος μου κι ' ο μπέης μου και σχεδόν όλο το σαράι πεθάνανε.
I did not, however, die of it; but my eunuch, and the Dey, and almost the whole seraglio of Algiers, were swept off.
Όταν οι πρώτες καταστροφές αυτής της φριχτής πανούκλας περάσανε, πουλήσανε τις σκλάβες του μπέη.
"As soon as the first fury of this dreadful pestilence was over, a sale was made of the Dey's slaves.
Ένας έμπορος μ ' αγόρασε και μ ' έφερε στο Τούνεζι. Με πούλησε σ ' έναν άλλον έμπορο, που με ξαναπούλησε στην Τρίπολη· από την Τρίπολη ξαναπουλήθηκα στην Αλεξάντρεια· από την Αλεξάντρεια στη Σμύρνη· από τη Σμύρνη στην Πόλη. Τέλος με πήρε ένας αγάς των γιανιτσάρων, που σε λίγο έλαβε διαταγή να πάη να βοηθήση το Αζόφ, που το πολιορκούσαν οι Ρούσσοι.
I was purchased by a merchant who carried me to Tunis. This man sold me to another merchant, who sold me again to another at Tripoli; from Tripoli I was sold to Alexandria, from Alexandria to Smyrna, and from Smyrna to Constantinople. After many changes, I at length became the property of an Aga of the Janissaries, who, soon after I came into his possession, was ordered away to the defense of Azoff, then besieged by the Russians.
Ο Αγάς, που ήταν άνθρωπος πολύ γαλάντης, πήρε μαζί του όλο το σαράι του και μας τοποθέτησε σ ' ένα μικρό φρούριο απάνω στη Μαιώτιδα λίμνη, που το φυλάγανε δυο μαύροι ευνούχοι και είκοσι στρατιώτες.
"The Aga, being very fond of women, took his whole seraglio with him, and lodged us in a small fort, with two black eunuchs and twenty soldiers for our guard.
Our army made a great slaughter among the Russians; but they soon returned us the compliment. Azoff was taken by storm, and the enemy spared neither age, sex, nor condition, but put all to the sword, and laid the city in ashes. Our little fort alone held out; they resolved to reduce us by famine.
Οι εχθροί θελήσανε να μας πιάσουν με την πείνα. Οι είκοσι γιανιτσάροι ωρκιστήκανε να μην παραδοθούνε ποτέ. Η έσχατη πείνα στην οποία καταντήσανε τους ανάγκασε να φάνε τους δυο ευνούχους μας από φόβο μην παραβιάσουν τον όρκο τους. Μετά είκοσι μέρες αποφασίσανε να φάνε τις γυναίκες. Είχαμε κάποιον ιμάμη πολύ ευσεβή και πολύ πονόψυχο, που τους έβγαλε έναν ωραίο λόγο, με τον οποίον τους έπεισε να μη μας σκοτώσουν ολότελα.
The twenty janissaries, who were left to defend it, had bound themselves by an oath never to surrender the place. Being reduced to the extremity of famine, they found themselves obliged to kill our two eunuchs, and eat them rather than violate their oath. But this horrible repast soon failing them, they next determined to devour the women.
Κόψτε, είπε μονάχα ένα κωλομέρι από κάθε κυρία, θα κάμετε πολύ καλό τσιμπούσι.
"We had a very pious and humane man, who gave them a most excellent sermon on this occasion, exhorting them not to kill us all at once.
Αν χρειαστή να ξανακάνετε το ίδιο, θάχετε ακόμα άλλα τόσα κωλομέρια σε λίγες μέρες. Ο ουρανός θα σας αναγνωρίση αυτή τη φιλάνθρωπη πράξη και θα σας βοηθήση.
'Cut off only one of the buttocks of each of those ladies,' said he, 'and you will fare extremely well; if you are under the necessity of having recourse to the same expedient again, you will find the like supply a few days hence. Heaven will approve of so charitable an action, and work your deliverance.'
"By the force of this eloquence he easily persuaded them, and all of us underwent the operation. The man applied the same balsam as they do to children after circumcision. We were all ready to give up the ghost.
Μόλις οι γιανιτσάροι είχαν τελειώσει το φαγί, που τους προμηθέψαμε, κ ' οι Ρούσσοι φτάνουν απάνω σε ανάβαθα καΐκια. Ούτε ένας γιανίτσαρος δε γλύτωσε. Οι Ρώσσοι δε δώσανε καμμιά προσοχή στην κατάσταση, που βρισκόμαστε ! Υπάρχουν παντού χειρούργοι Γάλλοι: ένας απ ' αυτούς, που ήτανε πολύ ικανός, μας φρόντισε, μας θεράπεψε. Και θα θυμάμαι σ ' όλη μου τη ζωή, πως, όταν οι πληγές μου κλείσανε καλά, μούκανε προτάσεις. Άλλωστε, είπε σε όλες μας να μας παρηγορήση. Μας βεβαίωσε, πως σε πολλές πολιορκίες το ίδιο έχει συμβή και πως αυτό ήτανε &ο νόμος του πολέμου.& Όταν οι συντρόφισσες μου μπορέσανε να περπατήσουνε, τις πήγανε πεζές ως τη Μόσχα.
"The Janissaries had scarcely time to finish the repast with which we had supplied them, when the Russians attacked the place by means of flat-bottomed boats, and not a single janissary escaped. The Russians paid no regard to the condition we were in; but there are French surgeons in all parts of the world, and one of them took us under his care, and cured us. I shall never forget, while I live, that as soon as my wounds were perfectly healed he made me certain proposals. In general, he desired us all to be of a good cheer, assuring us that the like had happened in many sieges; and that it was perfectly agreeable to the laws of war.
Βάλανε κλήρο κ ' έπεσα σ ' ένα βογιάρο, που μ ' έκαμε κηπουρό του, και μούδινε είκοσι καμουτσικιές την ημέρα. Αλλ ' αυτός ο Αφέντης μετά δύο χρόνια καταδικάστηκε στο θάνατο του τροχού μαζί με άλλους τριάντα βογιάρους για κάποιαν αυλική ραδιουργία· δεν έχασα την ευκαιρία· τόσκασα· πέρασα όλη τη Ρουσσία· έγινα πολύν καιρό υπηρέτρια σε μια ταβέρνα της Ρίγας, κατόπι στο Ροστόκ, στο Βίσμαρ, στη Λειψία, στην Κάσσελ, στην Ουτρέχτη, στη Λεΰδη, στη Χάγη, στη Ρότερνταμ: γέρασα μέσα στην αθλιότητα και το όνειδος, έχοντας τον μισό μονάχα πισινό μου, θυμούμενη πάντα, πως ήμουνα κόρη ενός πάπα. Θέλησα εκατό φορές να σκοτωθώ, αλλ ' αγαπούσα ακόμα τη ζωή.
"As soon as my companions were in a condition to walk, they were sent to Moscow. As for me, I fell to the lot of a Boyard, who put me to work in his garden, and gave me twenty lashes a day. But this nobleman having about two years afterwards been broken alive upon the wheel, with about thirty others, for some court intrigues, I took advantage of the event, and made my escape. I traveled over a great part of Russia. I was a long time an innkeeper's servant at Riga, then at Rostock, Wismar, Leipsic, Cassel, Utrecht, Leyden, The Hague, and Rotterdam. I have grown old in misery and disgrace, living with only one buttock, and having in perpetual remembrance that I am a Pope's daughter. I have been a hundred times upon the point of killing myself, but still I was fond of life. This ridiculous weakness is, perhaps, one of the dangerous principles implanted in our nature.
Αυτή η γελοία αδυναμία είναι ίσως ένα από τα πιο απαίσια μας ένστιχτα· διότι, τι υπάρχει πιο ανόητο από το να κουβαλούμε διαρκώς ένα βάρος, που θέλομε πάντα να το ρίξομε από πάνω μας; να μας κάνη φρίκη η ύπαρξη μας κι ' όμως να τη διατηρούμε; τέλος να χαηδεύομε το φίδι, που μας τρώγει, όσο που να μας φάγη ολότελα την καρδιά;
For what can be more absurd than to persist in carrying a burden of which we wish to be eased? to detest, and yet to strive to preserve our existence? In a word, to caress the serpent that devours us, and hug him close to our bosoms till he has gnawed into our hearts?
Είδα στους τόπους, που η μοίρα μ ' έκαμε να περάσω, και στις ταβέρνες που δούλεψα, έναν άπειρο αριθμό προσώπων, που μισούσανε την ύπαρξή τους· αλλ ' είδα μονάχα δώδεκα, που δώσανε θεληματικά τέλος στη δυστυχία τους, τρεις νέγρους, τέσσερις εγγλέζους, τέσσερις από τη Γενεύη κ ' ένα γερμανό καθηγητή, ονομαζόμενο Ρόμπεκ. Στο τέλος έγινα υπηρέτρια του δον Ισσάχαρ· μ ' έβαλε σε σας, ωραία μου δεσποινίς.
"In the different countries which it has been my fate to traverse, and at the many inns where I have been a servant, I have observed a prodigious number of people who held their existence in abhorrence, and yet I never knew more than twelve who voluntarily put an end to their misery; namely, three Negroes, four Englishmen, as many Genevese, and a German professor named Robek.
Αφωσιώθηκα στη μοίρα σας κι ' απασχολήθηκα περισσότερο για τις δικές σας δυστυχίες παρά για τις δικές μου. Δε θα σας μιλούσα μάλιστα ποτές για τα δεινοπαθήματά μου, αν δεν μ ' είχατε πειράξει λιγάκι κι ' αν δεν ήτανε συνήθεια, μέσα στο πλοίο, να διηγούνται οι άνθρωποι ιστορίες για να σκοτώνουν την ανία.
My last place was with the Jew, Don Issachar, who placed me near your person, my fair lady; to whose fortunes I have attached myself, and have been more concerned with your adventures than with my own. I should never have even mentioned the latter to you, had you not a little piqued me on the head of sufferings; and if it were not customary to tell stories on board a ship in order to pass away the time.
Τέλος, δεσποινίς, έχω πείρα, ξέρω τον κόσμο· λάβετε την ευχαρίστηση να παρακαλέσετε κάθε επιβάτη να σας διηγηθή την ιστορία του κι ' αν ευρεθή ένας, που να μην έχη συχνά καταραστή τη ζωή του, που να μην είπε συχνά μέσα του, πως είνε ο δυστυχέστερος των ανθρώπων, ρίξτε με στη θάλασσα με το κεφάλι κάτου.
"In short, my dear miss, I have a great deal of knowledge and experience in the world, therefore take my advice: divert yourself, and prevail upon each passenger to tell his story, and if there is one of them all that has not cursed his existence many times, and said to himself over and over again that he was the most wretched of mortals, I give you leave to throw me headfirst into the sea."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII.
CHAPTER 13
&Πώς ο Αγαθούλης αναγκάστηκε να χωριστή από την ωραία Κυνεγόνδη κι ' από τη γριά.&
How Candide Was Obliged to Leave the Fair Cunegund and the Old Woman
Η ωραία Κυνεγόνδη, αφού άκουσε την ιστορία της γριάς, της έκαμε όλες τις φιλοφρονήσεις, που οφείλονται σ ' ένα πρόσωπο της σειράς της και της αξίας της.
The fair Cunegund, being thus made acquainted with the history of the old woman's life and adventures, paid her all the respect and civility due to a person of her rank and merit.
Δέχτηκε την πρόταση· παρακάλεσε όλους τους επιβάτες, τον ένα μετά τον άλλο, να της διηγηθούνε τη ζωή τους. Ο Αγαθούλης και κείνη ομολογήσανε, πως η γριά είχε δίκιο.
She very readily acceded to her proposal of engaging the passengers to relate their adventures in their turns, and was at length, as well as Candide, compelled to acknowledge that the old woman was in the right.
— Είναι μεγάλη ατυχία, έλεγεν ο Αγαθούλης, που ο σοφός Παγγλώσσης κρεμάστηκε παρά το έθιμο σ ' ένα άουτο-ντα-φε. Θα μας έλεγε θαυμάσια πράγματα για το φυσικό και ηθικό κακό, που σκεπάζουνε τη γη και θα ένοιωθα αρκετές δυνάμεις για να τολμούσα να του φέρω με πολύ σεβασμό μερικές αντιρρήσεις. Ενώ καθένας διηγότανε την ιστορία του, το πλοίο προχωρούσε. Προσεγγίσανε στο Βουένος-Άυρες.
"It is a thousand pities," said Candide, "that the sage Pangloss should have been hanged contrary to the custom of an auto-da-fe, for he would have given us a most admirable lecture on the moral and physical evil which overspreads the earth and sea; and I think I should have courage enough to presume to offer (with all due respect) some few objections."
Η Κυνεγόνδη, ο λοχαγός Αγαθούλης κ ' η γριά πήγανε στον Κυβερνήτη Ντ ' Ιμπαράα, υ Φιγγουέρα, υ Μασκαρένες, υ Λαμπούρδος, υ Σούζα.
While everyone was reciting his adventures, the ship continued on her way, and at length arrived at Buenos Ayres, where Cunegund, Captain Candide, and the old woman, landed and went to wait upon the governor, Don Fernando d'Ibaraa y Figueora y Mascarenes y Lampourdos y Souza. This nobleman carried himself with a haughtiness suitable to a person who bore so many names.
Αυτός ο κύριος είχε μιαν αλαζονεία ανάλογη με τα τόσα του ονόματα. Μιλούσε στους ανθρώπους με την ευγενικώτερη περιφρόνηση, σηκώνοντας τη μύτη τόσο ψηλά, υψώνοντας τόσο ανελέητα τη φωνή του, παίρνοντας έναν τόνο τόσο επιβλητικό, προσποιούμενος ένα βάδισμα τόσο αγέρωχο, που όσοι τόνε χαιρετούσαν αισθανόντανε τη διάθεση να τονε δείρουν.
He spoke with the most noble disdain to everyone, carried his nose so high, strained his voice to such a pitch, assumed so imperious an air, and stalked with so much loftiness and pride, that everyone who had the honor of conversing with him was violently tempted to bastinade His Excellency.
He was immoderately fond of women, and Miss Cunegund appeared in his eyes a paragon of beauty.
Το πρώτο, που έκαμε, ήτανε να ρωτήση, αν ήτανε γυναίκα του λοχαγού.
The first thing he did was to ask her if she was not the captain's wife.
Το ύφος με το οποίον έκαμε την ερώτηση αυτή, ανησύχησε τον Αγαθούλη. Δεν τόλμησε να πη, πως ήτανε γυναίκα του, γιατί πραγματικά δεν ήτανε· δεν τόλμησε να πη, πως ήταν αδερφή του, γιατί επίσης δεν ήτανε. Και αν και αυτό το ασήμαντο ψέμα ήταν κάποτε πολύ της μόδας στους παλαιούς και μπορούσε νάναι ωφέλιμο και στους νεώτερους, η ψυχή του ωστόσο ήτανε πολύ καθαρή, ώστε να μη προδώση την αλήθεια.
The air with which he made this demand alarmed Candide, who did not dare to say he was married to her, because indeed he was not; neither did he venture to say she was his sister, because she was not; and though a lie of this nature proved of great service to one of the ancients, and might possibly be useful to some of the moderns, yet the purity of his heart would not permit him to violate the truth.
— Η Δεσποινίς Κυνεγόνδη, είπε πρόκειται να μου κάνη την τιμή να με παντρευτή και παρακαλούμε την εξοχότητά σας να ευαρεστηθή να μάς στεφανώση.
"Miss Cunegund," replied he, "is to do me the honor to marry me, and we humbly beseech Your Excellency to condescend to grace the ceremony with your presence."
Ο Δον Φερνάδος ντ ' Ιμπαράα, υ Φιγγουόρα, υ Μασκαρένες, υ Λαμπούρδος, υ Σούζα, στρίβοντας το μουστάκι, μειδίασε πικρά και διάταξε τον λοχαγόν Αγαθούλη να πάη να επιθεωρήση το λόχο του. Ο Αγαθούλης υπάκουσε.
Don Fernando d'Ibaraa y Figueora y Mascarenes y Lampourdos y Souza, twirling his mustachio, and putting on a sarcastic smile, ordered Captain Candide to go and review his company.
Ο κυβερνήτης έμεινε με τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Της εξέφρασε το πάθος του, τη διαβεβαίωσε, πως αύριο θα την πατρευότανε ενώπιον της Εκκλησίας, ή αλλέως, όπως θα ήτανε ευχαριστότερο στα θέλγητρά της.
The gentle Candide obeyed, and the Governor was left with Miss Cunegund. He made her a strong declaration of love, protesting that he was ready to give her his hand in the face of the Church, or otherwise, as should appear most agreeable to a young lady of her prodigious beauty.
Η Κυνεγόνδη του ζήτησε ένα τέταρτο της ώρας να συνέρθη, να συμβουλευτή τη γριά κ ' αποφασίση. Η γριά είπε στην Κυνεγόνδη:
Cunegund desired leave to retire a quarter of an hour to consult the old woman, and determine how she should proceed.
The old woman gave her the following counsel: "Miss, you have seventy-two quarterings in your arms, it is true, but you have not a penny to bless yourself with. It is your own fault if you do not become the wife of one of the greatest noblemen in South America, with an exceeding fine mustachio. What business have you to pride yourself upon an unshaken constancy?
Μέσα σε τόσους κινδύνους δοκιμάστηκε η ερωτική σας πίστη· έχετε βιασθή από τους βουλγάρους, ένας Εβραίος κ ' ένας Ιεροξεταστής απόλαυσαν τις χάρες σας. Οι δυστυχίες δίνουνε δικαιώματα.
You have been outraged by a Bulgarian soldier; a Jew and an Inquisitor have both tasted of your favors. People take advantage of misfortunes.
I must confess, were I in your place, I should, without the least scruple, give my hand to the Governor, and thereby make the fortune of the brave Captain Candide."
While the old woman was thus haranguing, with all the prudence that old age and experience furnish, a small bark entered the harbor, in which was an alcayde and his alguazils. Matters had fallen out as follows.
The old woman rightly guessed that the Franciscan with the long sleeves, was the person who had taken Miss Cunegund's money and jewels, while they and Candide were at Badajoz, in their flight from Lisbon.
Αυτός ο καλόγερος θέλησε να πουλήση μερικά πετράδια σ ' έναν έμπορο.
This same friar attempted to sell some of the diamonds to a jeweler, who presently knew them to have belonged to the Grand Inquisitor, and stopped them.
Ο έμπορος ταναγνώρισε, πως ήτανε του μεγάλου Ιεροξεταστή. Ο κορδελλιέρος, πριν τον κρεμάσουνε, μολόγησε, από πού τάχε κλέψει· υπέδειξε τα πρόσωπα και το δρόμο πούχανε πάρει.
The Franciscan, before he was hanged, acknowledged that he had stolen them and described the persons, and the road they had taken.
The flight of Cunegund and Candide was already the towntalk. They sent in pursuit of them to Cadiz; and the vessel which had been sent to make the greater dispatch, had now reached the port of Buenos Ayres.
Αμέσως διαδόθηκε η φήμη, πως ένας αλκάδης είχε αποβιβασθή και πως κυνηγούσανε το δολοφόνο του σεβασμιώτατου Αρχιεροξεταστή.
A report was spread that an alcayde was going to land, and that he was in pursuit of the murderers of My Lord, the Inquisitor.
Η συνετή γριά είδε αμέσως τι έπρεπε να κάμουν.
The sage old woman immediately saw what was to be done.
"You cannot run away," said she to Cunegund, "but you have nothing to fear; it was not you who killed My Lord Inquisitor: besides, as the Governor is in love with you, he will not suffer you to be ill-treated; therefore stand your ground."
Then hurrying away to Candide, she said, "Be gone hence this instant, or you will be burned alive."
Αλλά πώς να χωριστή από την Κυνεγόνδη και πού να καταφύγη;
Candide found there was no time to be lost; but how could he part from Cunegund, and whither must he fly for shelter?
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙV.
CHAPTER 14
&Πώς δεχτήκανε τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό οι Ιησουΐτες της Παραγουάης&
The Reception Candide and Cacambo Met with among the Jesuits in Paraguay
Candide had brought with him from Cadiz such a footman as one often meets with on the coasts of Spain and in the colonies. He was the fourth part of a Spaniard, of a mongrel breed, and born in Tucuman. He had successively gone through the profession of a singing boy, sexton, sailor, monk, peddler, soldier, and lackey.
His name was Cacambo; he had a great affection for his master, because his master was a very good man.
Σέλλωσε όσο μπορούσε γρηγορώτερα τα δυο ανδαλούσια άλογα.
He immediately saddled the two Andalusian horses.
— Εμπρός, κύριέ μου, ας ακολουθήσαμε τη συμβουλή της γριάς, ας φύγομε κι ' ας τρέχομε δίχως να κυττάμε πίσω μας.
"Come, my good master, let us follow the old woman's advice, and make all the haste we can from this place without staying to look behind us."
Ο Αγαθούλης έκλαψε: — Ω αγαπημένη μου Κυνεγόνδη ! Πρέπει να σ ' εγκαταλείψω την ώρα, που ο κύριος Κυβερνήτης επρόκειτο να μας στεφανώση !
Candide burst into a flood of tears, "O my dear Cunegund, must I then be compelled to quit you just as the Governor was going to honor us with his presence at our wedding!
Κυνεγόνδη, φερμένη από τόσο μακρυά, τι θ ' απογίνης;
Cunegund, so long lost and found again, what will now become of you?"
"Lord!" said Cacambo, 'she must do as well as she can; women are never at a loss. God takes care of them, and so let us make the best of our way."
"But whither wilt thou carry me? where can we go? what can we do without Cunegund?" cried the disconsolate Candide.
— Στ ' όνομα του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλλας, είπεν ο Κακαμπός, έως τώρα πηγαίνατε να πολεμήσετε τους Ιησουίτες· ας πάμε τώρα να πολεμήσουμε γι ' αυτούς. Ξέρω καλά τους δρόμους, θα σας φέρω στο βασίλειό τους, θα καταγοητευθούν αποχτώντας ένα λοχαγό, που ξέρει τα βουλγαρικά γυμνάσια. Θα κάμετε τεράστια περιουσία. Όταν κανείς δεν έχει τύχη σ ' ένα κόσμο, την βρίσκει σ ' άλλονε. Είναι μεγάλη ηδονή να βλέπει κανείς και να κάμνη νέα πράγματα. — Έχεις λοιπόν πάει στην Παραγουάη; είπεν ο Αγαθούλης.
"By St. James of Compostella," said Cacambo, "you were going to fight against the Jesuits of Paraguay; now let us go and fight for them; I know the road perfectly well; I'll conduct you to their kingdom; they will be delighted with a captain that understands the Bulgarian drill; you will certainly make a prodigious fortune. If we cannot succeed in this world we may in another. It is a great pleasure to see new objects and perform new exploits."
— Ε! βέβαια, είπεν ο Κακαμπός.
"Then you have been in Paraguay?" asked Candide.
"Ay, marry, I have," replied Cacambo. "I was a scout in the College of the Assumption, and am as well acquainted with the new government of the Los Padres as I am with the streets of Cadiz.
Είναι κάτι θαυμάσιο αυτή η διοίκηση.
Oh, it is an admirable government, that is most certain!
Το βασίλειο έχει κόρα πιότερο από τριακόσες λεύγες διάμετρο· είναι διαιρεμένο σε τριάντα επαρχίες.
The kingdom is at present upwards of three hundred leagues in diameter, and divided into thirty provinces; the fathers there are masters of everything, and the people have no money at all; this you must allow is the masterpiece of justice and reason.
Οι λος πάδρες τάχουν όλα κι ' ο λαός τίποτε: είναι το αριστούργημα της λογικής και της δικαιοσύνης. Όσο για μένα δε βρίσκω τίποτες θειότερο από τους λος πάδρες, που εδώ μεν πολεμούνε το βασιλέα της Ισπανίας και το βασιλέα της Πορτογαλλίας, αλλά στην Ευρώπη είναι μαζί τους: που σκοτώνουν εδώ τους Ισπανούς, αλλά στη Μαδρίτη τους αποστέλλουν στους ουρανούς. Αυτό μ ' ενθουσιάζει.
For my part, I see nothing so divine as the good fathers, who wage war in this part of the world against the troops of Spain and Portugal, at the same time that they hear the confessions of those very princes in Europe; who kill Spaniards in America and send them to Heaven at Madrid. This pleases me exceedingly, but let us push forward; you are going to see the happiest and most fortunate of all mortals.
Προχωρούμε: θα γίνετε ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους. Τι ευχαρίστηση θα λάβουν οι λος πάδρες, όταν μάθουνε, πως τους έρχεται ένας λοχαγός, που ξέρει τα βουλγαρικά γυμνάσια !
How charmed will those fathers be to hear that a captain who understands the Bulgarian military drill is coming to them."
As soon as they reached the first barrier, Cacambo called to the advance guard, and told them that a captain wanted to speak to My Lord, the General.
Πήγανε να ειδοποιήσουνε τη μεγάλη φρουρά. Ένας αξιωματικός Παραγουαϊάνος έτρεξε στον διοικητή να του μεταδώσει την είδηση. Τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό πρώτα πρώτα τους αφόπλισαν· τους πήρανε τα δυο τους ανδαλούσια άλογα.
Notice was given to the main guard, and immediately a Paraguayan officer ran to throw himself at the feet of the Commandant to impart this news to him.
Έπειτα τους οδήγησαν ανάμεσα σε δυο σειρές στρατιώτες. Ο διοικητής στέκεται στην μιαν άκρη με τον τρικέρατο σκούφο στο κεφάλι, με το ράσο ανασηκωμένο, το σπαθί στο πλευρό, το κοντάρι στο χέρι. Έκαμε ένα σημείο· αμέσως εικοσιτέσσερις στρατιώτες περικυκλώνουν τους δυο ξένους.
Candide and Cacambo were immediately disarmed, and their two Andalusian horses were seized. The two strangers were conducted between two files of musketeers, the Commandant was at the further end with a three-cornered cap on his head, his gown tucked up, a sword by his side, and a half-pike in his hand; he made a sign, and instantly four and twenty soldiers drew up round the newcomers.
A sergeant told them that they must wait, the Commandant could not speak to them; and that the Reverend Father Provincial did not suffer any Spaniard to open his mouth but in his presence, or to stay above three hours in the province.
— Και πού είναι ο αιδεσιμώτατος πατήρ της επαρχίας; είπεν ο Κακαμπός.
"And where is the Reverend Father Provincial?" said Cacambo.
— Είναι στην παράταξη, αφού λειτούργησε, απάντησε ο λοχίας και δε μπορείτε να φιλήσετε τα σπιρούνια του παρά σε τρεις ώρες.
"He has just come from Mass and is at the parade," replied the sergeant, "and in about three hours' time you may possibly have the honor to kiss his spurs."
— Αλλά, είπεν ο Κακαμπός, ο κύριος λοχαγός, που πεθαίνει της πείνας, όπως κ ' εγώ, δεν είναι ισπανός, είναι Γερμανός. Δεν μπορούμε να γευματίσουμε περιμένοντας την αιδεσιμότητά του;
"But," said Cacambo, "the Captain, who, as well as myself, is perishing of hunger, is no Spaniard, but a German; therefore, pray, might we not be permitted to break our fast till we can be introduced to His Reverence?"
Ο λοχίας έτρεξε αμέσως να μεταδώση αυτή την πληροφορία στο διοικητή.
The sergeant immediately went and acquainted the Commandant with what he heard.
"God be praised," said the Reverend Commandant, "since he is a German I will hear what he has to say; let him be brought to my arbor."
Ας τον φέρουνε στη φυλλωσιά μου. Αμέσως φέρνουνε τον Αγαθούλη σ ' ένα κιόσκι με κολόννες από πράσινο και χρυσό μάρμαρο και με καφάσια, πούχανε μέσα παπαγάλους, κολύβρια, φραγκόκοττες κι ' όλα τα σπανιώτερα πουλιά.
Immediately they conducted Candide to a beautiful pavilion adomed with a colonnade of green marble, spotted with yellow, and with an intertexture of vines, which served as a kind of cage for parrots, humming birds, guinea hens, and all other curious kinds of birds.
Ένα θαυμάσιο γεύμα ήτανε ετοιμασμένο μέσα σε χρυσά πιάτα· κ ' ενώ οι Παραγουιανοί τρώγανε καλαμπόκι μέσα σε ξύλινα πινάκια στον ανοιχτό κάμπο, μέσα στη κάψα του ήλιου, ο αιδεσιμώτατος πατήρ διοικητής μπήκε στη φυλλωσιά.
An excellent breakfast was provided in vessels of gold; and while the Paraguayans were eating coarse Indian corn out of wooden dishes in the open air, and exposed to the burning heat of the sun, the Reverend Father Commandant retired to his cool arbor.
Ήταν ένα πολύ ωραίο παλληκάρι, με γεμάτο πρόσωπο, πολύ λευκό, πλούσιο σε χρώματα, με τα φρύδια καμαρωτά, το μάτι ζωηρό, το αυτί ρόδινο, τα χείλη κόκκινα, το ύφος περήφανο, αλλά μια περηφάνεια ούτε ισπανική ούτε ιησουιτική.
He was a very handsome young man, round-faced, fair, and fresh-colored, his eyebrows were finely arched, he had a piercing eye, the tips of his ears were red, his lips vermilion, and he had a bold and commanding air; but such a boldness as neither resembled that of a Spaniard nor of a Jesuit.
He ordered Candide and Cacambo to have their arms restored to them, together with their two Andalusian horses. Cacambo gave the poor beasts some oats to eat close by the arbor, keeping a strict eye upon them all the while for fear of surprise.
Ο Αγαθούλης φίλησε τον ποδόγυρο του ράσου του διοικητή και κατόπι καθήσανε στα τραπέζι.
Candide having kissed the hem of the Commandant's robe, they sat down to table.
— Είστε λοιπόν Γερμανός; του είπε Γερμανικά ο Ιησουίτης.
"It seems you are a German," said the Jesuit to him in that language.
— Μάλιστα, αιδεσιμώτατε πάτερ, είπεν ο Αγαθούλης.
"Yes, Reverend Father," answered Candide.
Κι ' ο ένας κι ' ο άλλος, προσφέροντας αυτές τις λέξεις, κυτταζόντανε με μια υπέρτατη απορία και μια συγκίνηση, που δεν μπορούσανε να την κρύψουν.
As they pronounced these words they looked at each other with great amazement and with an emotion that neither could conceal.
— Κι ' από πιο μέρος της Γερμανίας είσαστε, τούπε ο Ιησουίτης.
"From what part of Germany do you come?" said the Jesuit.
— Από τη βρωμοεπαρχία της Βεστφαλίας, είπεν ο Αγαθούλης. Γεννήθηκα στον πύργο του Τούντερ-τεν-τρονκ.
"From the dirty province of Westphalia," answered Candide. "I was born in the castle of Thunder-ten-tronckh."
"Oh heavens! is it possible?" said the Commandant.
— Τι θαύμα ! φώναξε ο Αγαθούλης.
"What a miracle!" cried Candide.
— Είστε σεις; είπεν ο διοικητής.
"Can it be you?" said the Commandant.
On this they both drew a few steps backwards, then running into each other's arms, embraced, and wept profusely.
— Αυτό δεν είναι δυνατό ! είπε ο Αγαθούλης.
"Is it you then, Reverend Father?
Πέφτουνε κ ' οι δυο ανάσκελα· μετά αγκαλιάζονται, χύνουνε ποταμούς δάκρυα.
You are the brother of the fair Miss Cunegund? You that was slain by the Bulgarians!
— Πώς ! είστε σεις λοιπόν, αιδεσιμώτατε πάτερ, ο αδερφός της ωραίας Κυνεγόνδης !
You the Baron's son! You a Jesuit in Paraguay! I must confess this is a strange world we live in.
Σεις, που σας σκοτώσανε οι Βούλγαροι! Σεις ο γυιός του κυρίου βαρώνου! Σεις Ιησουίτης στην Παραγουάη!
O Pangloss! what joy would this have given you if you had not been hanged."
Πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτός ο κόσμος είναι παράξενο πράγμα ! Ω ! Παγγλώση ! Παγγλώση ! πώς θα χαιρόσουν, αν δεν είχες κρεμαστή ! Ο διοικητής διάταξε να τραβηχτούν οι νέγροι σκλάβοι και οι Παραγουιανοί, που σερβίριζαν κρασί μέσα σε ποτήρια από ορυχτό κρύσταλλο. Ευχαρίστησε χίλιες φορές το Θεό και τον Άγιο Ιγνάτιο· έσφιγγε τον Αγαθούλη μέσα στην αγκαλιά του· τα πρόσωπά τους ήτανε λουσμένα στα δάκρυα.
The Commandant dismissed the Negro slaves, and the Paraguayans who presented them with liquor in crystal goblets. He returned thanks to God and St. Ignatius a thousand times; he clasped Candide in his arms, and both their faces were bathed in tears.
— Θα ξαφνιζόσαστε πολύ περισσότερο, θα συγκινόσαστε περισσότερο και θα γινόσαστε πιο τρελλός από χαρά, είπε ο Αγαθούλης, αν σας έλεγα, πως η δεσποινίς Κυνεγόνδη, η αδερφή σας, που τη θεωρείτε ξεκοιλιασμένη, είναι όλη υγεία ! — Πού;
"You will be more surprised, more affected, more transported," said Candide, "when I tell you that Miss Cunegund, your sister, whose belly was supposed to have been ripped open, is in perfect health."
— Εδώ κοντά, στου κυρίου Κυβερνήτη του Μπουένος Άυρες κ ' ερχόμουν να σας πολεμήσω.
"In your neighborhood, with the Governor of Buenos Ayres; and I myself was going to fight against you."
Every word they uttered during this long conversation was productive of some new matter of astonishment. Their souls fluttered on their tongues, listened in their ears, and sparkled in their eyes.
Κι ' όπως ήσαν Γερμανοί, μείνανε πολύ στο τραπέζι, περιμένοντας τον αιδεσιμώτατο πατέρα της επαρχίας. Κι ' ο διοικητής μίλησε ως εξής τον αγαπημένο του Αγαθούλη.
Like true Germans, they continued a long while at table, waiting for the Reverend Father; and the Commandant spoke to his dear Candide as follows.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧV.
CHAPTER 15
&Πώς ο Αγαθούλης σκότωσε τον αδερφό της αγαπητής του Κυνεγόνδης&
How Candide Killed the Brother of His Dear Cunegund
Θάχω πάντα, σ ' όλη μου τη ζωή, ζωντανή στη μνήμη μου τη φριχτήν ημέρα, που είδα να σκοτώνουν τον πατέρα μου και τη μητέρα μου και να βιάζουνε την αδερφή μου.
Never while I live shall I lose the remembrance of that horrible day on which I saw my father and mother barbarously butchered before my eyes, and my sister ravished.
When the Bulgarians retired we searched in vain for my dear sister. She was nowhere to be found; but the bodies of my father, mother, and myself, with two servant maids and three little boys, all of whom had been murdered by the remorseless enemy, were thrown into a cart to be buried in a chapel belonging to the Jesuits, within two leagues of our family seat.
A Jesuit sprinkled us with some holy water, which was confounded salty, and a few drops of it went into my eyes; the father perceived that my eyelids stirred a little; he put his hand upon my breast and felt my heartbeat; upon which he gave me proper assistance, and at the end of three weeks I was perfectly recovered.
Με περιποιηθήκανε και σε τρεις εβδομάδες δε μούμεινε σημάδι. Ξέρετε, αγαπητέ μου Αγαθούλη, πως ήμουν υπερβολικά ωραίος· έγινα ακόμη περισσότερο· έτσι ο αιδεσιμώτατος πατήρ Κρουστ, ο ηγούμενος, αισθάνθηκε για μένα την τρυφερότερη φιλία· μούδωσε το ένδυμα του δοκίμου· μετά λίγον καιρό με στείλανε στη Ρώμη.
You know, my dear Candide, I was very handsome; I became still more so, and the Reverend Father Croust, superior of that house, took a great fancy to me; he gave me the habit of the order, and some years afterwards I was sent to Rome.
Our General stood in need of new recruits of young German Jesuits.
Ο πατήρ στρατηγός είχε ανάγκη να στρατολογήση νέους Γερμανούς Ιησουίτες· γιατί οι αφέντες της Παραγουάης δέχονται όσα μπορούνε λιγώτερο τους Ισπανούς Ιησουίτες· προτιμούνε τους ξένους, γιατί μπορούνε να τους διευθύνουνε καλύτερα· θεωρήθηκα κατάλληλος από τον αιδεσιμώτατο πατέρα στρατηγό να πάω να δουλέψω σ ' αυτή την άμπελο. Αναχωρήσαμε ένας Πολωνός, ένας Τυρολέζος κ ' εγώ.
The sovereigns of Paraguay admit of as few Spanish Jesuits as possible; they prefer those of other nations, as being more obedient to command. The Reverend Father General looked upon me as a proper person to work in that vineyard. I set out in company with a Polander and a Tyrolese.
Με τιμήσανε, όταν έφθασα, με το αξίωμα του υποδιακόνου και του υπολοχαγού: είμαι σήμερα ταγματάρχης και παπάς.
Upon my arrival I was honored with a subdeaconship and a lieutenancy. Now I am colonel and priest.
Θα δεχθούμε γενναία τα στρατεύματα του βασιλέα της Ισπανίας· σας λέω, πως θα τ ' αφορίσουμε και θα τα νικήσουμε.
We shall give a warm reception to the King of Spain's troops; I can assure you they will be well excommunicated and beaten.
Η Θεία Πρόνοια σας στέλνει εδώ να μας συντρέξετε.
Providence has sent you hither to assist us.
But is it true that my dear sister Cunegund is in the neighborhood with the Governor of Buenos Ayres?"
Candide swore that nothing could be more true; and the tears began again to trickle down their cheeks.
Τα δάκρυά τους ξαναρχίσανε να τρέχουν. Ο βαρώνος δεν μπορούσε να κουρασθή φιλώντας τον Αγαθούλη· τον ονόμαζε αδερφό του, σωτήρα του. — Α ! ίσως, του είπε, θα μπορέσουμε μαζί, αγαπητέ μου Αγαθούλη, να μπούμε νικητές στην πόλη και να πάρουμε την αδερφή μου Κυνεγόνδη. — Αυτό εύχομαι κ ' εγώ, είπεν ο Αγαθούλης· γιατί λογάριαζα να την παντρευτώ και το ελπίζω ακόμα.
The Baron knew no end of embracing Candide, be called him his brother, his deliverer. "Perhaps," said he, "my dear Candide, we shall be fortunate enough to enter the town, sword in hand, and recover my sister Cunegund." "Ah! that would crown my wishes," replied Candide; "for I intended to marry her; and I hope I shall still be able to effect it."
— Σεις, αυθάδη ! του απάντησε ο βαρώνος, θάχετε την αναίδεια να παντρευθήτε την αδερφή μου, πόχει εβδομήντα-δυο γενιές !
"Insolent fellow!" cried the Baron. "You! you have the impudence to marry my sister, who bears seventy-two quarterings!
Really, I think you have an insufferable degree of assurance to dare so much as to mention such an audacious design to me."
Ο Αγαθούλης απολιθωμένος από τούτα τα λόγια, του απάντησε:
Candide, thunderstruck at the oddness of this speech, answered:
— Αίδεσιμώτατέ μου πάτερ, όλες οι γενιές του κόσμου δεν έχουνε καμιά σημασία. Απέσπασα την αδελφή σας από τα χέρια ενός Εβραίου κ ' ενός Ιεροξεταστή· έχει μεγάλες υποχρεώσεις σε μένα και θέλει να με παντρευθή. Ο διδάσκαλος Παγγλώσσης μούπε πολλές φορές, πως οι άνθρωποι είναι ίσοι και ασφαλώς θα την παντρευτώ. — Αυτό θα το ιδούμε, κατεργάρη, του είπε ο Ιησουίτης βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρόνκ και συγχρόνως τούδωσε μια δυνατή χτυπιά με το πλατύ μέρος του σπαθιού του πάνω στο πρόσωπο.
"Reverend Father, all the quarterings in the world are of no signification. I have delivered your sister from a Jew and an Inquisitor; she is under many obligations to me, and she is resolved to give me her hand. My master, Pangloss, always told me that mankind are by nature equal. Therefore, you may depend upon it that I will marry your sister."
Ο Αγαθούλης την ίδια στιγμή τραβά το δικό του και το μπήγει ως το μανίκι μέσα στην κοιλιά του βαρώνου Ιησουίτη.
"We shall see to that, villain!" said the Jesuit, Baron of Thunder-ten-tronckh, and struck him across the face with the flat side of his sword.
Candide in an instant drew his rapier and plunged it up to the hilt in the Jesuit's body; but in pulling it out reeking hot, he burst into tears. "Good God!" cried he, "I have killed my old master, my friend, my brother-in-law. I am the best man in the world, and yet I have already killed three men, and of these three, two were priests."
— Δε μας μένει άλλο από το να πουλήσουμε ακριβά τη ζωή μας, τούπε ο αφέντης του.
Cacambo, who was standing sentry near the door of the arbor, instantly ran up.
"Nothing remains," said his master, "but to sell our lives as dearly as possible; they will undoubtedly look into the arbor; we must die sword in hand."
Αλλοίμονο ! ό,τι φορούσε ο βαρώνος, το φόρεσε του Αγαθούλη, τούδοσε τον τετράγωνο σκούφο του σκοτωμένου και τον ανέβασε στο άλογο. Όλ ' αυτά γίνανε σ ' ένα λεφτό.
Cacambo, who had seen many of this kind of adventures, was not discouraged. He stripped the Baron of his Jesuit's habit and put it upon Candide, then gave him the dead man's three-cornered cap and made him mount on horseback. All this was done as quick as thought.
— Τώρα δρόμο ! αφέντη μου· όλοι θα σας πάρουνε για Ιησουίτη, που πάει να δώση διαταγές· και θα περάσουμε τα σύνορα πριν μπορέσουνε να τρέξουνε κατόπι μας.
"Gallop, master," cried Cacambo; "everybody will take you for a Jesuit going to give orders; and we shall have passed the frontiers before they will be able to overtake us."
He flew as he spoke these words, crying out aloud in Spanish, "Make way; make way for the Reverend Father Colonel."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI.
CHAPTER 16
&Τι συνέβη στους δυο ταξιδιώτες με δυο κορίτσια, δυο μαϊμούδες και με τους άγριους, που λέγονται Αυτιάδες.&
What Happened to Our Two Travelers with Two Girls, Two Monkeys, and the Savages, Called Oreillons
Candide and his valet had already passed the frontiers before it was known that the German Jesuit was dead.
Ο άγρυπνος Κακαμπός είχε φροντίσει να γεμίση τη βαλίτσα του ψωμί, ζαμπόνι, σοκολάτα, φρούτα και μερικές μποτίλιες κρασί. Μπήκανε βαθυά με τ ' ανδαλούσια τους άλογα σ ' έναν άγνωστο τόπο, όπου δε βρήκανε κανένα δρόμο. Τέλος ένα ωραίο λειβάδι όλο ρυάκια παρουσιάστηκε μπροστά τους. Ο Κακαμπός προτείνει στον κύριό του να φάνε και του δίνει πρώτος το παράδειγμα.
The wary Cacambo had taken care to fill his wallet with bread, chocolate, some ham, some fruit, and a few bottles of wine. They penetrated with their Andalusian horses into a strange country, where they could discover no beaten path. At length a beautiful meadow, intersected with purling rills, opened to their view. Cacambo proposed to his master to take some nourishment, and he set him an example.
— Πώς θέλεις, του έλεγε ο Αγαθούλης να φάγω ζαμπόνι, όταν έχω σκοτώσει το γυιό του κυρίου βαρώνου και βρίσκομαι καταδικασμένος να μην ξαναϊδώ ποτέ στη ζωή μου την ωραία Κυνεγόνδη; Τι θα μου χρησιμέψη να παρατείνω τις άθλιές μου μέρες, αφού είμαι αναγκασμένος να τις σέρνω μακρυά της όλο τύψεις κι ' απελπισία; Και τι θα πη η εφημερίδα του Τρεβού;
"How can you desire me to feast upon ham, when I have killed the Baron's son and am doomed never more to see the beautiful Cunegund? What will it avail me to prolong a wretched life that must be spent far from her in remorse and despair? And then what will the journal of Trevoux say?" was Candide's reply.
While he was making these reflections he still continued eating.
The sun was now on the point of setting when the ears of our two wanderers were assailed with cries which seemed to be uttered by a female voice. They could not tell whether these were cries of grief or of joy; however, they instantly started up, full of that inquietude and apprehension which a strange place naturally inspires.
Αυτά τα ξεφωνητά προερχόντανε από δυο κορίτσια ολόγυμνα, που τρέχανε ανάλαφρα στην άκρη του λειβαδιού, ενώ δυο μαϊμούδες τις κυνηγούσανε και τις δαγκάνανε τους πισινούς. Ο Αγαθούλης τις συμπόνεσε κι ' όπως είχε μάθει να σημαδεύη καλά από τους Βουλγάρους, θα μπορούσε να χτυπήση φουντούκι μέσα στο θάμνο του, χωρίς να γγίξη τα φύλλα.
The cries proceeded from two young women who were tripping disrobed along the mead, while two monkeys followed close at their heels biting at their limbs.
Σηκώνει λοιπόν το δίκαννο του ισπανικό τουφέκι, τραβά και σκοτώνει τις δυο μαϊμούδες. — Ευλογητός ο Θεός ! αγαπημένε μου Κακαμπό ! Έσωσα από μεγάλο κίνδυνο αυτά τα δυο δυστυχισμένα πλάσματα, Αν έκανα αμαρτία σκοτώνοντας έναν ιεροξεταστή κι ' έναν Ιησουίτη, την επανώρθωσα σώζοντας τη ζωή των δυο κοριτσιών.
Candide was touched with compassion; he had learned to shoot while he was among the Bulgarians, and he could hit a filbert in a hedge without touching a leaf. Accordingly he took up his double-barrelled Spanish gun, pulled the trigger, and laid the two monkeys lifeless on the ground.
Είναι, φαίνεται, κορίτσια καλής τάξης και τούτη η περιπέτεια μπορεί να μας δώση μεγάλα ωφελήματα σ ' αυτό τον τόπο. Ήθελε να εξακολουθήση, μα η γλώσσα του πιάστηκε, άμα είδε τα δυο κορίτσια ν ' αγκαλιάζουνε τρυφερά τις δυο μαϊμούδες, να ξεσπούνε σε κλάματα πάνω στα σώματά τους και να γεμίζουνε τον αέρα από τα πιο πονεμένα ξεφωνητά.
"God be praised, my dear Cacambo, I have rescued two poor girls from a most perilous situation; if I have committed a sin in killing an Inquisitor and a Jesuit, I have made ample amends by saving the lives of these two distressed damsels. Who knows but they may be young ladies of a good family, and that the assistance I have been so happy to give them may procure us great advantage in this country?"
He was about to continue when he felt himself struck speechless at seeing the two girls embracing the dead bodies of the monkeys in the tenderest manner, bathing their wounds with their tears, and rending the air with the most doleful lamentations.
"Really," said he to Cacambo, "I should not have expected to see such a prodigious share of good nature." "Master," replied the knowing valet, "you have made a precious piece of work of it; do you know that you have killed the lovers of these two ladies?"
— Αγαπητέ μου κύριε, απάντησε ο Κακαμπός.
"Their lovers! Cacambo, you are jesting! It cannot be! I can never believe it."
Ξαφνιάζεστε πάντα με όλα. Γιατί βρίσκετε τόσο παράξενο να υπάρχουνε μερικοί τόποι, όπου οι μαϊμούδες δέχονται τις περιποιήσεις των γυναικών; Οι μαϊμούδες είναι τέταρτα ανθρώπων, όπως εγώ τέταρτο Ισπανού.
"Dear sir," replied Cacambo, "you are surprised at everything. Why should you think it so strange that there should be a country where monkeys insinuate themselves into the good graces of the ladies? They are the fourth part of a man as I am the fourth part of a Spaniard."
— Αλλοίμονο, επανάλαβε ο Αγαθούλης, θυμούμαι, πως έχω ακούσει να λέη ο διδάσκαλος Παγγλώσης, ότι τον παλιό καιρό παρόμοια γεγονότα έχουνε γίνει και οι τέτοιες μίξεις γεννήσανε τους αιγιπάνες, τους φαύνους, τους σατύρους, που πολλοί μεγάλοι άντρες της αρχαιότητας τους είχανε δει. Μα τα νόμιζα όλ ' αυτά παραμύθια.
"Alas!" replied Candide, "I remember to have heard my master Pangloss say that such accidents as these frequently came to pass in former times, and that these commixtures are productive of centaurs, fauns, and satyrs; and that many of the ancients had seen such monsters; but I looked upon the whole as fabulous."
"Now you are convinced," said Cacambo, "that it is very true, and you see what use is made of those creatures by persons who have not had a proper education; all I am afraid of is that these same ladies may play us some ugly trick."
Μα ό,τι φοβούμαι είναι, μήπως αυτές οι κυρίες μας σκαρώσουνε καμιάν άσκημη δουλειά. Αυτές οι βάσιμες σκέψεις αναγκάσανε τον Αγαθούλη ν ' αφήση το λειβάδι και να χωθή μέσα σ ' ένα δάσος.
These judicious reflections operated so far on Candide as to make him quit the meadow and strike into a thicket. There he and Cacambo supped, and after heartily cursing the Grand Inquisitor, the Governor of Buenos Ayres, and the Baron, they fell asleep on the ground.
Εδείπνησαν εκεί με τον Κακαμπό· κ ' οι δύο τους, αφού καταράστηκαν τον Ιεροξεταστή της Πορτογαλλίας, τον Κυβερνήτη του Μπουένος Άυρες και το βαρώνο, κοιμήθηκαν πάνω στα βρύα. Όταν ξύπνησαν, νοιώσαν πως δεν μπορούσαν να σαλέψουν· η αιτία ήτανε, πως τη νύκτα οι Αυτιάδες, οι κάτοικοι του τόπου, στους οποίους οι δύο κυρίες τους είχανε καταγγείλει, τους δέσανε με σκοινιά από δεντρόφλουδο. Ήτανε περικυκλωμένοι από καμιά πενηνταριά Αυτιάδες ολόγυμνους, ωπλισμένους με βέλη, ρόπαλα και μπαλτάδες από πέτρα. Μερικοί βάζανε να βράσει ένα μεγάλο καζάνι ' άλλοι ετοιμάζανε σούβλες κι ' όλοι τους φωνάζανε: — Είναι Ιησουίτης ! ένας Ιησουίτης !
When they awoke they were surprised to find that they could not move; the reason was that the Oreillons who inhabit that country, and to whom the ladies had given information of these two strangers, had bound them with cords made of the bark of trees. They saw themselves surrounded by fifty naked Oreillons armed with bows and arrows, clubs, and hatchets of flint; some were making a fire under a large cauldron; and others were preparing spits, crying out one and all, "A Jesuit! a Jesuit! we shall be revenged; we shall have excellent cheer; let us eat this Jesuit; let us eat him up."
"I told you, master," cried Cacambo, mournfully, "that these two wenches would play us some scurvy trick." Candide, seeing the cauldron and the spits, cried out, "I suppose they are going either to boil or roast us. Ah! what would Pangloss say if he were to see how pure nature is formed?
Everything is right; it may be so; but I must confess it is something hard to be bereft of dear Miss Cunegund, and to be spitted like a rabbit by these barbarous Oreillons."
— Μην απελπίζεστε από τίποτε, είπε στον απαρηγόρητο Αγαθούλη. Καταλαβαίνω λίγο τη γλώσσα αυτών των λαών· θα τους μιλήσω.
Cacambo, who never lost his presence of mind in distress, said to the disconsolate Candide, "Do not despair; I understand a little of the jargon of these people; I will speak to them."
— Μην παραλείψης, του είπε ο Αγαθούλης, να τους παραστήσης, τι φριχτή απανθρωπιά είναι να ψήνουνε τους ανθρώπους και πόσο είναι αντιχριστιανικό ! — Κύριοι, είπε ο Κακαμπός, φαντάζεστε, πως θα φάτε σήμερα ένα Ιησουίτη; Πολύ καλά !
"Ay, pray do," said Candide, "and be sure you make them sensible of the horrid barbarity of boiling and roasting human creatures, and how little of Christianity there is in such practices."
Τίποτε δεν είναι δικαιότερο από το να μεταχειρίζεται κανείς έτσι τους εχθρούς του.
"Gentlemen," said Cacambo, "you think perhaps you are going to feast upon a Jesuit; if so, it is mighty well; nothing can be more agreeable to justice than thus to treat your enemies.
Indeed the law of nature teaches us to kill our neighbor, and accordingly we find this practiced all over the world; and if we do not indulge ourselves in eating human flesh, it is because we have much better fare; but for your parts, who have not such resources as we, it is certainly much better judged to feast upon your enemies than to throw their bodies to the fowls of the air; and thus lose all the fruits of your victory.
Αλλά σε σας δε συμβαίνει το ίδιο. Βέβαια αξίζει περισσότερο να τρώγη κανείς τους εχθρούς του παρά ν ' αφήνη στα κοράκια τον καρπό της νίκης του. Αλλά κύριοι, δε θα θέλατε να φάτε τους φίλους σας. Νομίζετε, πως πρόκειται να περάσετε στη σούβλα ένα ιησουίτη κι ' όμως είναι ο υπερασπιστής σας, ο εχθρός των εχθρών σας, που πρόκειται να ψήσετε. Εγώ έχω γεννηθή στον τόπο σας· ο κύριος, που βλέπετε, είναι ο αφέντης μου κι ' όχι μονάχα δεν είναι ιησουίτης, μα έχει σκοτώσει προ ολίγου ένα ιησουίτη και του πήρε τα ρούχα. Να το λάθος σας.
"But surely, gentlemen, you would not choose to eat your friends. You imagine you are going to roast a Jesuit, whereas my master is your friend, your defender, and you are going to spit the very man who has been destroying your enemies; as to myself, I am your countryman; this gentleman is my master, and so far from being a Jesuit, give me leave to tell you he has very lately killed one of that order, whose spoils he now wears, and which have probably occasioned your mistake.
To convince you of the truth of what I say, take the habit he has on and carry it to the first barrier of the Jesuits' kingdom, and inquire whether my master did not kill one of their officers.
There will be little or no time lost by this, and you may still reserve our bodies in your power to feast on if you should find what we have told you to be false. But, on the contrary, if you find it to be true, I am persuaded you are too well acquainted with the principles of the laws of society, humanity, and justice, not to use us courteously, and suffer us to depart unhurt."
Οι Αυτιάδες βρήκανε αυτή την κουβέντα πολύ λογική. Διαλέξανε δυο από τους καλύτερους να πάνε γρήγορα να πληροφορηθούνε την αλήθεια. Οι δυο απεσταλμένοι εκτελέσανε την αποστολή τους σαν φρόνιμοι άνθρωποι και γυρίσανε σε λίγο φέρνοντας καλά νέα.
This speech appeared very reasonable to the Oreillons; they deputed two of their people with all expedition to inquire into the truth of this affair, who acquitted themselves of their commission like men of sense, and soon returned with good tidings for our distressed adventurers.
Οι Αυτιάδες λύσανε τους δύο αιχμαλώτους και τους κάνανε πλήθος περιποιήσεις, τους προσφέρανε κορίτσια, τους δώσανε αναψυχτικά και τους συνωδέψανε ως τα σύνορα του κράτους των φωνάζοντας εύθυμα: — Δεν είναι καθόλου Ιησουίτης ! Δεν είναι καθόλου Ιησουίτης !
Upon this they were loosed, and those who were so lately going to roast and boil them now showed them all sorts of civilities, offered them girls, gave them refreshments, and reconducted them to the confines of their country, crying before them all the way, in token of joy, "He is no Jesuit! he is no Jesuit!"
— Ο Αγαθούλης δεν έπαψε να θαυμάζη τον απελευθερωτή του. — Τι λαός ! έλεγε. Τι άνθρωποι !
Candide could not help admiring the cause of his deliverance.
"What men! what manners!" cried he. "If I had not fortunately run my sword up to the hilt in the body of Miss Cunegund's brother, I should have certainly been eaten alive.
But, after all, pure nature is an excellent thing; since these people, instead of eating me, showed me a thousand civilities as soon as they knew was not a Jesuit."
CHAPTER 17 Candide and His Valet Arrive in the Country of El Dorado-What They Saw There
When to the frontiers of the Oreillons, said Cacambo to Candide, "You see, this hemisphere is not better than the other; now take my advice and let us return to Europe by the shortest way possible."
— Πώς να γυρίσουμε; είπε ο Αγαθούλης.
"But how can we get back?" said Candide; "and whither shall we go?
To my own country? The Bulgarians and the Abares are laying that waste with fire and sword. Or shall we go to Portugal? There I shall be burned; and if we abide here we are every moment in danger of being spitted.
Αν γυρίσω στην Πορτογαλλία, θα με ψήσουνε. Αν μείνουμε σ ' αυτόν εδώ τον τόπο, κινδυνεύουμε κάθε στιγμή να μας περάσουνε στη σούβλα.
But how can I bring myself to quit that part of the world where my dear Miss Cunegund has her residence?"
Αλλά πώς ν ' αποφασίσω ν ' αφήσω το μέρος του κόσμου, που η δεσποινίς Κυνεγόνδη κατοικεί; — Ας στρίψουμε προς τη Γαϋέννα, είπεν ο Κακαμπός· θα βρούμε κει Γάλλους, που γυρίζουνε όλο τον κόσμο: θα μπορέσουνε να μας βοηθήσουνε. Ο Θεός ίσως μας λυπηθή.
"Let us return towards Cayenne," said Cacambo. "There we shall meet with some Frenchmen, for you know those gentry ramble all over the world. Perhaps they will assist us, and God will look with pity on our distress."
Δεν ήταν εύκολο να πάνε στη Γαϋέννα· ξέρανε καλά προς ποιο μέρος έπρεπε να βαδίσουν· αλλά παντού βουνά, ποτάμια, γκρεμοί, ληστές, άγριοι· υπήρχαν παντού τρομερά εμπόδια. Τ ' άλογά τους ψοφήσανε από την κούραση· οι προμήθειές τους τελειώσανε, τραφήκαν ένα ολόκληρο μήνα με άγριους καρπούς και βρεθήκανε τέλος κοντά σ ' ένα μικρό ποταμάκι, που σ ' όλο του το ρέμα είχε κοκοφοίνικες· μ ' αυτούς διατηρήσανε τη ζωή τους και τις ελπίδες τους. Ο Κακαμπός, που έδινε πάντα καλές συμβουλές σαν τη γριά, είπε στον Αγαθούλη:
It was not so easy to get to Cayenne. They knew pretty nearly whereabouts it lay; but the mountains, rivers, precipices, robbers, savages, were dreadful obstacles in the way. Their horses died with fatigue and their provisions were at an end. They subsisted a whole month on wild fruit, till at length they came to a little river bordered with cocoa trees; the sight of which at once revived their drooping spirits and furnished nourishment for their enfeebled bodies.
Cacambo, who was always giving as good advice as the old woman herself, said to Candide, "You see there is no holding out any longer; we have traveled enough on foot. I spy an empty canoe near the river side; let us fill it with cocoanuts, get into it, and go down with the stream; a river always leads to some inhabited place. If we do not meet with agreeable things, we shall at least meet with something new."
— Εμπρός ! είπε ο Αγαθούλης· ας αφεθούμε στη θεία πρόνοια.
"Agreed," replied Candide; "let us recommend ourselves to Providence."
Πλέξανε μερικές λεύγες ανάμεσα σε όχθες, άλλοτε ανθισμένες, άλλοτε χέρσες, άλλοτε ομαλές, άλλοτε απόκρημνες.
They rowed a few leagues down the river, the banks of which were in some places covered with flowers; in others barren; in some parts smooth and level, and in others steep and rugged.
Το ποτάμι φάρδαινε πάντα· τέλος χανότανε κάτου σε μια καμάρα από βράχους τρομαχτικούς, που υψωνόντανε ως τον ουρανό.
The stream widened as they went further on, till at length it passed under one of the frightful rocks, whose summits seemed to reach the clouds.
Οι δυο ταξιδιώτες είχανε το θάρρος, να εγκαταλειφτούνε στα κύματα κάτου απ ' αυτή την καμάρα.
Here our two travelers had the courage to commit themselves to the stream, which, contracting in this part, hurried them along with a dreadful noise and rapidity.
Το ποτάμι, στενεύοντας σ ' αυτό το μέρος, τους έσερνε με μια φριχτή ταχύτητα. Μετά εικοσιτέσσερις ώρες ξανάειδαν την ημέρα· αλλ ' η βάρκα τους τσακίστηκε ανάμεσα στις πέτρες· χρειάστηκε να συρθούνε από βράχο σε βράχο σ ' ένα διάστημα μιας ολόκληρης λεύγας· τέλος ανακαλύψανε έναν απέραντο ορίζοντα περικλεισμένο από βουνά ασίμωτα. Ο τόπος ήτανε καλλιεργημένος κι ' από ευχαρίστηση απλή κι ' από ανάγκη· παντού το χρήσιμο ήτανε ενωμένο με το ευχάριστο: οι δρόμοι ήτανε γεμάτοι ή καλύτερα στολισμένοι με αμάξια από υλικό λαμπερό, κουβαλώντας άντρες και γυναίκες μοναδικής ομορφιάς, και που τα σέρνανε μεγάλα κόκκινα πρόβατα, που ξεπερνούσανε, στη γρηγοράδα τα καλύτερα άλογα της Ανδαλουσίας, του Ζετουάν και του Μεκινέζ.
At the end of four and twenty hours they saw daylight again; but their canoe was dashed to pieces against the rocks. They were obliged to creep along, from rock to rock, for the space of a league, till at length a spacious plain presented itself to their sight. This place was bounded by a chain of inaccessible mountains. The country appeared cultivated equally for pleasure and to produce the necessaries of life. The useful and agreeable were here equally blended. The roads were covered, or rather adorned, with carriages formed of glittering materials, in which were men and women of a surprising beauty, drawn with great rapidity by red sheep of a very large size; which far surpassed the finest coursers of Andalusian Tetuan, or Mecquinez.
— Να, ωστόσο, είπε ο Αγαθούλης, ένας τόπος, που αξίζει καλύτερα από τη Βεστφαλία. Πήδησε στη γη με τον Κακαμπό κοντά στο πρώτο χωριό που απαντήσανε. Μερικά παιδιά του χωριού, φορώντας χρωματιστά μεταξόρουχα καταξεσκισμένα, παίζανε τις αμάδες στο έμπα του χωριού.
"Here is a country, however," said Candide, "preferable to Westphalia." He and Cacambo landed near the first village they saw, at the entrance of which they perceived some children covered with tattered garments of the richest brocade, playing at quoits.
Οι δυο μας άνθρωποι του άλλου κόσμου διασκεδάζανε κοιτάζοντάς τα: οι αμάδες τους ήτανε πολύ πλατιές και στρογγυλές, κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, και λαμποκοπούσαν εξαιρετικά. Τους ήρθε επιθυμία να μάσουνε μερικές· ήτανε μάλαμμα, σμαράγδια, ρουμπίνια, που το μικρότερό τους θα μπορούσε νάναι το μεγαλύτερο στόλισμα του θρόνου της Μογγολίας.
Our two inhabitants of the other hemisphere amused themselves greatly with what they saw. The quoits were large, round pieces, yellow, red, and green, which cast a most glorious luster. Our travelers picked some of them up, and they proved to be gold, emeralds, rubies, and diamonds; the least of which would have been the greatest ornament to the superb throne of the Great Mogul.
— Χωρίς αμφιβολία, είπεν ο Κακαμπός, αυτά τα παιδιά, θάναι τα βασιλόπουλα του τόπου, που παίζουνε τις αμάδες.
"Without doubt," said Cacambo, "those children must be the King's sons that are playing at quoits."
Ο δάσκαλος του χωριού παρουσιάστηκε αυτή τη στιγμή για να τα μπάση στο σκολειό.
As he was uttering these words the schoolmaster of the village appeared, who came to call the children to school.
— Να, είπε ο Αγαθούλης, ο παιδαγωγός της βασιλικής οικογένειας.
"There," said Candide, "is the preceptor of the royal family."
The little ragamuffins immediately quitted their diversion, leaving the quoits on the ground with all their other playthings.
Ο Αγαθούλης τα μαζεύει, τρέχει στον παιδαγωγό και του τα παρουσιάζει ταπεινά, δίνοντάς του να καταλάβη με σημεία, ότι οι βασιλικές τους υψηλότητες είχανε λησμονήσει το χρυσάφι τους και τα πολύτιμα πετράδια τους.
Candide gathered them up, ran to the schoolmaster, and, with a most respectful bow, presented them to him, giving him to understand by signs that their Royal Highnesses had forgot their gold and precious stones.
Ο δάσκαλος του χωριού χαμογελώντας τα πέταξε χάμω, παρατήρησε μια στιγμή το πρόσωπο του Αγαθούλη με πολλήν απορία κ ' εξακολούθησε το δρόμο του.
The schoolmaster, with a smile, flung them upon the ground, then examining Candide from head to foot with an air of admiration, he turned his back and went on his way.
Οι ταξιδιώτες δεν παραλείψανε να μαζέψουνε χρυσάφι, ρουμπίνια και σμαράγδια.
Our travelers took care, however, to gather up the gold, the rubies, and the emeralds.
"Where are we?" cried Candide.
Πρέπει τα βασιλόπουλα αυτού του τόπου νάναι πολύ καλά αναθρεμμένα, αφού τα μαθαίνουν να περιφρονούνε το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια.
"The King's children in this country must have an excellent education, since they are taught to show such a contempt for gold and precious stones."
Ο Κακαμπός θάμαζε σαν τον Αγαθούλη.
Cacambo was as much surprised as his master.
Πλησιάσανε τέλος στο πρώτο σπίτι του χωριού· ήτανε χτισμένο σαν ευρωπαϊκό παλάτι. Πλήθος κόσμος σφιγγότανε στην πόρτα κι ' ακόμα περισσότερο μέσα· μια πολύ ευχάριστη μουσική ακουότανε και μια ηδονική μυρωδιά κουζίνας τους έφτανε.
They then drew near the first house in the village, which was built after the manner of a European palace. There was a crowd of people about the door, and a still greater number in the house. The sound of the most delightful instruments of music was heard, and the most agreeable smell came from the kitchen.
Cacambo went up to the door and heard those within talking in the Peruvian language, which was his mother tongue; for everyone knows that Cacambo was born in a village of Tucuman, where no other language is spoken.
— Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη.
"I will be your interpreter here," said he to Candide. "Let us go in; this is an eating house."
Ας μπούμε· είναι ταβέρνα. Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι. Τους σερβίρανε τέσσερες σούπες γαρνιρισμένες καθεμία με δυο παπαγάλους, ένα μπούτι βραστό που ζύγιζε διακόσιες λίτρες, δυο μαϊμούδες ψητές εξαίσιας γεύσης, τριακόσια κολύβρια σ ' ένα πιάτο και εξακόσια μυγοπούλια σ ' ένα άλλο· επίσης ραγγού εκλεχτώτατα, γλυκίσματα νοστιμώτατα όλα μέσα σε πιάτα από ορυχτό κρύσταλλο.
Immediately two waiters and two servant-girls, dressed in cloth of gold, and their hair braided with ribbons of tissue, accosted the strangers and invited them to sit down to the ordinary. Their dinner consisted of four dishes of different soups, each garnished with two young paroquets, a large dish of bouille that weighed two hundred weight, two roasted monkeys of a delicious flavor, three hundred hummingbirds in one dish, and six hundred flybirds in another; some excellent ragouts, delicate tarts, and the whole served up in dishes of rock-crystal. Several sorts of liquors, extracted from the sugarcane, were handed about by the servants who attended.
Τα γκαρσόνια κ ' οι κοπέλλες του ξενοδοχείου τους κερνούσανε διάφορα λικέρ φκιασμένα από ζαχαροκάλαμο. Οι συμπότες ήσαν οι περισσότεροι έμποροι κι ' αμαξάδες, όλοι τους ασύγκριτα ευγενικοί, που κάνανε μερικές ερωτήσεις στον Κακαμπό με την πιο μεγάλη διάκριση κι ' απαντήσανε στις δικές τους με τρόπο ικανοποιητικό.
Most of the company were chapmen and wagoners, all extremely polite; they asked Cacambo a few questions with the utmost discretion and circumspection; and replied to his in a most obliging and satisfactory manner.
As soon as dinner was over, both Candide and Cacambo thought they should pay very handsomely for their entertainment by laying down two of those large gold pieces which they had picked off the ground; but the landlord and landlady burst into a fit of laughing and held their sides for some time.
When the fit was over, the landlord said, "Gentlemen, I plainly perceive you are strangers, and such we are not accustomed to charge; pardon us, therefore, for laughing when you offered us the common pebbles of our highways for payment of your reckoning.
Δεν έχετε, χωρίς αμφιβολία, χρήματα του τόπου, μα δε χρειάζονται για να φάτ ' εδώ. Όλα τα ξενοδοχεία τα ιδρυμένα για την ευκολία του εμπορίου πληρώνονται από το κράτος.
To be sure, you have none of the coin of this kingdom; but there is no necessity of having any money at all to dine in this house. All the inns, which are established for the convenience of those who carry on the trade of this nation, are maintained by the government.
Δεν είσαστε τυχεροί εδώ, γιατί ναι φτωχό το χωριό, μα κάθε αλλού θα φιλοξενηθήτε, όπως σας αξίζει.
You have found but very indifferent entertainment here, because this is only a poor village; but in almost every other of these public houses you will meet with a reception worthy of persons of your merit."
Cacambo explained the whole of this speech of the landlord to Candide, who listened to it with the same astonishment with which his friend communicated it.
"What sort of a country is this," said the one to the other, "that is unknown to all the world; and in which Nature has everywhere so different an appearance to what she has in ours?
Possibly this is that part of the globe where everywhere is right, for there must certainly be some such place. And, for all that Master Pangloss could say, I often perceived that things went very ill in Westphalia."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII.
CHAPTER 18
&Τι είδανε στη χώρα του Ελδοράδου.&
What They Saw in the Country of El Dorado
Cacambo vented all his curiosity upon his landlord by a thousand different questions; the honest man answered him thus, "I am very ignorant, sir, but I am contented with my ignorance; however, we have in this neighborhood an old man retired from court, who is the most learned and communicative person in the whole kingdom."
Αμέσως οδηγεί τον Κακαμπό στου γέρου. Ο Αγαθούλης έπαιζε τώρα το δεύτερο ρόλο κι ' ακολουθούσε τον υπηρέτη του.
He then conducted Cacambo to the old man; Candide acted now only a second character, and attended his valet.
Μπήκανε σ ' ένα σπίτι πάρα πολύ απλό, γιατί η πόρτα ήτανε μόνο από ασήμι και τα κουφώματα των διαμερισμάτων μόνο από χρυσάφι, αλλά δουλεμένα με τόσο γούστο, που τα πλουσιώτερα κουφώματα δε μπορούνε να τους παραβγούνε. Ο αντιθάλαμος, αληθινά, δεν ήτανε στολισμένος παρά μόνο με ρουμπίνια και σμαράγδια, αλλ ' η τάξη, που ήσαν όλα βαλμένα αντικαθιστούσε αρκετά αυτή την έσχατη απλότητα.
They entered a very plain house, for the door was nothing but silver, and the ceiling was only of beaten gold, but wrought in such elegant taste as to vie with the richest. The antechamber, indeed, was only incrusted with rubies and emeralds; but the order in which everything was disposed made amends for this great simplicity.
Ο γέρος υποδέχτηκε τους ξένους απάνω σ ' ένα σοφά που το στρώμα του ήτανε κανωμένο από φτερά κολυβρίων, και τους πρόσφερε λικέρ σε ποτήρια από διαμάντι· κατόπι ικανοποίησε την περιέργειά τους ως εξής:
The old man received the strangers on his sofa, which was stuffed with hummingbirds' feathers; and ordered his servants to present them with liquors in golden goblets, after which he satisfied their curiosity in the following terms.
"I am now one hundred and seventy-two years old, and I learned of my late father, who was equerry to the King, the amazing revolutions of Peru, to which he had been an eyewitness.
Το βασίλειο, που βρισκόμαστε, είναι η παλιά πατρίδα των Ινκάς, που βγήκανε απ ' εδώ πολύ απερίσκεπτα για να πάνε να υποτάξουν ένα άλλο μέρος του κόσμου και που τέλος καταστραφήκανε από τους Ισπανούς.
This kingdom is the ancient patrimony of the Incas, who very imprudently quitted it to conquer another part of the world, and were at length conquered and destroyed themselves by the Spaniards.
Οι πρίγκηπες της φυλής τους, που δε φύγανε από τον τόπο τους, ήσαν σοφώτεροι. Νομοθέτησαν με τη συγκατάθεση του έθνους κανείς κάτοικος να μη βγη στο μέλλον από το μικρό μας βασίλειο· κι ' αυτό διατήρησε την αγνότητά μας και την ευτυχία μας.
"Those princes of their family who remained in their native country acted more wisely. They ordained, with the consent of their whole nation, that none of the inhabitants of our little kingdom should ever quit it; and to this wise ordinance we owe the preservation of our innocence and happiness.
Οι Ισπανοί έχουνε μια συγχισμένη ιδέα για τον τόπο μας, τον ωνόμασαν Ελδοράδο, κ ' ένας Άγγλος ονομαζόμενος ιππότης Ράλαϊχ κατώρθωσε να πλησιάση ως εδώ προ εκατό χρόνια. Αλλ ' όπως ήμαστε περικυκλωμένοι από βράχους αζύγωτους κι ' από γκρεμούς, σταθήκαμε έως τώρα εξασφαλισμένοι από την αρπαχτικότητα των λαών της Ευρώπης, που έχουνε μιαν ακατανόητη μανία για τα χαλίκια και τη λάσπη της γης μας και που για να τ ' αποχτήσουνε, θα μας σκοτώνανε όλους ως τον τελευταίο.
The Spaniards had some confused notion of this country, to which they gave the name of El Dorado; and Sir Walter Raleigh, an Englishman, actually came very near it about three hundred years ago; but the inaccessible rocks and precipices with which our country is surrounded on all sides, has hitherto secured us from the rapacious fury of the people of Europe, who have an unaccountable fondness for the pebbles and dirt of our land, for the sake of which they would murder us all to the very last man."
Η συνομιλία βάσταξε αρκετά· κουβεντιάσανε για τη μορφή του πολιτεύματος, τα έθιμα, τις γυναίκες, τα δημόσια θεάματα, τις τέχνες. Τέλος ο Αγαθούλης, πούχε πάντα κλίση προς τη μεταφυσική, ρώτησε μέσον του Κακαμπό εάν στον τόπο τους υπήρχε θρησκεία.
The conversation lasted some time and turned chiefly on the form of government, their manners, their women, their public diversions, and the arts. At length, Candide, who had always had a taste for metaphysics, asked whether the people of that country had any religion.
Ο γέρος κοκκίνησε λιγάκι.
The old man reddened a little at this question.
— Πώς λοιπόν ! είπε, μπορείτε ν ' αμφιβάλλετε; Μήπως μας θεωρείτε αχάριστους;
"Can you doubt it?" said he; "do you take us for wretches lost to all sense of gratitude?"
Ο Κακαμπός ρώτησε ταπεινά ποια ήτανε η θρησκεία του Ελδοράδο.
Cacambo asked in a respectful manner what was the established religion of El Dorado.
The old man blushed again and said, "Can there be two religions, then?
Έχουμε νομίζω, τη θρησκεία όλων των ανθρώπων· λατρεύουμε το Θεό απ ' το βράδυ ως το πρωί.
Ours, I apprehend, is the religion of the whole world; we worship God from morning till night."
— Λατρεύετε ένα Θεό; ρώτησε ο Κακαμπός, χρησιμεύοντας πάντα ως διερμηνέας των αποριών του Αγαθούλη.
"Do you worship but one God?" said Cacambo, who still acted as the interpreter of Candide's doubts.
— Φανερό, είπε ο γέρος, πως δεν υπάρχουνε ούτε δυο, ούτε τρεις, ούτε τέσσερις.
"Certainly," said the old man; "there are not two, nor three, nor four Gods.
I must confess the people of your world ask very extraordinary questions."
However, Candide could not refrain from making many more inquiries of the old man; he wanted to know in what manner they prayed to God in El Dorado.
— Δεν προσευχόμαστε καθόλου, είπε ο αγαθός και σεβάσμιος σοφός. Δεν έχουμε τίποτε να του ζητήσουμε, μας τάδωσε όλα, όσα μας χρειάζονται· τον ευχαριστούμε ακατάπαυτα.
"We do not pray to Him at all," said the reverend sage; "we have nothing to ask of Him, He has given us all we want, and we give Him thanks incessantly."
Candide had a curiosity to see some of their priests, and desired Cacambo to ask the old man where they were. At which he smiling said, "My friends, we are all of us priests; the King and all the heads of families sing solemn hymns of thanksgiving every morning, accompanied by five or six thousand musicians."
— Πώς ! δεν έχετε καθόλου καλογέρους που διδάσκουνε, συζητούνε, κυβερνούνε, ραδιουργούνε και που ψήνουνε τους ανθρώπους, που δε συμφωνούνε μαζί τους;
"What!" said Cacambo, "have you no monks among you to dispute, to govern, to intrigue, and to burn people who are not of the same opinion with themselves?"
— Θάπρεπε νάμαστε τρελοί, είπε ο γέρος· εδώ είμαστε όλοι σύμφωνοι και δεν καταλαβαίνω, τι θέλετε να πήτε με τους καλογέρους σας. Ο Αγαθούλης σ ' όλον αυτό το διάλογο στεκότανε εκστατικός κ ' έλεγε μέσα του: Αυτός ο τόπος διαφέρει πολύ από τη Βεστφαλία κι ' από τον πύργο του κυρίου βαρώνου.
"Do you take us for fools?" said the old man. "Here we are all of one opinion, and know not what you mean by your monks."
During the whole of this discourse Candide was in raptures, and he said to himself, "What a prodigious difference is there between this place and Westphalia; and this house and the Baron's castle. Ah, Master Pangloss! had you ever seen El Dorado, you would no longer have maintained that the castle of Thunder-ten-tronckh was the finest of all possible edifices; there is nothing like seeing the world, that's certain."
Μετά απ ' αυτή τη μακρυά συνομιλία, ο αγαθός γέρος διάταξε να ζέψουνε μια καρότσα μ ' έξη πρόβατα κ ' έδωσε δώδεκα υπηρέτες του στους δυο ταξιδιώτες, για να τους οδηγήσουνε στο Παλάτι.
This long conversation being ended, the old man ordered six sheep to be harnessed and put to the coach, and sent twelve of his servants to escort the travelers to court.
"Excuse me," said he, "for not waiting on you in person, my age deprives me of that honor. The King will receive you in such a manner that you will have no reason to complain; and doubtless you will make a proper allowance for the customs of the country if they should not happen altogether to please you."
Ο Αγαθούλης και ο Κακαμπός ανεβαίνουνε στην καρότσα· τα έξι πρόβατα πετούσανε και σε λιγώτερο από τέσσερις ώρες φτάνουνε στο παλάτι του βασιλιά, που βρισκότανε σε μιαν άκρη της πρωτεύουσας.
Candide and Cacambo got into the coach, the six sheep flew, and, in less than a quarter of an hour, they arrived at the King's palace, which was situated at the further end of the capital.
Η πύλη ήτανε διακόσια είκοσι πόδια ψηλή κ ' εκατό πλατυά· είναι αδύνατο να εκφρασθή από τι υλικό ήτανε· καταλαβαίνει κανείς εύκολα πόση τεράστια υπεροχή έπρεπε νάχη σχετικά μ ' αυτά τα χαλίκια και μ ' αυτήν την άμμο που τα ονομάζομε μεις χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια.
At the entrance was a portal two hundred and twenty feet high and one hundred wide; but it is impossible for words to express the materials of which it was built. The reader, however, will readily conceive that they must have a prodigious superiority over the pebbles and sand, which we call gold and precious stones.
Είκοσι κοπέλλες της φρουράς υποδεχτήκανε τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό, μόλις κατεβήκανε από την καρότσα, τους ωδηγήσανε στο λουτρό και τους ντύσανε με φορέματα κανωμένα από χνούδι κολυβριού· ύστερα οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι ανώτερες αξιωματικίνες του στέμματος τους ωδηγήσανε στο διαμέρισμα της μεγαλειότητός του, ανάμεσα σε δυο σειρές από χίλιους μουσικούς, καθεμιά σύμφωνα με το έθιμο.
Twenty beautiful young virgins in waiting received Candide and Cacambo on their alighting from the coach, conducted them to the bath and clad them in robes woven of the down of hummingbirds; after which they were introduced by the great officers of the crown of both sexes to the King's apartment, between two files of musicians, each file consisting of a thousand, agreeable to the custom of the country.
Όταν πλησιάσανε στην αίθουσα του θρόνου, ο Κακαμπός ρώτησε έναν ανώτερο αξιωματικό, τι έπρεπε να κάνουνε για να χαιρετήσουνε την μεγαλειότητά του: αν πρέπει να πέσουνε στα γόνατα ή να συρτούνε με την κοιλιά· αν πρέπει να βάλουνε τα χέρια στο κεφάλι ή στον πισινό· αν φιλούνε τη σκόνη της σάλλας: μ ' ένα λόγο ποια είναι η εθιμοτυπία.
When they drew near to the presence-chamber, Cacambo asked one of the officers in what manner they were to pay their obeisance to His Majesty; whether it was the custom to fall upon their knees, or to prostrate themselves upon the ground; whether they were to put their hands upon their heads, or behind their backs; whether they were to lick the dust off the floor; in short, what was the ceremony usual on such occasions.
Η συνήθεια, είπε ο ανώτερος αξιωματικός, είναι ν ' αγκαλιάζουνε το βασιλιά και να τον φιλούνε από τα δυο μάγουλα.
"The custom," said the great officer, "is to embrace the King and kiss him on each cheek."
Ο Αγαθούλης κι ' ο Κακαμπός πηδήσανε στα λαιμό του βασιλιά, ο οποίος τους δέχτηκε με τη μεγαλύτερη καλωσύνη, που μπορεί κανείς να φαντασθή και τους προσκάλεσε ευγενικά στο δείπνο.
Candide and Cacambo accordingly threw their arms round His Majesty's neck, who received them in the most gracious manner imaginable, and very politely asked them to sup with him.
Στο αναμεταξύ τους σεργιανίσανε να ιδούν την πόλη, τα δημόσια χτίρια, ψηλά ως τα σύγνεφα, τις αγορές με τις χίλιες κολόννες, τις βρύσες του καθάριου νερού, τις βρύσες του ρόδινου νερού και των λικέρ από ζαχαροκάλαμο, που τρέχουνε ακατάπαυτα σε μεγάλες πλατείες, στρωμένες μ ' ένα είδος πετραδιών, που σκορπούσανε μια μυρουδιά όμοια με του μοσκοκαρφιού και της κανέλλας. Ο Αγαθούλης ζήτησε να ιδή το δικαστήριο, τη βουλή.
While supper was preparing, orders were given to show them the city, where they saw public structures that reared their lofty heads to the clouds; the marketplaces decorated with a thousand columns; fountains of spring water, besides others of rose water, and of liquors drawn from the sugarcane, incessantly flowing in the great squares, which were paved with a kind of precious stones that emitted an odor like that of cloves and cinnamon.
Του είπανε πως δεν υπήρχανε και πως δεν κάνουνε δίκες. Ρώτησε, αν υπήρχανε φυλακές, και του είπαν όχι. Ό,τι τον ξάφνισε περισσότερο και τον ευχαρίστησε περισσότερο, ήτανε το Μέγαρο των Επιστημών, μέσα στο οποίο είδε μια γαλαρία δυο χιλιάδες βήματα μάκρος, όλο γεμάτην από όργανα μαθηματικής και φυσικής.
Candide asked to see the High Court of justice, the Parliament; but was answered that they had none in that country, being utter strangers to lawsuits. He then inquired if they had any prisons; they replied none. But what gave him at once the greatest surprise and pleasure was the Palace of Sciences, where he saw a gallery two thousand feet long, filled with the various apparatus in mathematics and natural philosophy.
Αφού σεργιανήσανε όλο το απόγευμα σχεδόν το χιλιοστό μέρος της πολιτείας, τους ωδηγήσανε στο βασιλιά.
After having spent the whole afternoon in seeing only about the thousandth part of the city, they were brought back to the King's palace.
Ο Αγαθούλης κάθησε στο τραπέζι ανάμεσα στη Μεγαλειότητά του και στον υπηρέτη του τον Κακαμπό και πλήθος κυρίες.
Candide sat down at the table with His Majesty, his valet Cacambo, and several ladies of the court. Never was entertainment more elegant, nor could any one possibly show more wit than His Majesty displayed while they were at supper.
Ο Κακαμπός εξηγούσε τα καλά λόγια του βασιλιά στον Αγαθούλη κι ' αν και μεταφρασμένα, φαινόντανε πάντα καλά λόγια.
Cacambo explained all the King's bons mots to Candide, and, although they were translated, they still appeared to be bons mots.
Of all the things that surprised Candide, this was not the least.
Ο Αγαθούλης έλεγε πάντα στον Κακαμπό: — Είναι αλήθεια, φίλε μου, άλλη μια φορά, πως ο πύργος, που γεννήθηκα, δεν αξίζει τον τόπο, που βρισκόμαστε τώρα· μα επί τέλους η δεσποινίς Κυνεγόνδη δεν είναι εδώ κι ' έχετε χωρίς αμφιβολία, κάποιαν ερωμένη στην Ευρώπη. Αν μείνουμε εδώ, θα είμαστε, όπως όλοι οι άλλοι· ενώ αν γυρίσουμε στον κόσμο μας, μονάχα μ ' έξι πρόβατα φορτωμένα από τα χαλίκια του Ελδοράδου, θα είμαστε πιο πλούσιοι απ ' όλους μαζί τους βασιλιάδες· δε θα φοβόμαστε τους ιεροξεταστές και θα μπορέσουμε εύκολα να ξαναπάρουμε τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
They spent a whole month in this hospitable place, during which time Candide was continually saying to Cacambo, "I own, my friend, once more, that the castle where I was born is a mere nothing in comparison to the place where we now are; but still Miss Cunegund is not here, and you yourself have doubtless some fair one in Europe for whom you sigh. If we remain here we shall only be as others are; whereas if we return to our own world with only a dozen of El Dorado sheep, loaded with the pebbles of this country, we shall be richer than all the kings in Europe; we shall no longer need to stand in awe of the Inquisitors; and we may easily recover Miss Cunegund."
Αυτός ο λόγος άρεσε του Κακαμπό· είναι τόσο ευχάριστο να τρέχη κανείς στον κόσμο, νάχη υπόληψη στους συμπατριώτες του, να διηγέται με στόμφο ό,τι είδε στα ταξίδιά του, ώστε οι δυο ευτυχισμένοι αποφασίσανε να μην είναι πια ευτυχισμένοι και να ζητήσουνε την άδεια από τη μεγαλειότητά του να φύγουνε.
This speech was perfectly agreeable to Cacambo. A fondness for roving, for making a figure in their own country, and for boasting of what they had seen in their travels, was so powerful in our two wanderers that they resolved to be no longer happy; and demanded permission of the King to quit the country.
"You are about to do a rash and silly action," said the King. "I am sensible my kingdom is an inconsiderable spot; but when people are tolerably at their ease in any place, I should think it would be to their interest to remain there.
Δεν έχω βέβαια το δικαίωμα να κρατώ τους ξένους· αυτό είναι τυραννία που δεν υπάρχει ούτε στα ήθη μας ούτε στους νόμους μας· όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι: φύγετε, όταν θέλετε, αλλ ' η έξοδος είναι πολύ δύσκολη. Είναι αδύνατο ν ' ανεβήτε τορμητικό ποτάμι, με το οποίον ήρθατε εδώ σαν από θαύμα, και που τρέχει κάτου από τη καμάρα των βράχων. Τα βουνά, που περιγυρίζουνε το βασίλειό μου, έχουνε ύψος δέκα χιλιάδων ποδιών κι ' είναι ίσα σαν τοίχοι· πιάνουνε το καθένα σε πλάτος περισσότερο από δέκα χιλιάδες λεύγες· δε μπορεί κανείς να κατέβη απ ' αυτά παρά από γκρεμούς.
Most assuredly, I have no right to detain you, or any strangers, against your wills; this is an act of tyranny to which our manners and our laws are equally repugnant. All men are by nature free; you have therefore an undoubted liberty to depart whenever you please, but you will have many and great difficulties to encounter in passing the frontiers. It is impossible to ascend that rapid river which runs under high and vaulted rocks, and by which you were conveyed hither by a kind of miracle. The mountains by which my kingdom are hemmed in on all sides, are ten thousand feet high, and perfectly perpendicular; they are above ten leagues across, and the descent from them is one continued precipice.
Όμως, επειδή το θέλετε απόλυτα να φύγετε, θα δώσω διαταγή στους μηχανικούς να κάνουνε μια μηχανή, που να μπορή να σας μεταφέρη με άνεση. Όταν θα σας φέρουνε απ ' το πίσω μέρος των βουνών, κανείς δε θα μπορέση να σας συνοδέψη: γιατί οι υπήκοοί μου, ωρκιστήκανε να μη βγούνε ποτές από τον περίβολό τους κ ' είναι αρκετά φρόνιμοι, που να μη παραβούνε τον όρκο τους. Ζητήστε μου άλλωστε ό,τι ευαρεστείσθε.
"However, since you are determined to leave us, I will immediately give orders to the superintendent of my carriages to cause one to be made that will convey you very safely. When they have conducted you to the back of the mountains, nobody can attend you farther; for my subjects have made a vow never to quit the kingdom, and they are too prudent to break it. Ask me whatever else you please."
"All we shall ask of Your Majesty," said Cacambo, "is only a few sheep laden with provisions, pebbles, and the clay of your country."
Ο βασιλιάς γέλασε: — Δεν καταλαβαίνω, είπε, τι γούστο βρίσκουνε οι Ευρωπαίοι στην κίτρινη μας λάσπη· αλλά πάρετε όση θέλετε κι ' άμποτε να σας χρησιμέψη.
The King smiled at the request and said, "I cannot imagine what pleasure you Europeans find in our yellow clay; but take away as much of it as you will, and much good may it do you."
Έδωσε διαταγή αμέσως στους μηχανικούς του να κάνουνε μια μηχανή για να σηκώσουνε ψηλά αυτούς τους δυο παράξενους ανθρώπους έξω από το βασίλειο. Τρεις χιλιάδες άξιοι φυσικοί δουλέψανε γι ' αυτήν· ήταν έτοιμη σε δεκαπέντε μέρες και δεν κόστισε περισσότερο από είκοσι εκατομμύρια λίρες στερλίνες, νόμισμα του τόπου.
He immediately gave orders to his engineers to make a machine to hoist these two extraordinary men out of the kingdom. Three thousand good machinists went to work and finished it in about fifteen days, and it did not cost more than twenty millions sterling of that country's money.
Βάλανε μέσα στη μηχανή τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό· βάλανε ακόμα δυο μεγάλα κόκκινα πρόβατα με σέλλες και με χαλινάρια για να τους χρησιμέψουνε για καβάλλα, εάν θα περνούσανε τα βουνά, είκοσι πρόβατα σαμαρωμένα, κατάφορτα από τρόφιμα, άλλα τριάντα φορτωμένα με διάφορα δώρα από ό,τι ο τόπος έχει πιο αξιοπερίεργο και πενήντα φορτωμένα μάλαμα, πετράδια και διαμάντια.
Candide and Cacambo were placed on this machine, and they took with them two large red sheep, bridled and saddled, to ride upon, when they got on the other side of the mountains; twenty others to serve as sumpters for carrying provisions; thirty laden with presents of whatever was most curious in the country, and fifty with gold, diamonds, and other precious stones.
Ο βασιλιάς φίλησε τρυφερά τους δυο τυχοδιώχτες.
The King, at parting with our two adventurers, embraced them with the greatest cordiality.
Ήταν έξοχο θέαμα η αναχώρησή τους και ο μεγαλοπρεπής τρόπος με τον οποίον υψωθήκανε αυτοί και τα πρόβατά τους πάνου από τα βουνά. Οι φυσικοί τους αποχαιρετίσανε, αφού τους φέρανε σε μέρος ασφαλισμένο κι ' ο Αγαθούλης δεν είχε πια άλλη επιθυμία κι ' άλλη σκέψι από το να πάη να προσφέρη τα πρόβατά του στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
It was a curious sight to behold the manner of their setting off, and the ingenious method by which they and their sheep were hoisted to the top of the mountains. The machinists and engineers took leave of them as soon as they had conveyed them to a place of safety, and Candide was wholly occupied with the thoughts of presenting his sheep to Miss Cunegund.
— Έχουμε, είπε, με τι να πληρώσουμε τον Κυβερνήτη του Βουένος- Άυρες, αν η δεσποινίς Κυνεγόνδη ημπορεί να ξετιμηθή. Ας βαδίσουμε προς την Γαϋέννη, ας μπούμε σ ' ένα καΐκι και θα ιδούμε κατόπι ποιο βασίλειο μπορούμε ν ' αγοράσουμε.
"Now," cried he, "thanks to Heaven, we have more than sufficient to pay the Governor of Buenos Ayres for Miss Cunegund, if she is redeemable. Let us make the best of our way to Cayenne, where we will take shipping and then we may at leisure think of what kingdom we shall purchase with our riches."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX
CHAPTER 19
What Happened to Them at Surinam, and How Candide Became Acquainted with Martin
Η πρώτη μέρα των δύο ταξιδιωτών μας υπήρξε πολύ ευχάριστη. Είχανε πολύ θάρρος με την ιδέα πως ήσαν οι κάτοχοι περισσότερων θησαυρών απ ' όσους η Ασία, η Ευρώπη και η Αφρική μπορούσανε να μάσουνε.
Our travelers' first day's journey was very pleasant; they were elated with the prospect of possessing more riches than were to be found in Europe, Asia, and Africa together.
Ο Αγαθούλης ενθουσιασμένος έγραφε τ ' όνομα της Κυνεγόνδης απάνου στα δένδρα.
Candide, in amorous transports, cut the name of Miss Cunegund on almost every tree he came to.
Τη δεύτερη μέρα δυο από τα πρόβατά τους βουλιάξανε μέσα στα έλη και χαθήκανε μαζί με τα φορτώματά τους. Δυο άλλα πρόβατα ψοφήσανε απ' την κούραση λίγες μέρες αργότερα· εφτά ή οχτώ ψοφήσανε κατόπι από την πείνα σε μια έρημο· άλλα πέσανε σε λίγες μέρες μέσα σε γκρεμούς. Τέλος μετά εκατό μερών πορεία τους μείνανε μονάχα δυο πρόβατα. Ο Αγαθούλης είπε στον Κακαμπό:
The second day two of their sheep sunk in a morass, and were swallowed up with their Jading; two more died of fatigue; some few days afterwards seven or eight perished with hunger in a desert, and others, at different times, tumbled down precipices, or were otherwise lost, so that, after traveling about a hundred days they had only two sheep left of the hundred and two they brought with them from El Dorado.
Said Candide to Cacambo, "You see, my dear friend, how perishable the riches of this world are; there is nothing solid but virtue."
"Very true," said Cacambo, "but we have still two sheep remaining, with more treasure than ever the King of Spain will be possessed of; and I espy a town at a distance, which I take to be Surinam, a town belonging to the Dutch.
Είμαστε στο τέλος των ταλαιπωριών μας και στην αρχή της ευτυχίας μας.
We are now at the end of our troubles, and at the beginning of happiness."
Ζυγώνοντας στην πολιτεία, απαντήσανε ένα νέγρο ξαπλωμένο στο χώμα, που φορούσε μονάχα μισό φόρεμα δηλ. μισό πανταλόνι από γαλάζιο πανί.
As they drew near the town they saw a Negro stretched on the ground with only one half of his habit, which was a kind of linen frock; for the poor man had lost his left leg and his right hand.
Του λείπανε η αριστερή γάμπα και το δεξί χέρι. — Ε!
"Good God," said Candide in Dutch, "what dost thou here, friend, in this deplorable condition?"
"I am waiting for my master, Mynheer Vanderdendur, the famous trader," answered the Negro.
— Μήπως ο κύριος Βάντερντέντουρ σ ' έκανε σ ' αυτά τα χάλια;
"Was it Mynheer Vanderdendur that used you in this cruel manner?"
— Μάλιστα, κύριε, απάντησε ο νέγρος. Αυτή είναι η συνήθεια· μας δίνουν ένα πανένιο βρακί για φορεσιά δυο φορές το χρόνο. Όταν δουλεύουμε στα ζαχαροποιεία κι ' ο τροχός μας αρπάξη το δάχτυλο μας κόβουνε το χέρι· όταν αποπειραθούμε να φύγουμε, μας κόβουνε το πόδι· μου τύχανε κ ' οι δυο αυτές περίπτωσες. Αυτά κοστίζει η ζάχαρη, που τρώτε στην Ευρώπη.
"Yes, sir," said the Negro; "it is the custom here. They give a linen garment twice a year, and that is all our covering. When we labor in the sugar works, and the mill happens to snatch hold of a finger, they instantly chop off our hand; and when we attempt to run away, they cut off a leg.
Ωστόσο, όταν η μητέρα μου με πούλησε για δυο σκούδα παταγωνικά στις αχτές της Γουινέας, μούλεγε: « Αγαπητό μου παιδί, ευλόγα τα φετίς, λάτρευέ τα πάντα και θα σε κάνουνε να ζήσης ευτυχής· έχεις την τιμή νάσαι σκλάβος των αφεντάδων μας των λευκών και κάμνεις έτσι πλούσιους τον πατέρα σου και τη μητέρα σου ».
Both these cases have happened to me, and it is at this expense that you eat sugar in Europe; and yet when my mother sold me for ten patacoons on the coast of Guinea, she said to me, 'My dear child, bless our fetishes; adore them forever; they will make thee live happy; thou hast the honor to be a slave to our lords the whites, by which thou wilt make the fortune of us thy parents.'
"Alas! I know not whether I have made their fortunes; but they have not made mine; dogs, monkeys, and parrots are a thousand times less wretched than I. The Dutch fetishes who converted me tell me every Sunday that the blacks and whites are all children of one father, whom they call Adam.
Δεν είμαι γεννεαλόγος· αλλ ' [ αν ] αυτοί οι ιεροκήρυκες λένε την αλήθεια, θα παραδεχθήτε, πως δεν είναι δυνατό να μεταχειρισθή κανείς με φριχτότερο τρόπο τους συγγενείς του. — Ω !
As for me, I do not understand anything of genealogies; but if what these preachers say is true, we are all second cousins; and you must allow that it is impossible to be worse treated by our relations than we are."
"O Pangloss!" cried out Candide, "such horrid doings never entered thy imagination. Here is an end of the matter. I find myself, after all, obliged to renounce thy Optimism."
— Τι ' ναι η αισιοδοξία; ρωτούσε ο Κακαμπός.
"Optimism," said Cacambo, "what is that?"
"Alas!" replied Candide, "it is the obstinacy of maintaining that everything is best when it is worst." And so saying he turned his eyes towards the poor Negro, and shed a flood of tears; and in this weeping mood he entered the town of Surinam.
Αυτός, στον οποίο απευθυνθήκανε, ήτανε ένας Ισπανός πλοίαρχος που προσεφέρθηκε να τους υπηρετήση τίμια.
Immediately upon their arrival our travelers inquired if there was any vessel in the harbor which they might send to Buenos Ayres.
The person they addressed themselves to happened to be the master of a Spanish bark, who offered to agree with them on moderate terms, and appointed them a meeting at a public house. Thither Candide and his faithful Cacambo went to wait for him, taking with them their two sheep.
— Αδυνατώ να σας πάω στο Βουένος Άυρες, είπε ο πλοίαρχος: θα με κρεμάσουνε, καθώς και σας.
Candide, who was all frankness and sincerity, made an ingenuous recital of his adventures to the Spaniard, declaring to him at the same time his resolution of carrying off Miss Cunegund from the Governor of Buenos Ayres.
Η ωραία Κυνεγόνδη είναι η ευνοούμενη μαιτρέσσα του Κυβερνήτη. Η πληροφορία αυτή τούρθε του Αγαθούλη σαν κεραυνός· έκλαψε πολύ.
"Oh, ho!" said the shipmaster, "if that is the case, get whom you please to carry you to Buenos Ayres; for my part, I wash my hands of the affair. It would prove a hanging matter to us all. The fair Cunegund is the Governor's favorite mistress."
These words were like a clap of thunder to Candide; he wept bitterly for a long time, and, taking Cacambo aside, he said to him, "I'll tell you, my dear friend, what you must do. We have each of us in our pockets to the value of five or six millions in diamonds; you are cleverer at these matters than I; you must go to Buenos Ayres and bring off Miss Cunegund.
If the Governor makes any difficulty give him a million; if he holds out, give him two; as you have not killed an Inquisitor, they will have no suspicion of you.
I'll fit out another ship and go to Venice, where I will wait for you. Venice is a free country, where we shall have nothing to fear from Bulgarians, Abares, Jews or Inquisitors."
Ο Κακαμπός χειροκρότησε αυτή τη σοφή λύση. Ήτανε απελπισμένος, αν θα χωριζότανε από έναν καλόν αφέντη που τούχε γίνει φίλος εγκάρδιος.
Cacambo greatly applauded this wise resolution. He was inconsolable at the thoughts of parting with so good a master, who treated him more like an intimate friend than a servant; but the pleasure of being able to do him a service soon got the better of his sorrow.
They embraced each other with a flood of tears. Candide charged him not to forget the old woman. Cacambo set out the same day. This Cacambo was a very honest fellow.
Candide continued some days longer at Surinam, waiting for any captain to carry him and his two remaining sheep to Italy.
He hired domestics, and purchased many things necessary for a long voyage; at length Mynheer Vanderdendur, skipper of a large Dutch vessel, came and offered his service.
Τέλος ο κύριος Βάντερντέντουρ, αφέντης ενός μεγάλου καραβιού, παρουσιάζεται σ ' αυτόν. — Πόσα θέλετε, τόνε ρώτησε ο Αγαθούλης, για να με πάτε κατ ' ευθείαν στη Βενετία, εμένα, τους ανθρώπους μου, τις αποσκευές μου κι ' αυτά τα δυο πρόβατα;
"What will you have," said Candide, "to carry me, my servants, my baggage, and these two sheep you see here, directly to Venice?"
The skipper asked ten thousand piastres, and Candide agreed to his demand without hestitation.
— Ω ! ω ! είπε μέσα του ο πονηρός Βάντερντέντουρ, αυτός ο ξένος δίνει μονομιάς δέκα χιλιάδες πιάστρα ! Πρέπει νάναι πολύ πλούσιος.
"Ho, ho!" said the cunning Vanderdendur to himself, "this stranger must be very rich; he agrees to give me ten thousand piastres without hesitation."
Returning a little while after, he told Candide that upon second consideration he could not undertake the voyage for less than twenty thousand.
— Ε! καλά, θα τα λάβης, είπε ο Αγαθούλης.
"Very well; you shall have them," said Candide.
"Zounds!" said the skipper to himself, "this man agrees to pay twenty thousand piastres with as much ease as ten."
Τάστριψε πάλι και τούπε, πως δε μπορούσε να τον πάη στη Βενετία μ ' ολιγώτερα από τριάντα χιλιάδες πιάστρα.
Accordingly he went back again, and told him roundly that he would not carry him to Venice for less than thirty thousand piastres.
— Θα λάβης λοιπόν τριάντα, απάντησε ο Αγαθούλης.
"Then you shall have thirty thousand," said Candide.
— Ω ω ! είπε πάλι μέσα του ο Ολλανδός έμπορος, τριάντα χιλιάδες πιάστρα δεν κοστίζουν τίποτε σ ' αυτό τον άνθρωπο ! χωρίς αμφιβολία τα δυο πρόβατα είναι φορτωμένα άπειρους θησαυρούς. Ας μην επιμείνω περισσότερο: ας πληρωθούμε πρώτα τις τριάντα χιλιάδες πιάστρα κι ' έπειτα βλέπουμε.
"Odso!" said the Dutchman once more to himself, "thirty thousand piastres seem a trifle to this man. Those sheep must certainly be laden with an immense treasure. I'll e'en stop here and ask no more; but make him pay down the thirty thousand piastres, and then we may see what is to be done farther."
Candide sold two small diamonds, the least of which was worth more than all the skipper asked.
Τον προπλήρωσε, τα δυο πρόβατα μπαρκαριστήκανε πρώτα. Ο Αγαθούλης ακολουθούσε μέσα σε μια μικρή βάρκα για να σμίξη το πλοίο στο λιμάνι· ο πλοίαρχος προλαβαίνει, ανοίγει τα πανιά, ξεκινάει, ο αέρας είναι πρίμος.
He paid him beforehand, the two sheep were put on board, and Candide followed in a small boat to join the vessel in the road. The skipper took advantage of his opportunity, hoisted sail, and put out to sea with a favorable wind. Candide, confounded and amazed, soon lost sight of the ship.
Ο Αγαθούλης απελπισμένος και κατάπληχτος τον χάνει σε λίγο από τα μάτια του. Αλίμονο ! να μια κατεργαριά άξια του παλαιού Κόσμου.
"Alas!" said he, "this is a trick like those in our old world!"
Ξαναγύρισε στην παραλία συντριμμένος από τη λύπη: γιατί, επί τέλους, έχασε περιουσία δέκα βασιλιάδων.
He returned back to the shore overwhelmed with grief; and, indeed, he had lost what would have made the fortune of twenty monarchs.
Πηγαίνει αμέσως στον Ολλανδό δικαστή· κι ' όπως ήτανε λιγάκι ταραγμένος, χτυπά απότομα την πόρτα· μπαίνει, εκθέτει το δυστύχημά του, φωνάζει λιγάκι περισσότερο απ ' ό,τι έπρεπε.
Straightway upon his landing he applied to the Dutch magistrate; being transported with passion he thundered at the door, which being opened, he went in, told his case, and talked a little louder than was necessary.
Ο δικαστής πρώτα τον βάζει να πληρώση δέκα χιλιάδες πιάστρα για το θόρυβο, που έκανε· κατόπι τον άκουσε υπομονητικά, του υποσχέθηκε να εξετάση την υπόθεσή του, μόλις ο έμπορος ξαναγυρίση, και τον έβαλε να πληρώση άλλες δέκα χιλιάδες πιάστρα για έξοδα ακροάσεως. Αυτός ο τρόπος έφερε σε τέλεια απελπισία τον Αγαθούλη.
The magistrate began with fining him ten thousand piastres for his petulance, and then listened very patiently to what he had to say, promised to examine into the affair on the skipper's return, and ordered him to pay ten thousand piastres more for the fees of the court.
This treatment put Candide out of all patience; it is true, he had suffered misfortunes a thousand times more grievous, but the cool insolence of the judge, and the villainy of the skipper raised his choler and threw him into a deep melancholy.
Η κακία των ανθρώπων παρουσιαζότανε στα μάτια του μ ' όλη της την ασχημιά και τρεφόταν όλο με θλιβερές σκέψεις.
The villainy of mankind presented itself to his mind in all its deformity, and his soul was a prey to the most gloomy ideas.
Τέλος, επειδή ένα γαλλικό καράβι ήταν έτοιμο να φύγη για το Μπορντώ, αφού πια δεν είχε να μπαρκαρίση πρόβατα φορτωμένα διαμάντια, νοίκιασε μια καμπίνα στη σωστή τιμή της και κοινοποίησε, ενώ ακόμα ήτανε στην πόλη, πως θα πληρώση το ταξίδι, την τροφή και δυο χιλιάδες πιάστρα σε όποιον τίμιο άνθρωπο θάθελε να τον συνοδέψη στο ταξίδι, με τον όρο, πως αυτός ο άνθρωπος θάτανε ο πιο απογοητευμένος από την κατάστασή του κι ' ο πιο δυστυχισμένος της επαρχίας.
After some time, hearing that the captain of a French ship was ready to set sail for Bordeaux, as he had no more sheep loaded with diamonds to put on board, he hired the cabin at the usual price; and made it known in the town that he would pay the passage and board of any honest man who would give him his company during the voyage; besides making him a present of ten thousand piastres, on condition that such person was the most dissatisfied with his condition, and the most unfortunate in the whole province.
Παρουσιαστήκανε πλήθος υποψήφιοι, που ολόκληρος στόλος δε θα μπορούσε να τους χωρέση.
Upon this there appeared such a crowd of candidates that a large fleet could not have contained them.
Ο Αγαθούλης θέλοντας να διαλέξη μεταξύ τους τον πιο ολοφάνερα δυστυχισμένο, ξεχώρισε καμιά εικοσαριά που φαινόντανε πιο κοινωνικοί και που όλοι αξιούσανε να προτιμηθούνε.
Candide, willing to choose from among those who appeared most likely to answer his intention, selected twenty, who seemed to him the most sociable, and who all pretended to merit the preference.
He invited them to his inn, and promised to treat them with a supper, on condition that every man should bind himself by an oath to relate his own history; declaring at the same time, that he would make choice of that person who should appear to him the most deserving of compassion, and the most justly dissatisfied with his condition in life; and that he would make a present to the rest.
This extraordinary assembly continued sitting till four in the morning. Candide, while he was listening to their adventures, called to mind what the old woman had said to him in their voyage to Buenos Ayres, and the wager she had laid that there was not a person on board the ship but had met with great misfortunes.
Συλλογιζότανε τον Παγγλώσση σε κάθε περιπέτεια, που του διηγόντανε.
Every story he heard put him in mind of Pangloss.
— Αυτός ο Παγγλώσσης, έλεγε μέσα του, θα δυσκολευότανε ν' αποδείξη την αλήθεια του συστήματός του. Θάθελα νάταν εδώ.
"My old master," said he, "would be confoundedly put to it to demonstrate his favorite system. Would he were here!
Certainly if everything is for the best, it is in El Dorado, and not in the other parts of the world."
Τέλος προτίμησε ένα δυστυχισμένο σοφό, πούχε δουλέψει δέκα χρόνια για τους βιβλιοπώλας του Άμστερνταμ. Σκέφτηκε, πως δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα στον κόσμο, που ν ' απαγοητεύη περισσότερο. Αυτός ο σοφός, που ήταν άλλωστε ένας αγαθός άνθρωπος, τον είχε κλέψει η γυναίκα του, τον είχε δείρει ο γυιός του, τον είχε εγκαταλείψει η κόρη του, ακολουθώντας έναν Πορτογάλλο.
At length he determined in favor of a poor scholar, who had labored ten years for the booksellers at Amsterdam: being of opinion that no employment could be more detestable.
Προ μικρού τον είχαν απολύσει από μια μικρή θέση, με την οποία ζούσε. Οι ιεροκήρυκες του Σουρινάμ τον καταδίωκαν ως σοσινιανό.
This scholar, who was in fact a very honest man, had been robbed by his wife, beaten by his son, and forsaken by his daughter, who had run away with a Portuguese. He had been likewise deprived of a small employment on which he subsisted, and he was persecuted by the clergy of Surinam, who took him for a Socinian.
Πρέπει να ομολογήσουμε, πως κι ' οι άλλοι ήτανε τουλάχιστο τόσο δυστυχισμένοι, όσο κι ' αυτός.
It must be acknowledged that the other competitors were, at least, as wretched as he; but Candide was in hopes that the company of a man of letters would relieve the tediousness of the voyage.
All the other candidates complained that Candide had done them great injustice, but he stopped their mouths by a present of a hundred piastres to each.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX.
CHAPTER 20
&Τι τους συνέβη στο ταξίδι του Αγαθούλη και του Μαρτίνου.&
What Befell Candide and Martin on Their Passage
Ο γέρο-σοφός, που ονομαζότανε Μαρτίνος, επιβιβάσθηκε τέλος με τον Αγαθούλη για το Μπορντώ. Κι ' ο ένας κι ' ο άλλος είχανε πολλά ιδεί και πολλά πάθει.
The old philosopher, whose name was Martin, took shipping with Candide for Bordeaux.
Κι ' όταν το καράβι θάνοιγε πανιά από το Σουρινάμ για την Ιαπωνία περνώντας από το ακρωτήριο της Καλής-Ελπίδας,θάχανε καιρό να συζητήσουνε σε όλο τους το ταξίδι για το φυσικό και ηθικό κακό.
Both had seen and suffered a great deal, and had the ship been going from Surinam to Japan round the Cape of Good Hope, they could have found sufficient entertainment for each other during the whole voyage, in discoursing upon moral and natural evil.
Ωστόσο ο Αγαθούλης υπερτερούσε κάπως τον Μαρτίνο, στο ότι έλπιζε πάντα να ξαναϊδή τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, ενώ ο Μαρτίνος δεν έλπιζε τίποτα: επί πλέον είχε χρυσάφι και διαμάντια· και μολονότι είχε χάσει εκατό μεγάλα πρόβατα κόκκινα, φορτωμένα από τους πιο μεγάλους θησαυρούς της γης, μολονότι είχε πάντα στην καρδιά του την ατιμία του ολλανδού πλοιάρχου, ωστόσο, σαν συλλογιζόταν αυτά, που του μείνανε στις τσέπες, και σαν μιλούσε για την Κυνεγόνδη, μάλιστα στο τέλος του φαγητού, έκλινε τότε προς το σύστημα του Παγγλώσση.
Candide, however, had one advantage over Martin: he lived in the pleasing hopes of seeing Miss Cunegund once more; whereas, the poor philosopher had nothing to hope for. Besides, Candide had money and jewels, and, not withstanding he had lost a hundred red sheep laden with the greatest treasure outside of El Dorado, and though he still smarted from the reflection of the Dutch skipper's knavery, yet when he considered what he had still left, and repeated the name of Cunegund, especially after meal times, he inclined to Pangloss's doctrine.
"And pray," said he to Martin, "what is your opinion of the whole of this system? What notion have you of moral and natural evil?"
— Κύριε, απάντησε ο Μαρτίνος, οι παπάδες μου με κατηγόρησαν ως σοσινιανό· αλλ ' η πραγματική αλήθεια είναι, πως είμαι μανιχαίος.
"Sir," replied Martin, "our priest accused me of being a Socinian; but the real truth is, I am a Manichaean."
— Με κοροϊδεύετε, είπε ο Αγαθούλης· δεν υπάρχουνε πια μανιχαίοι στον κόσμο.
"Nay, now you are jesting," said Candide; "there are no Manichaeans existing at present in the world."
"And yet I am one," said Martin; "but I cannot help it. I cannot for the soul of me think otherwise."
— Πρέπει νάχετε το διάβολο μέσα σας, είπε ο Αγαθούλης.
"Surely the Devil must be in you," said Candide.
Ανακατεύεται τόσο πολύ στα πράγματα του κόσμου τούτου, είπε ο Μαρτίνος, που μπορεί πολύ καλά νάναι μέσα μου, όπως και παντού αλλού· αλλά σας ομολογώ, πως ρίχνοντας το βλέμμα μου απάνου σ ' αυτή τη σφαίρα ή καλύτερα τη σφαιρίτσα, σκέπτομαι, πως ο Θεός την εγκατάλειψε όλην σε κάποιο πνεύμα κακοποιό, εξόν από το Ελδοράδο.
"He concerns himself so much," replied Martin, "in the affairs of this world that it is very probable he may be in me as well as everywhere else; but I must confess, when I cast my eye on this globe, or rather globule, I cannot help thinking that God has abandoned it to some malignant being. I always except El Dorado.
Δεν έχω διόλου ιδωμένα πολιτεία, που να μη θέλη την καταστροφή της γειτονικής πολιτείας, ούτε οικογένεια που να μη θέλη το ξεπάτωμα άλλης οικογένειας.
I scarce ever knew a city that did not wish the destruction of its neighboring city; nor a family that did not desire to exterminate some other family.
Παντού οι αδύνατοι μισούνε τους δυνατούς, που μπροστά τους σέρνονται κι ' οι δυνατοί τους μεταχειρίζονται σαν κοπάδια και πουλούνε το μαλλί τους και το κρέας τους. Ένα εκατομμύριο δολοφόνοι καταταγμένοι σε συντάγματα, τρέχοντας από τη μια στην άλλη άκρα της Ευρώπης, σκοτώνουνε και ληστεύουνε με πειθαρχία για να κερδίσουνε το ψωμί τους, γιατί δεν υπάρχει επάγγελμα εντιμότερο απ ' αυτό. Και στις πολιτείες που φαίνονται πως χαίρονται την ειρήνη κι ' όπου οι τέχνες ανθούνε, οι άνθρωποι κατατρώγονται από περισσότερες επιθυμίες, φροντίδες κι ' ανησυχίες, απ ' όσα δοκιμάζει δεινά μια πολιορκημένη πολιτεία.
The poor in all parts of the world bear an inveterate hatred to the rich, even while they creep and cringe to them; and the rich treat the poor like sheep, whose wool and flesh they barter for money; a million of regimented assassins traverse Europe from one end to the other, to get their bread by regular depredation and murder, because it is the most gentlemanlike profession. Even in those cities which seem to enjoy the blessings of peace, and where the arts flourish, the inhabitants are devoured with envy, care, and inquietudes, which are greater plagues than any experienced in a town besieged.
Private chagrins are still more dreadful than public calamities. In a word," concluded the philosopher, "I have seen and suffered so much that I am a Manichaean."
"And yet there is some good in the world," replied Candide.
— Ίσως, έλεγε ο Μαρτίνος, αλλά δεν το γνωρίζω.
"Maybe so," said Martin, "but it has escaped my knowledge."
Κει που συζητούσαν, ακούσανε μια κανονιά.
While they were deeply engaged in this dispute they heard the report of cannon, which redoubled every moment.
Ο κρότος διπλασιάζεται από μια στιγμή σε άλλη. Παίρνουν καθένας τα κιάλια του. Διακρίνουνε δυο καράβια που πολεμούσανε σε απόσταση περίπου τριών μιλλιών· ο άνεμος έφερε και τόνα και τάλλο τόσο κοντά στο γαλλικό καράβι, που λάβανε την ευχαρίστηση να βλέπουνε τη μάχη με τέλειαν άνεση.
Each took out his glass, and they spied two ships warmly engaged at the distance of about three miles. The wind brought them both so near the French ship that those on board her had the pleasure of seeing the fight with great ease.
Τέλος τόνα από τα δυο καράβια έρριξε στο άλλο μια ομοβροντία τόσο χαμηλά και τόσο πετυχημένη που το βύθισε ολότελα.
After several smart broadsides the one gave the other a shot between wind and water which sunk her outright.
Ο Αγαθούλης κι ' ο Μαρτίνος διακρίνανε πολύ καθαρά καμμιά εκατοστή ανθρώπους πάνω στη γέφυρα του πλοίου που βυθιζότανε. Σηκώναν όλοι τους τα χέρια στον ουρανό και ξεφωνίζανε με φρίκη. Σε μια στιγμή όλα καταπιοθήκανε !
Then could Candide and Martin plainly perceive a hundred men on the deck of the vessel which was sinking, who, with hands uplifted to Heaven, sent forth piercing cries, and were in a moment swallowed up by the waves.
— Καλά ! είπε ο Μαρτίνος, να πώς οι άνθρωποι φέρνονται αναμεταξύ τους.
"Well," said Martin, "you now see in what manner mankind treat one another."
"It is certain," said Candide, "that there is something diabolical in this affair."
Ενώ μιλούσε, παρατήρησε κάτι λαμπερό κόκκινο, που κολυμπούσε κοντά στο καράβι τους.
As he was speaking thus he spied something of a shining red hue, which swam close to the vessel. The boat was hoisted out to see what it might be, when it proved to be one of his sheep.
Candide felt more joy at the recovery of this one animal than he did grief when he lost the other hundred, though laden with the large diamonds of El Dorado.
The French captain quickly perceived that the victorious ship belonged to the crown of Spain; that the other was a Dutch pirate, and the very same captain who had robbed Candide.
The immense riches which this villain had amassed, were buried with him in the deep, and only this one sheep saved out of the whole.
"You see," said Candide to Martin, "that vice is sometimes punished. This villain, the Dutch skipper, has met with the fate he deserved."
"Very true," said Martin, "but why should the passengers be doomed also to destruction?
God has punished the knave, and the Devil has drowned the rest."
Ωστόσο το γαλλικό κι ' ισπανικό καράβι εξακολουθήσανε το δρόμο τους κι ' ο Αγαθούλης εξακολούθησε τις συζητήσεις του με το Μαρτίνο.
The French and Spanish ships continued their cruise, and Candide and Martin their conversation.
Συζητήσανε δεκαπέντε μέρες συνεχώς κ ' είχανε προχωρήσει τόσο στο θέμα, όσο και την πρώτη μέρα.
They disputed fourteen days successively, at the end of which they were just as far advanced as the first moment they began.
However, they had the satisfaction of disputing, of communicating their ideas, and of mutually comforting each other. Candide embraced his sheep with transport. "Since I have found thee again," said he, "I may possibly find my Cunegund once more."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI &Ο Αγαθούλης κι ' ο Μαρτίνος πλησιάζουνε στις αχτές της Γαλλίας και συζητούνε.&
CHAPTER 21 Candide and Martin, While Thus Reasoning with Each Other, Draw Near to the Coast of France
Είδαν επί τέλους τις αχτές της Γαλλίας. — Ήρθατε ποτέ στη Γαλλία κύριε Μαρτίνε; είπε ο Αγαθούλης.
At length they descried the coast of France, when Candide said to Martin, "Pray Monsieur Martin, were you ever in France?"
— Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος· έχω διατρέξει πολλές επαρχίες. Αλλού οι μισοί κάτοικοι είναι τρελοί, αλλού πολύ πονηροί, αλλού πολύ μαλακοί και πολύ κουτοί· αλλού κάνουνε πνεύμα· και παντού η πρώτη απασχόληση είναι ο έρωτας· η δεύτερη να κακολογούνε κ ' η τρίτη να λένε ανοησίες. — Αλλά κύριε Μαρτίνε, έχετε ιδεί το Παρίσι;
"Yes, sir," said Martin, "I have been in several provinces of that kingdom. In some, one half of the people are fools and madmen; in some, they are too artful; in others, again, they are, in general, either very good-natured or very brutal; while in others, they affect to be witty, and in all, their ruling passion is love, the next is slander, and the last is to talk nonsense."
— Ναι, τόχω ιδεί το Παρίσι.
"But, pray, Monsieur Martin, were you ever in Paris?"
"Yes, sir, I have been in that city, and it is a place that contains the several species just described; it is a chaos, a confused multitude, where everyone seeks for pleasure without being able to find it; at least, as far as I have observed during my short stay in that city.
Έμεινα λίγον καιρό· όταν έφτασα μου κλέψαν ό,τι είχα οι λωποδύτες στην αγορά του Σαιν-Ζερμαίν· με πήρανε και μένα για κλέφτη και με κλείσανε οχτώ μέρες στη φυλακή· έπειτα έκαμα το διορθωτή σε κάποιο τυπογραφείο, για να κερδίσω τ ' απαιτούμενα για την επιστροφή μου με τα πόδια στην Ολλανδία, Γνώρισα όλους τους κανάγηδες· συγγραφείς ραδιούργους, θεόληπτους.
At my arrival I was robbed of all I had in the world by pickpockets and sharpers, at the fair of Saint-Germain. I was taken up myself for a robber, and confined in prison a whole week; after which I hired myself as corrector to a press in order to get a little money towards defraying my expenses back to Holland on foot.
Λέγεται, πως υπάρχουν άνθρωποι πολύ ευγενικοί σ ' αυτή την πόλη· ας το πιστέψουμε. — Όσο για μένα, δεν έχω καμιά περιέργεια να ιδώ τη Γαλλία, είπε ο Αγαθούλης.
I knew the whole tribe of scribblers, malcontents, and fanatics. It is said the people of that city are very polite; I believe they may be."
Μαντεύετε εύκολα, πως όταν κανείς έχει ζήσει ένα μήνα στο Ελδοράδο, δε φροντίζει να ιδή τίποτε επί της γης παρά μόνο τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Θα την περιμένω στη Βενετία· θα διασχίσουμε τη Γαλλία για να πάμε στην Iταλία· δε θα με συνοδέψετε;
"For my part, I have no curiosity to see France," said Candide. "You may easily conceive, my friend, that after spending a month in El Dorado, I can desire to behold nothing upon earth but Miss Cunegund. I am going to wait for her at Venice. I intend to pass through France, on my way to Italy. Will you not bear me company?"
— Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Μαρτίνος· λέγουν, πως η Βενετία είναι καλή μονάχα για τους ευγενείς Βενετσάνους· και πως, ωστόσο, δέχονται πολύ καλά τους ξένους πούχουνε παράδες. Εγώ δεν έχω· έχετε σεις· θα σας ακολουθήσω παντού.
"With all my heart," said Martin. "They say Venice is agreeable to none but noble Venetians, but that, nevertheless, strangers are well received there when they have plenty of money; now I have none, but you have, therefore I will attend you wherever you please."
— Μια στιγμή ! Πιστεύετε, πως η γης ήτανε πρώτα θάλασσα, όπως διατείνεται αυτό το χοντρό βιβλίο του καπετάνιου;
"Now we are upon this subject," said Candide, "do you think that the earth was originally sea, as we read in that great book which belongs to the captain of the ship?"
— Δεν πιστεύω τίποτα, είπε ο Μαρτίνος, ούτε σ ' όλα τα ονειροπολήματα, που μας διηγούνται αυτό τον τελευταίο καιρό.
"I believe nothing of it," replied Martin, "any more than I do of the many other chimeras which have been related to us for some time past."
— Αλλά για ποιο σκοπό λοιπόν πλάστηκε αυτός ο κόσμος;
"But then, to what end," said Candide, "was the world formed?"
— Για να μας κάνη να λυσσάξουμε, είπε ο Μαρτίνος.
"To make us mad," said Martin.
— Δε σας εκπλήσσει πολύ, εξακολούθησε ο Αγαθούλης, ο έρωτας αυτών των δυο κοριτσιών της χώρας των Αυτιάδων για τις δυο μαϊμούδες, που σας έχω μιλήσει;
"Are you not surprised," continued Candide, "at the love which the two girls in the country of the Oreillons had for those two monkeys? -You know I have told you the story."
"Surprised?" replied Martin, "not in the least. I see nothing strange in this passion. I have seen so many extraordinary things that there is nothing extraordinary to me now."
— Πιστεύετε, πως οι άνθρωποι σφαζόντανε πάντα αναμεταξύ τους, όπως το κάνουνε σήμερα; Πως ήτανε πάντα ψεύτες, δόλιοι, άπιστοι, αχάριστοι, κλέφτες, αχαρακτήριστοι, επιπόλαιοι, άνανδροι, φθονεροί, λαίμαργοι, μέθυσοι, φιλάργυροι, φίλαρχοι, αιμόδιψοι, συκοφάντες, παραλυμένοι, φανατικοί, υποκριτές και μωροί;
"Do you think," said Candide, "that mankind always massacred one another as they do now? Were they always guilty of lies, fraud, treachery, ingratitude, inconstancy, envy, ambition, and cruelty? Were they always thieves, fools, cowards, gluttons, drunkards, misers, calumniators, debauchees, fanatics, and hypocrites?"
— Παραδέχεστε, είπε ο Μαρτίνος, πως τα γεράκια τρώγανε πάντα περιστέρια, όταν τα βρίσκανε;
"Do you believe," said Martin, "that hawks have always been accustomed to eat pigeons when they came in their way?"
— Βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία.
"Doubtless," said Candide.
"Well then," replied Martin, "if hawks have always had the same nature, why should you pretend that mankind change theirs?"
— Ω ! υπάρχει μεγάλη διαφορά, είπε ο Αγαθούλης. Γιατί η ελευθερία της βουλήσεως.... Συζητώντας έτσι φτάσανε στο Μπορντώ.
"Oh," said Candide, "there is a great deal of difference; for free will-" and reasoning thus they arrived at Bordeaux.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII &Τι τους συνέβηκε στη Γαλλία&
CHAPTER 22 What Happened to Candide and Martin in France
Ο Αγαθούλης έμεινε στο Μπορντώ τόσο μονάχα καιρό, όσος του χρειαζότανε να πουλήση μερικά βότσαλα του Ελδοράδο και να πετύχη ένα καλό αμάξι με δυο θέσεις, γιατί δε μπορούσε πια να στερηθή τον φιλόσοφό του Μαρτίνο· μονάχα λυπήθηκε πολύ, που χωρίστηκε το πρόβατό του, αφήνοντάς το στην Ακαδημία των επιστημών του Μπορντώ, η οποία έθεσε ως θέμα για το βραβείο κείνης της χρονιάς « γιατί το μαλλί αυτού του προβάτου ήτανε κόκκινο»· και το βραβείο δόθηκε σ ' ένα σοφό από τη βόρεια Γαλλία, ο οποίος απόδειξε με το Α συν Β πλην Γ δια Ζ, πως το πρόβατο ώφειλε νάναι κόκκινο και πως θα πεθάνη από βλογιά.
Candide stayed no longer at Bordeaux than was necessary to dispose of a few of the pebbles he had brought from El Dorado, and to provide himself with a post-chaise for two persons, for he could no longer stir a step without his philosopher Martin. The only thing that give him concern was being obliged to leave his sheep behind him, which he intrusted to the care of the Academy of Sciences at Bordeaux, who proposed, as a prize subject for the year, to prove why the wool of this sheep was red; and the prize was adjudged to a northern sage, who demonstrated by A plus B, minus C, divided by Z, that the sheep must necessarily be red, and die of the mange.
In the meantime, all travelers whom Candide met with in the inns, or on the road, told him to a man, that they were going to Paris. This general eagerness gave him likewise a great desire to see this capital; and it was not much out of his way to Venice.
Μπήκε στην πόλη από το προάστειο του Σαιν-Μαρσώ και θάρρεψε, πως βρισκότανε στο χειρότερο χωριό της Βεστφαλίας.
He entered the city by the suburbs of Saint-Marceau, and thought himself in one of the vilest hamlets in all Westphalia.
Μόλις ο Αγαθούλης εγκαταστάθηκε σ ' ένα ξένο δοχείο, τον έπιασε ελαφρός πυρετός από τους πολλούς κόπους. Επειδή είχε στο δάχτυλο ένα τεράστιο διαμάντι κ ' είχανε παρατηρήση μέσα στις αποσκευές του μια βαλίζα τρομερά βαριά, βρεθήκανε αμέσως γύρω του δυο γιατροί, χωρίς να τους καλέση, μερικοί επιστήθιοι φίλοι, που δεν τον αφήσανε ποτές μόνο του, και δυο θρησκόληπτες γυναίκες, που του ζεσταίνανε τις σούπες. Ο
Candide had not been long at his inn, before he was seized with a slight disorder, owing to the fatigue he had undergone. As he wore a diamond of an enormous size on his finger and had among the rest of his equipage a strong box that seemed very weighty, he soon found himself between two physicians, whom he had not sent for, a number of intimate friends whom he had never seen, and who would not quit his bedside, and two women devotees, who were very careful in providing him hot broths.
"I remember," said Martin to him, "that the first time I came to Paris I was likewise taken ill. I was very poor, and accordingly I had neither friends, nurses, nor physicians, and yet I did very well."
Εν τω μεταξύ χάρη στα γιατρικά και τις αφαίμαξες η αρρώστια του Αγαθούλη χειροτέρεψε.
However, by dint of purging and bleeding, Candide's disorder became very serious.
The priest of the parish came with all imaginable politeness to desire a note of him, payable to the bearer in the other world. Candide refused to comply with his request; but the two devotees assured him that it was a new fashion. Candide replied, that he was not one that followed the fashion.
Ο Μαρτίνος θέλησε να πετάξει απ ' το παράθυρο αυτόν τον κύριο. Ο παπάς ορκιζότανε πως δε θα θάψει τον Αγαθούλη· ο Μαρτίνος ορκιζότανε, πως θα θάψη τον παπά, αν εξακολουθούσε να τους ζαλίζη.
Martin was for throwing the priest out of the window. The clerk swore Candide should not have Christian burial. Martin swore in his turn that he would bury the clerk alive if he continued to plague them any longer.
The dispute grew warm; Martin took him by the shoulders and turned him out of the room, which gave great scandal, and occasioned a proces-verbal.
Candide recovered, and till he was in a condition to go abroad had a great deal of good company to pass the evenings with him in his chamber. They played deep. Candide was surprised to find he could never turn a trick; and Martin was not at all surprised at the matter.
Μεταξύ εκεινών, που τόνε συργιανίζανε στην πόλη, ήτανε κ ' ένας κοντός αββάς Περιγουρδίνος, ένας απ ' αυτούς τους πρόθυμους ανθρώπους, πάντα ευκίνητος πάντα περιποιητικός, αδιάντροπος, χαηδευτικός, ικανός για όλα, απ ' αυτούς που παραμονεύουνε τους ξένους, όταν περνούνε, τους διηγούνται τη σκανταλιστική ιστορία της πόλης και τους προσφέρουνε ηδονές σε οποιαδήποτε τιμή.
Among those who did him the honors of the place was a little spruce abbe of Perigord, one of those insinuating, busy, fawning, impudent, necessary fellows, that lay wait for strangers on their arrival, tell them all the scandal of the town, and offer to minister to their pleasures at various prices.
This man conducted Candide and Martin to the playhouse; they were acting a new tragedy. Candide found himself placed near a cluster of wits: this, however, did not prevent him from shedding tears at some parts of the piece which were most affecting, and best acted.
— Έχετε πολύ άδικο να κλαίτε· αυτή η ηθοποιός είναι πολύ κακή· ο ηθοποιός, που παίζει μαζί της, είναι πολύ χειρότερος· το έργο είναι ακόμα πιο χειρότερο από τους ηθοποιούς· ο συγγραφέας δεν ξέρει λέξι αραβικά, κι ' όμως η σκηνή υποτίθεται στην Αραβία: Επί πλέον είναι ένας άνθρωπος, που δεν πιστεύει στις έμφυτες ιδέες· θα σας φέρω αύριο είκοσι μπροσούρες εναντίον του.
One of these talkers said to him between acts, "You are greatly to blame to shed tears; that actress plays horribly, and the man that plays with her still worse, and the piece itself is still more execrable than the representation. The author does not understand a word of Arabic, and yet he has laid his scene in Arabia, and what is more, he is a fellow who does not believe in innate ideas. Tomorrow I will bring you a score of pamphlets that have been written against him."
— Κύριε; πόσα θεατρικά έργα έχετε στη Γαλλία; είπε ο Αγαθούλης στον αββά. — Πέντε έως έξι χιλιάδες.
"Pray, sir," said Candide to the abbe, "how many theatrical pieces have you in France?" "Five or six thousand," replied the abbe.
— Είναι πολλά; είπε ο Αγαθούλης.
"Indeed! that is a great number," said Candide, "but how many good ones may there be?"
"About fifteen or sixteen."
— Πολλά! είπε ο Μαρτίνος.
"Oh! that is a great number," said Martin.
Του Αγαθούλη του άρεσε πολύ μια ηθοποιός, που έπαιζε τη βασίλισσα Ελισσάβετ, σε μια πολύ περολογική τραγωδία, που την παρασταίνουν κάποτε. — Αυτή η ηθοποιός είπε στο Μαρτίνο, μου αρέσει πολύ· ομοιάζει υπερβολικά με τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, θα χαιρόμουνα πολύ αν τήνε γνώριζα.
Candide was greatly taken with an actress, who performed the part of Queen Elizabeth in a dull kind of tragedy that is played sometimes. "That actress," said he to Martin, "pleases me greatly; she has some sort of resemblance to Miss Cunegund. I should be very glad to pay my respects to her."
The abbe of Perigord offered his service to introduce him to her at her own house. Candide, who was brought up in Germany, desired to know what might be the ceremonial used on those occasions, and how a queen of England was treated in France.
— Κατά τις περιστάσεις, είπε ο αββάς. Στις επαρχίες τις πάνε στην ταβέρνα· στο Παρίσι τις σέβονται, σαν είναι ωραίες, και τις πετούνε στα σκουπίδια, σαν πεθαίνουνε.
"There is a necessary distinction to be observed in these matters," said the abbe. "In a country town we take them to a tavern; here in Paris, they are treated with great respect during their lifetime, provided they are handsome, and when they die we throw their bodies upon a dunghill."
— Τις βασίλισσες στα σκουπίδια! είπε ο Αγαθούλης.
"How?" said Candide, "throw a queen's body upon a dunghill!"
— Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος. Ο κύριος αββάς έχει δίκιο. Ήμουνα στο Παρίσι, όταν η δεσποινίς Μονίμη πέρασε απ ' αυτή τη ζωή στην άλλη. Της αρνηθήκανε, όπως λεν εδώ, τις &τιμές της ταφής&, δηλ. το να σαπίση μ ' όλους τους ζητιάνους της συνοικίας σ ' ένα άθλιο νεκροταφείο. Τη θάψανε χωριστά από τους συντρόφους της στη γωνιά της οδού της Βουργουνδίας· αυτό θα της εκόστισε πολύ, γιατί το πνεύμα της ήτανε πολύ ευγενικό.
"The gentleman is quite right," said Martin, "he tells you nothing but the truth. I happened to be at Paris when Miss Monimia made her exit, as one may say, out of this world into another. She was refused what they call here the rites of sepulture; that is to say, she was denied the privilege of rotting in a churchyard by the side of all the beggars in the parish. They buried her at the corner of Burgundy Street, which must certainly have shocked her extremely, as she had very exalted notions of things."
— Αυτό είνε μεγάλη αγένεια, είπε ο Αγαθούλης.
"This is acting very impolitely," said Candide.
"Lord!" said Martin, "what can be said to it? It is the way of these people.
Figure to yourself all the contradictions, all the inconsistencies possible, and you may meet with them in the government, the courts of justice, the churches, and the public spectacles of this odd nation."
— Είναι αλήθεια πως γελούνε πάντα στο Παρίσι; είπε ο Αγαθούλης.
"Is it true," said Candide, "that the people of Paris are always laughing?"
"Yes," replied the abbe, "but it is with anger in their hearts; they express all their complaints by loud bursts of laughter, and commit the most detestable crimes with a smile on their faces."
"Who was that great overgrown beast," said Candide, "who spoke so ill to me of the piece with which I was so much affected, and of the players who gave me so much pleasure?"
— Είν ' ένας φαρμακόψυχος, που κερδίζει τη ζωή του κακολογώντας όλα τα δράματα κι ' όλα τα βιβλία· μισεί οποίον πετυχαίνει, όπως οι ευνούχοι μισούνε τους άρτιους· είν ' ένα απ ' αυτά τα φίδια της φιλολογίας, που τρέφονται από λάσπη και φαρμάκι· είν ' ένας λιβελλογράφος.
"A very good-for-nothing sort of a man I assure you," answered the abbe, "one who gets his livelihood by abusing every new book and play that is written or performed; he dislikes much to see anyone meet with success, like eunuchs, who detest everyone that possesses those powers they are deprived of; he is one of those vipers in literature who nourish themselves with their own venom; a pamphlet-monger."
— Τι θα πει λιβελλογράφος; ρώτησε ο Αγαθούλης.
"A pamphlet-manger!" said Candide, "what is that?"
— Είν ' ένας που κάνει φυλλάδες, ένας Φρερώνος.
"Why, a pamphlet-manger," replied the abbe, "is a writer of pamphlets-a fool."
Candide, Martin, and the abbe of Perigord argued thus on the staircase, while they stood to see the people go out of the playhouse.
"Though I am very anxious to see Miss Cunegund again," said Candide, "yet I have a great inclination to sup with Miss Clairon, for I am really much taken with her."
The abbe was not a person to show his face at this lady's house, which was frequented by none but the best company. "She is engaged this evening," said he, "but I will do myself the honor to introduce you to a lady of quality of my acquaintance, at whose house you will see as much of the manners of Paris as if you had lived here for forty years."
Ο Αγαθούλης, που ήτανε φυσικά περίεργος, δέχτηκε να τον οδηγήσουνε στην κυρία αυτή, στο βάθος του προαστείου του Αγίου Ονωρίου.
Candide, who was naturally curious, suffered himself to be conducted to this lady's house, which was in the suburbs of Saint-Honore. The company was engaged at basser; twelve melancholy punters held each in his hand a small pack of cards, the corners of which were doubled down, and were so many registers of their ill fortune.
Παίζανε εκεί φαραώ. Δώδεκα θλιβεροί πονταδόροι κρατούσανε στα χέρια μια τράπουλα με τσακισμένα χαρτιά, όπου κάθε τσάκιση σήμαινε και μια χασούρα. Μια βαθιά σιωπή βασίλευε, ωχρότητα ήτανε απλωμένη στα πρόσωπα των πονταδόρων, ανησυχία στου μπανκαδόρου η οικοδέσποινα καθισμένη πλάι στον ανελέητον αυτό μπανκαδόρο, παρακολουθούσε με μάτια αλωπούς όλες τις πάρολες και τα σιέτε, που κάθε παίχτης σημάδευε στα χαρτιά του τσακίζοντάς τα, με μια προσεχτικότητα αυστηρή, μα ευγενική· και δε θύμωνε καθόλου από φόβο μη χάση την πελατεία της.
A profound silence reigned throughout the assembly, a pallid dread had taken possession of the countenances of the punters, and restless inquietude stretched every muscle of the face of him who kept the bank; and the lady of the house, who was seated next to him, observed with lynx's eyes every play made, and noted those who tallied, and made them undouble their cards with a severe exactness, though mixed with a politeness, which she thought necessary not to frighten away her customers.
Η κυρία έλεγε πως ονομαζότανε μαρκησία Παρολινιάκ. Η κόρη της, ως δεκαπέντε χρονών, ήτανε μαζί με τους πονταδόρους κι ' ειδοποιούσε μ ' ένα κλείσιμο του ματιού τις διάφορες κατεργαριές των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων, που προσπαθούνε να επανορθώσουνε μ ' αυτό τον τρόπο τις σκληρότητες της τύχης. Ο Περιγουρδίνος αββάς, ο Αγαθούλης κι ' ο Μαρτίνος μπήκανε· κανείς δε σηκώθηκε, ούτε τους χαιρέτισε, ούτε τους είδε. Όλοι ήτανε βαθύτατα απασχολημένοι με τα χαρτιά τους.
This lady assumed the title of Marchioness of Parolignac. Her daughter, a girl of about fifteen years of age, was one of the punters, and took care to give her mamma a hint, by signs, when any one of the players attempted to repair the rigor of their ill fortune by a little innocent deception.
— Η κυρία βαρώνη του Τούντερ-τεν-τρονκ ήτανε πιο φιλοφρονητική, είπε ο Αγαθούλης.
The company were thus occupied when Candide, Martin, and the abbe made their entrance; not a creature rose to salute them, or indeed took the least notice of them, being wholly intent upon the business at hand. "Ah!" said Candide, "My Lady Baroness of Thunder-ten-tronckh would have behaved more civilly."
Ωστόσο ο αββάς πλησίασε στ ' αυτί της κυρίας μαρκησίας, η οποία μισοσηκώθηκε, ετίμησε τον Αγαθούλη μ ' ένα χαριτωμένο μειδίαμα και το Μαρτίνο με μια κίνηση της κεφαλής ολότελα αριστοκρατική· είπε να δώσουνε κάθισμα και μια τραπουλόχαρτα στον Αγαθούλη, ο οποίος έχασε πενήντα χιλιάδες φράγκα σε δυο τάγια· μεθ ' ό δειπνήσανε πολύ εύθυμα, κι ' όλοι θαυμάσανε, που ο Αγαθούλης δεν ταράχτηκε από το χάσιμό του.
However, the abbe whispered in the ear of the Marchioness, who half raising herself from her seat, honored Candide with a gracious smile, and gave Martin a nod of her head, with an air of inexpressible dignity. She then ordered a seat for Candide, and desired him to make one of their party at play; he did so, and in a few deals lost near a thousand pieces; after which they supped very elegantly, and everyone was surprised at seeing Candide lose so much money without appearing to be the least disturbed at it. The servants in waiting said to each other, "This is certainly some English lord."
Οι λακέδες λέγανε αναμεταξύ τους στη γλώσσα των λακέδων: — Πρέπει νάναι κανένας άγγλος μυλόρδος ! Το δείπνο ήτανε όπως τα περισσότερα δείπνα του Παρισιού: στην αρχή σιωπή, κατόπι μια αντάρα από λόγια, που δε μπορεί κανείς να ξεχωρίση τίποτα, ύστερα οικειότητες, οι περισσότερες ηλίθιες, ψεύτικα νέα, κακές κρίσεις, λίγη πολιτική και πολλή κακολογία· μιλήσανε επίσης για τα καινούργια βιβλία.
The supper was like most others of its kind in Paris. At first everyone was silent; then followed a few confused murmurs, and afterwards several insipid jokes passed and repassed, with false reports, false reasonings, a little politics, and a great deal of scandal. The conversation then turned upon the new productions in literature.
— Είδατε, είπε ο Περιγουρδίνος αββάς, το μυθιστόρημα του κυρίου Γκωσσά, διδάκτορος της Θεολογίας; — Μάλιστα, απάντησε ένας από τους συνδαιτυμόνες, μα δε μπόρεσα να το τελειώσω. Έχουμε πλήθος αδιάντροπα έντυπα, μα όλα μαζί δε φτάνουνε την αδιαντροπιά του Γκωσσά, διδάκτορος της Θεολογίας. Είμαι τόσο αηδιασμένος από τούτη την απειρία των μυσαρών βιβλίων, που μας πλημμυρούνε, ώστε αποφάσισα να ποντάρω στο φαραώ. — Και τα « Ανάμικτα » του αρχιδιακόνου Τρουμπλέ, πώς σας φαίνονται; είπε ο αββάς.
"Pray," said the abbe, "good folks, have you seen the romance written by a certain Gauchat, Doctor of Divinity?"
"Yes," answered one of the company, "but I had not patience to go through it. The town is pestered with a swarm of impertinent productions, but this of Dr. Gauchat's outdoes them all. In short, I was so cursedly tired of reading this vile stuff that I even resolved to come here, and make a party at basset."
Πώς ιδιοποιείται, δίχως πνεύμα, το πνεύμα των άλλων!
"But what say you to the archdeacon T-'s miscellaneous collection," said the abbe.
Πώς καταστρέφει ό,τι κλέβει ! Πώς με αηδιάζει ! Αλλά δε θα με αηδιάση πια· είναι πολύ νάχη διαβάση κανείς λίγες σελίδες του αρχιδιακόνου.
"Oh my God!" cried the Marchioness of Parolignac, "never mention the tedious creature! Only think what pains he is at to tell one things that all the world knows; and how he labors an argument that is hardly worth the slightest consideration! how absurdly he makes use of other people's wit! how miserably he mangles what he has pilfered from them! The man makes me quite sick! A few pages of the good archdeacon are enough in conscience to satisfy anyone."
Ήτανε στο τραπέζι ένας κύριος σοφός, με καλαισθησία, που υποστήριζε ό,τι έλεγε η Μαρκησία.
There was at the table a person of learning and taste, who supported what the Marchioness had advanced.
They next began to talk of tragedies. The lady desired to know how it came about that there were several tragedies, which still continued to be played, though they would not bear reading?
Ο άνθρωπος με την καλαισθησία εξήγησε πολύ καλά, πως ένα έργο μπορεί νάχη κάποιο ενδιαφέρο και καμιά αξία: Απόδειξε με λίγα λόγια, πως δεν αρκεί ν ' αναπτύξη κανείς μιαν ή δύο από τις &θέσεις& εκείνες, που βρίσκονται σ ' όλα τα μυθιστορήματα και που γοητεύουνε πάντα τους θεατές: Αλλά πρέπει νάναι κανείς καινούργιος, χωρίς νάναι παράδοξος, συχνά υψηλός και πάντοτε φυσικός, να γνωρίζη την ανθρώπινη καρδιά και να την κάμνη να μιλή· νάναι μεγάλος ποιητής, χωρίς τα πρόσωπα του έργου να φαίνονται ποιητές· να γνωρίζη τέλεια τη γλώσσα του, να τη μιλή καθαρά, με συνεχή αρμονία, χωρίς ποτέ η ρίμα να ζημιώνη το νόημα. Όποιος, επρόσθεσε, δεν τηρεί αυτούς τους κανόνες, μπορεί να κάνη μιαν ή δυο τραγωδίες, που να χειροκροτηθούνε στο θέατρο, μα [ δεν ] θα λογαριαστή ποτέ μεταξύ των καλών συγγραφέων.
The man of taste explained very clearly how a piece may be in some manner interesting without having a grain of merit. He showed, in a few words, that it is not sufficient to throw together a few incidents that are to be met with in every romance, and that to dazzle the spectator the thoughts should be new, without being farfetched; frequently sublime, but always natural; the author should have a thorough knowledge of the human heart and make it speak properly; he should be a complete poet, without showing an affectation of it in any of the characters of his piece; he should be a perfect master of his language, speak it with all its purity, and with the utmost harmony, and yet so as not to make the sense a slave to the rhyme.
Υπάρχουνε πολύ λίγες καλές τραγωδίες ! άλλες είναι διαλογικά ειδύλλια καλογραμένα, καλοριμαρισμένα· άλλες είναι πολιτικές συζητήσεις, που αποκοιμίζουν ή πλατυασμοί αποκρουστικοί· άλλες είναι όνειρα τρελλού σε ύφος βάρβαρο, κουβέντες κομμένες, μακρυές αποστροφές προς τους θεούς, γιατί δεν ξέρουνε να μιλούνε στους ανθρώπους, ψεύτικοι κομπασμοί, κοινοτυπίες πομπώδικες.
"Whoever," added he, "neglects any one of these rules, though he may write two or three tragedies with tolerable success, will never be reckoned in the number of good authors. There are very few good tragedies; some are idylls, in very well-written and harmonious dialogue; and others a chain of political reasonings that set one asleep, or else pompous and high-flown amplification, that disgust rather than please. Others again are the ravings of a madman, in an uncouth style, unmeaning flights, or long apostrophes to the deities, for want of knowing how to address mankind; in a word a collection of false maxims and dull commonplace."
Candide listened to this discourse with great attention, and conceived a high opinion of the person who delivered it; and as the Marchioness had taken care to place him near her side, he took the liberty to whisper her softly in the ear and ask who this person was that spoke so well.
"He is a man of letters," replied Her Ladyship, "who never plays, and whom the abbe brings with him to my house sometimes to spend an evening. He is a great judge of writing, especially in tragedy; he has composed one himself, which was damned, and has written a book that was never seen out of his bookseller's shop, excepting only one copy, which he sent me with a dedication, to which he had prefixed my name."
"Oh the great man," cried Candide, "he is a second Pangloss." Then turning towards him, "Sir," said he, "you are doubtless of opinion that everything is for the best in the physical and moral world, and that nothing could be otherwise than it is?"
Γνωρίζει τέλεια το ζήτημα των τραγωδιών και των βιβλίων, κ ' έκαμε και μια τραγωδία που την σφυρίξανε, κ ' ένα βιβλίο, που κανένα του αντίτυπο δε βγήκε από το μαγαζί του εκδότη του, εξόν ένα, που μου αφιέρωσε. Μεγάλος άνθρωπος ! Είπε ο Αγαθούλης· είν ' ένας δεύτερος Παγγλώσσης. Τότες γυρίζοντας προς αυτόν, του είπε: — Κύριε, πιστεύετε, χωρίς αμφιβολία, πως όλα είναι καλά στον ηθικό και στο φυσικό κόσμο και πως τίποτα δε μπορούσε νάναι αλλιώτικα; Εγώ, κύριε, του απάντησε ο σοφός, δεν πιστεύω τίποτ ' απ ' όλα αυτά: Βρίσκω, πως όλα πάνε ανάποδα σε μας· πως κανείς δε ξέρει ούτε ποια είναι η θέση του, ούτε ποια η δουλιά του, ούτε τι κάμνει, ούτε τι πρέπει να κάμνη κ ' έξω από το δείπνο, που είναι αρκετά εύθυμο κι ' όπου φαίνεται αρκετή ενότητα, όλος ο άλλος καιρός περνά με καυγάδες:
"I, sir!" replied the man of letters, "I think no such thing, I assure you; I find that all in this world is set the wrong end uppermost. No one knows what is his rank, his office, nor what he does, nor what he should do. With the exception of our evenings, which we generally pass tolerably merrily, the rest of our time is spent in idle disputes and quarrels, Jansenists against Molinists, the Parliament against the Church, and one armed body of men against another; courtier against courtier, husband against wife, and relations against relations. In short, this world is nothing but one continued scene of civil war."
Ζανσενίστες εναντίον μολινιστών, άνθρωποι του παρλαμέντου εναντίον ανθρώπων της εκκλησίας, άνθρωποι των γραμμάτων εναντίον ανθρώπων των γραμμάτων, αυλικοί εναντίον αυλικών, τραπεζίτες εναντίον του λαού, γυναίκες εναντίον ανδρών, συγγενείς εναντίον συγγενών· είν' ένας αιώνιος πόλεμος.
"Yes," said Candide, "and I have seen worse than all that; and yet a learned man, who had the misfortune to be hanged, taught me that everything was marvelously well, and that these evils you are speaking of were only so many shades in a beautiful picture."
"Your hempen sage," said Martin, "laughed at you; these shades, as you call them, are most horrible blemishes." "The men make these blemishes," rejoined Candide, "and they cannot do otherwise."
"Then it is not their fault," added Martin.
The greatest part of the gamesters, who did not understand a syllable of this discourse, amused themselves with drinking, while Martin reasoned with the learned gentleman and Candide entertained the lady of the house with a part of his adventures.
After supper the Marchioness conducted Candide into her dressingroom, and made him sit down under a canopy.
— Ε ! καλά, του είπε, αγαπάτε πάντα τρελά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη του Τούντερ-τεν-τρονκ;
"Well," said she, "are you still so violently fond of Miss Cunegund of Thunder-ten-tronckh?"
"Yes, madam," replied Candide.
The Marchioness said to him with a tender smile, "You answer me like a young man born in Westphalia; a Frenchman would have said, 'It is true, madam, I had a great passion for Miss Cunegund; but since I have seen you, I fear I can no longer love her as I did.'"
"Alas! madam," replied Candide, "I will make you what answer you please."
"You fell in love with her, I find, in stooping to pick up her handkerchief which she had dropped; you shall pick up my garter."
"With all my heart, madam," said Candide, and he picked it up.
"But you must tie it on again," said the lady. Candide tied it on again.
Κάμνω συχνά τους εραστές μου του Παρισιού να ξεροσταλιάζουν επί δεκαπέντε μέρες, αλλά παραδίνομαι σε σας από την πρώτη νύχτα, γιατί πρέπει να φανώ φιλόξενη σ ' ένα νέον της Βεστφαλίας.
"Look ye, young man," said the Marchioness, "you are a stranger; I make some of my lovers here in Paris languish for me a whole fortnight; but I surrender to you at first sight, because I am willing to do the honors of my country to a young Westphalian."
Η ωραία είχε παρατηρήσει δύο τεράστια διαμάντια στα δύο χέρια του νεαρού ξένου και τα παίνεσε με τόση καλή πίστη, ώστε από τα δάχτυλα του Αγαθούλη περάσανε στα δάχτυλα τα δικά της.
The fair one having cast her eye on two very large diamonds that were upon the young stranger's finger, praised them in so earnest a manner that they were in an instant transferred from his finger to hers.
Όταν ο Αγαθούλης έφυγε με τον αββά Περιγουρδίνο αισθάνθηκε κάποιες τύψεις, που έκανε απιστία στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Ο κύριος αββάς συμμερίστηκε τη στενοχώρια του. Πολύ λίγο είχε λάβει μέρος στις πενήντα χιλιάδες λίβρες, πούχασε ο Αγαθούλης στα χαρτιά και στην αξία των δύο μπριλλαντιών, που μισό τάδωσε, μισό του τα κλέψανε.
As Candide was going home with the abbe he felt some qualms of conscience for having been guilty of infidelity to Miss Cunegund. The abbe took part with him in his uneasiness; he had but an inconsiderable share in the thousand pieces Candide had lost at play, and the two diamonds which had been in a manner extorted from him; and therefore very prudently designed to make the most he could of his new acquaintance, which chance had thrown in his way.
Το σχέδιο του αββά ήτανε να εκμεταλλευτή, όσο μπορούσε, τα πλεονεκτήματα, που τούδινε η γνωριμία του Αγαθούλη.
He talked much of Miss Cunegund, and Candide assured him that he would heartily ask pardon of that fair one for his infidelity to her, when he saw her at Venice.
Του μίλησε πολύ για την Κυνεγόνδη· κι ' ο Αγαθούλης του είπε, πως θα ζητούσε συγγνώμη από την ωραία του για την απιστία, που της έκανε, όταν θα την έβλεπε στη Βενετία. Ο Περιγουρδίνος διπλασίασε τις φιλοφρονήσεις, τις περιποιήσεις του κ ' έδειχνε τρυφερό ενδιαφέρο για ό,τι έλεγε ο Αγαθούλης, για ό,τι έκαμνε, για ό,τι ήθελε να κάνη. — Έχετε λοιπόν, κύριε, του είπε, ραντεβού στη Βενετία;
The abbe redoubled his civilities and seemed to interest himself warmly in everything that Candide said, did, or seemed inclined to do.
"And so, sir, you have an engagement at Venice?"
"Yes, Monsieur l'Abbe," answered Candide, "I must absolutely wait upon Miss Cunegund," and then the pleasure he took in talking about the object he loved, led him insensibly to relate, according to custom, part of his adventures with that illustrious Westphalian beauty.
"I fancy," said the abbe, "Miss Cunegund has a great deal of wit, and that her letters must be very entertaining."
— Ποτές δεν έλαβα επιστολή της, είπε ο Αγαθούλης: γιατί, φαντασθήτε, επειδή με διώξαν από τον πύργο για τον έρωτά της, δε μπόρεσα να της γράψω· λίγο κατόπι έμαθα, πως είχε πεθάνει, αργότερα την ξαναβρήκα και την ξανάχασα και της έστειλα από δυόμιση χιλιάδες λεύγες έναν αγγελιοφόρο, από τον οποίον περιμένω απάντηση.
"I never received any from her," said Candide; "for you are to consider that, being expelled from the castle upon her account, I could not write to her, especially as soon after my departure I heard she was dead; but thank God I found afterwards she was living. I left her again after this, and now I have sent a messenger to her near two thousand leagues from here, and wait here for his return with an answer from her."
The artful abbe let not a word of all this escape him, though he seemed to be musing upon something else. He soon took his leave of the two adventurers, after having embraced them with the greatest cordiality.
The next morning, almost as soon as his eyes were open, Candide received the following billet:
"My Dearest Lover- I have been ill in this city these eight days. I have heard of your arrival, and should fly to your arms were I able to stir. I was informed of your being on the way hither at Bordeaux, where I left the faithful Cacambo, and the old woman, who will soon follow me.
The Governor of Buenos Ayres has taken everything from me but your heart, which I still retain.
Come to me immediately on the receipt of this. Your presence will either give me new life, or kill me with the pleasure."
Ελάτε, η παρουσία σας θα μου ξαναδώση τη ζωή ή θα με σκοτώση από χαρά. » Αυτή η χαριτωμένη επιστολή, αυτή η ανέλπιστη επιστολή, γέμισε ανέκφραστη χαρά τον Αγαθούλη· η αρρώστια της αγαπημένης του Κυνεγόνδης τόνε βύθισε στη λύπη.
At the receipt of this charming, this unexpected letter, Candide felt the utmost transports of joy; though, on the other hand, the indisposition of his beloved Miss Cunegund overwhelmed him with grief.
Μ ' αυτά τα δυο αντίθετα συναισθήματα, παίρνει το χρυσάφι του και τα διαμάντια του, βάζει να τον οδηγήσουνε με το Μαρτίνο στο ξενοδοχείο, που έμενε η δεσποινίς Κυνεγόνδη. Μπαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση, η καρδιά του χτυπά, η φωνή του πιάνεται· θέλει ν ' ανοίξη τους μπερντέδες του κρεββατιού, ζητά να φέρουνε φως.
Distracted between these two passions he took his gold and his diamonds, and procured a person to conduct him and Martin to the house where Miss Cunegund lodged. Upon entering the room he felt his limbs tremble, his heart flutter, his tongue falter; he attempted to undraw the curtain, and called for a light to the bedside.
Μη για το Θεό, λέγει η υπηρέτρια, το φως θα τη σκοτώση ! Και ξαφνικά κλείνει τους μπερντέδες.
"Lord sir," cried a maidservant, who was waiting in the room, "take care what you do, Miss cannot bear the least light," and so saying she pulled the curtain close again.
"Cunegund! my dear cried Candide, bathed in tears, "how do you do? If you cannot bear the light, speak to me at least."
"Alas! she cannot speak," said the maid. The sick lady then put a plump hand out of the bed and Candide first bathed it with tears, then filled it with diamonds, leaving a purse of gold upon the easy chair.
Απάνω στους ενθουσιασμούς του φτάνει ένας αστυνόμος ακολουθημένος από τον Περιγουρδίνο αββά κι ' από ένα απόσπασμα.
In the midst of his transports came an officer into the room, followed by the abbe, and a file of musketeers.
"There," said he, "are the two suspected foreigners." At the same time he ordered them to be seized and carried to prison.
— Δε μεταχειρίζονται έτσι τους ξένους στο Ελδοράδο, είπε ο Αγαθούλης.
"Travelers are not treated in this manner in the country of El Dorado," said Candide.
— Είμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά μανιχαίος, είπε ο Μαρτίνος.
"I am more of a Manichaean now than ever," said Martin.
"But pray, good sir, where are you going to carry us?" said Candide.
— Στο μπουδρούμι, απάντησε ο αστυνόμος.
"To a dungeon, my dear sir," replied the officer.
Ο Μαρτίνος ξανάβρε την ψυχραιμία του και σκέφτηκε, πως η κυρία, που έκαμνε την Κυνεγόνδη, ήτανε μια λωποδύτισσα, ο κύριος Περιγουρδίνος αββάς ένας λωποδύτης, κι ' ο αστυνόμος ένας άλλος λωποδύτης, από τον οποίον θα μπορούσαν εύκολα να γλυτώσουνε.
When Martin had a little recovered himself, so as to form a cool judgment of what had passed, he plainly perceived that the person who had acted the part of Miss Cunegund was a cheat; that the abbe of Perigord was a sharper who had imposed upon the honest simplicity of Candide, and that the officer was a knave, whom they might easily get rid of.
Αντί να υποβληθη στις διατυπώσεις της δικαιοσύνης, ο Αγαθούλης, φωτισμένος από τη συμβουλή του Μαρτίνου, κ ' εξ άλλου πάντα ανυπόμονος να ιδή την αληθινή Κυνεγόνδη, προτείνει στον αστυνόμο τρία μικρά διαμάντια, που καθένα θα κόστιζε τρεις χιλιάδες πιστόλες πάνου-κάτου.
Candide following the advice of his friend Martin, and burning with impatience to see the real Miss Cunegund, rather than be obliged to appear at a court of justice, proposed to the officer to make him a present of three small diamonds, each of them worth three thousand pistoles.
Α ! κύριε, είπε ο άνθρωπος με το φιλντισένιο μπαστούνι, κι ' αν είχετε κάνει όλα τα εγκλήματα, που μπορεί να φανταστή κανείς, είστε ο πιο έντιμος άνθρωπος του κόσμου ! Το καθένα τρείς χιλιάδες πιστόλες ! Κύριε, μπορώ να σκοτωθώ για σας, αντί να σας οδηγήσω στη φυλακή. Πιάνουν όλους τους ξένους, αλλ ' αφήστε σε μένα την υπόθεση· έχω έναν αδερφό στη Λιέππη της Νορμανδίας, θα σας στείλω εκεί, κι ' αν έχετε κανένα διαμάντι να του δώσετε, θα σας φροντίση, όπως κ ' εγώ.
"Ah, sir," said the understrapper of justice, "had you commited ever so much villainy, this would render you the honestest man living, in my eyes. Three diamonds worth three thousand pistoles! Why, my dear sir, so far from carrying you to jail, I would lose my life to serve you. There are orders for stopping all strangers; but leave it to me, I have a brother at Dieppe, in Normandy. I myself will conduct you thither, and if you have a diamond left to give him he will take as much care of you as I myself should."
"But why," said Candide, "do they stop all strangers?"
Ο Περιγουρδίνος αββάς, έλαβε τότε το λόγο, και είπε: — Γιατί ένας ζητιάνος από τη χώρα της Ατρεβατίας άκουσε να λέμε ανοησίες· αυτό μονάχα τον ώθησε σε πατροχτονία, όχι όπως εκείνη του 1610, το Μάη το μήνα, αλλά σαν εκείνη του 1594 το μήνα Δεκέμβρη, και σαν εκείνες άλλων χρόνων κι ' άλλων μηνών από άλλους αλήτες, που είχαν ακούσει ανοησίες.
The abbe of Perigord made answer that it was because a poor devil of the country of Atrebata heard somebody tell foolish stories, and this induced him to commit a parricide; not such a one as that in the month of May, 1610, but such as that in the month of December in the year 1594, and such as many that have been perpetrated in other months and years, by other poor devils who had heard foolish stories.
The officer then explained to them what the abbe meant.
"Horrid monsters," exclaimed Candide, "is it possible that such scenes should pass among a people who are perpetually singing and dancing?
Is there no flying this abominable country immediately, this execrable kingdom where monkeys provoke tigers?
Είδα αρκούδες στον τόπο μου· ανθρώπους είδα μόνο στο Ελδοράδο.
I have seen bears in my country, but men I have beheld nowhere but in El Dorado.
In the name of God, sir," said he to the officer, "do me the kindness to conduct me to Venice, where I am to wait for Miss Cunegund."
"Really, sir," replied the officer, "I cannot possibly wait on you farther than Lower Normandy."
So saying, he ordered Candide's irons to be struck off, acknowledged himself mistaken, and sent his followers about their business, after which he conducted Candide and Martin to Dieppe, and left them to the care of his brother.
There happened just then to be a small Dutch ship in the harbor. The Norman, whom the other three diamonds had converted into the most obliging, serviceable being that ever breathed, took care to see Candide and his attendants safe on board this vessel, that was just ready to sail for Portsmouth in England.
This was not the nearest way to Venice, indeed, but Candide thought himself escaped out of Hell, and did not, in the least, doubt but he should quickly find an opportunity of resuming his voyage to Venice.
CHAPTER 23 Candide and Martin Touch upon the English Coast-What They See There
— Αχ! Παγγλώσση!
Ah Pangloss! Pangloss!
Παγγλώσση!
ah Martin!
Αχ! Μαρτίνιε, Μαρτίνε!
ah my dear Miss Cunegund! What sort of a world is this?" Thus exclaimed Candide as soon as he got on board the Dutch ship.
Αχ ! αγαπημένη μου Κυνεγόνδη !
"Why something very foolish, and very abominable," said Martin.
Τι είναι αυτός ο κόσμος; λέγει ο Αγαθούλης απάνου στο ολλανδικό καράβι.
"You are acquainted with England," said Candide; "are they as great fools in that country as in France?"
"Yes, but in a different manner," answered Martin. "You know that these two nations are at war about a few acres of barren land in the neighborhood of Canada, and that they have expended much greater sums in the contest than all Canada is worth.
Ξέρετε, πως αυτά τα δύο έθνη βρίσκονται σε πόλεμο για λίγα στρέμματα χιόνια προς το μέρος του Καναδά, και πως ξοδεύουνε γι ' αυτό τον πόλεμο πολύ περισσότερα απ ' όσο κοστίζει ολόκληρος ο Καναδάς; Το να σας πω ακριβώς σε ποιόν τόπο υπάρχουνε περισσότεροι για δέσιμο, η ασθενής μου μόρφωση δε μου το επιτρέπει· ξέρω μονάχα, πως γενικά οι άνθρωποι, που θα ιδούμε, είναι υπερβολικά χολερικοί.
To say exactly whether there are a greater number fit to be inhabitants of a madhouse in the one country than the other, exceeds the limits of my imperfect capacity; I know in general that the people we are going to visit are of a very dark and gloomy disposition."
Μιλώντας έτσι ζυγώσανε στο Πόρτσμουθ· πλήθος κόσμου είχε γεμίσει την παραλία και παρατηρούσε με προσοχή έναν άνθρωπο πολύ χοντρό γονατισμένο, με τα μάτια δεμένα, πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου του στόλου· τέσσερις στρατιώτες, τοποθετημένοι απέναντί του, του τραβήξανε καθένας τρεις σφαίρες στο κρανίο, με τον πιο γαλήνιο τρόπο του κόσμου· κι ' όλος ο συναθροισμένος λαός γύρισε σπίτι του ικανοποιημένος.
As they were chatting thus together they arrived at Portsmouth. The shore on each side the harbor was lined with a multitude of people, whose eyes were steadfastly fixed on a lusty man who was kneeling down on the deck of one of the men-of-war, with something tied before his eyes. Opposite to this personage stood four soldiers, each of whom shot three bullets into his skull, with all the composure imaginable; and when it was done, the whole company went away perfectly well satisfied.
— Τι ναι λοιπόν όλ ' αυτά; φώναξε ο Αγαθούλης· και ποιος δαίμονας εξουσιάζει παντού;
"What the devil is all this for?" said Candide, "and what demon, or foe of mankind, lords it thus tyrannically over the world?"
Ρώτησε ποιος ήτανε αυτός ο χοντρός άνθρωπος, που τον σκοτώσανε με τόση πομπή.
He then asked who was that lusty man who had been sent out of the world with so much ceremony.
— Είν ' ένας ναύαρχος, του απαντήσανε.
When he received for answer, that it was an admiral.
— Και γιατί τον σκοτώσανε αυτόν το ναύαρχο;
"And pray why do you put your admiral to death?"
— Γιατί δε σκότωσε πολύν κόσμο εναυμάχησε μ ' ένα Γάλλο ναύαρχο κι ' αποδείχθηκε, πως δεν τον επλησίασε αρκετά.
"Because he did not put a sufficient number of his fellow creatures to death. You must know, he had an engagement with a French admiral, and it has been proved against him that he was not near enough to his antagonist."
— Αλλά, είπε ο Αγαθούλης, ο γάλλος ναύαρχος ήτανε τόσο μακρυά από τον άγγλο, όσο τούτος από τον άλλον!
"But," replied Candide, "the French admiral must have been as far from him."
— Αυτό είναι αναμφισβήτητο, του αποκριθήκανε· μα σ ' αυτόν τον τόπο θεωρείται καλό, από καιρό σε καιρό να σκοτώνουν ένα ναύαρχο για να κάνουνε γενναίους τους άλλους. Ο Αγαθούλης τόσο ταράχθηκε και τόσο αγανάχτησε απ ' ό,τι έβλεπε, ώστε δε θέλησε ούτε να πατήση το πόδι του στη στεριά και συμφώνησε με τον ολλανδό πλοίαρχο (κι ' ας τον έκλεβε κι ' αυτός σαν τον άλλον του Σουρινάμ ), για να τον φέρη χωρίς αναβολή στη Βενετία.
"There is no doubt of that; but in this country it is found requisite, now and then, to put an admiral to death, in order to encourage the others to fight."
Ο πλοίαρχος ετοιμάστηκε σε δυο μέρες· περάσανε πλάι από τις ακτές της Γαλλίας· περάσαν αντίκρα από τη Λισσαβώνα κι ' ο Αγαθούλης ανατρίχιασε.
Candide was so shocked at what he saw and heard, that he would not set foot on shore, but made a bargain with the Dutch skipper (were he even to rob him like the captain of Surinam) to carry him directly to Venice.
Μπήκανε στα στενά του Γιβραλτάρ και στη Μεσόγειο, και τέλος φτάσανε στη Βενετία.
The skipper was ready in two days.
— Ευλογητός ο Θεός ! είπε ο Αγαθούλης, αγκαλιάζοντας το Μαρτίνο.
They sailed along the coast of France, and passed within sight of Lisbon, at which Candide trembled. From thence they proceeded to the Straits, entered the Mediterranean, and at length arrived at Venice.
Εδώ θα ξαναϊδώ την ωραία Κυνεγόνδη.
"God be praised," said Candide, embracing Martin, "this is the place where I am to behold my beloved Cunegund once again.
Έχω πεποίθηση στον Κακαμπό, και στον εαυτό μου.
I can confide in Cacambo, like another self.
All is well, all is very well, all is well as possible."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV &Περί Πακέττας και του αδελφού Γαρουφάλη.&
CHAPTER 24 Of Pacquette and Friar Giroflee
Upon their arrival at Venice Candide went in search of Cacambo at every inn and coffee-house, and among all the ladies of pleasure, but could hear nothing of him. He sent every day to inquire what ships were in, still no news of Cacambo.
— Πώς ! έλεγε στο Μαρτίνο, είχα τον καιρό να περάσω από το Σουρινάμ στο Μπορντώ, να πάω από το Μπορντώ στο Παρίσι, από το Παρίσι στη Διέππη, από τη Διέππη στο Πόρτσμουθ, να παραπλεύσω την Πορτογαλία και την Ισπανία, να διασχίσω όλη τη Μεσόγειο, να μείνω μερικούς μήνες στη Βενετία, κ ' η ωραία Κυνεγόνδη δεν ήρθε ακόμα ! Συνάντησα, αντίς αυτήν, μιαν τιποτένια, κι ' έναν περιγουρδίνο αββά !
"It is strange," said he to Martin, "very strange that I should have time to sail from Surinam to Bordeaux; to travel thence to Paris, to Dieppe, to Portsmouth; to sail along the coast of Portugal and Spain, and up the Mediterranean to spend some months at Venice; and that my lovely Cunegund should not have arrived. Instead of her, I only met with a Parisian impostor, and a rascally abbe of Perigord.
Cunegund is actually dead, and I have nothing to do but follow her.
Αχ πόσο θάτανε καλύτερα νάμενα στον παράδεισο του Ελδοράδο παρά να γυρίσω σ ' αυτήν την καταραμένη Ευρώπη.
Alas! how much better would it have been for me to have remained in the paradise of El Dorado than to have returned to this cursed Europe!
You are in the right, my dear Martin; you are certainly in the right; all is misery and deceit."
He fell into a deep melancholy, and neither went to the opera then in vogue, nor partook of any of the diversions of the Carnival; nay, he even slighted the fair sex.
Ο Μαρτίνος του είπε: — Είστε πολύ απλοϊκός, αλήθεια, να φαντάζεστε πως ένας υπηρέτης μιγάς, πόχει πέντε ως έξι εκατομμύρια στις τσέπες του, θα πάη να ζητήση την ερωμένην σας στην άκρη του κόσμου, για να σας τήνε φέρη στη Βενετία. Θα την πάρη για τον εαυτό του, αν την εύρη: αν δεν την εύρη, θα πάρη μιαν άλλη: σας συμβουλεύω να ξεχάστε τον υπηρέτη σας τον Κακαμπό και την ερωμένη σας την Κυνεγόνδη.
Martin said to him, "Upon my word, I think you are very simple to imagine that a rascally valet, with five or six millions in his pocket, would go in search of your mistress to the further of the world, and bring her to Venice to meet you. If he finds her he will take her for himself; if he does not, he will take another. Let me advise you to forget your valet Cacambo, and your mistress Cunegund."
Αλλά τα λόγια αυτά δεν παρηγορήσανε τον Αγαθούλη.
Martin's speech was not the most consolatory to the dejected Candide.
His melancholy increased, and Martin never ceased trying to prove to him that there is very little virtue or happiness in this world; except, perhaps, in El Dorado, where hardly anybody can gain admittance.
Ενώ συζητούσανε γι ' αυτό το σπουδαίο θέμα, περιμένοντας πάντα την Κυνεγόνδη, ο Αγαθούλης παρατήρησε ένα νεαρό θεατίνο (5 ) στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, που κρατούσε στο μπράτσο του μια κοπέλλα. Ο θεατίνος φαινότανε πολύ δροσερός, παχουλός, δυνατός. Τα μάτια του λάμπανε, το ύφος του ήτανε όλο πεποίθηση, το ανάστημά του ψηλό, το βάδισμά του περήφανο. Η κοπέλλα ήτανε πολύ όμορφη και τραγουδούσε· κύτταζεν ερωτικά το θεατίνο της και από καιρό σε καιρό του τσιμπούσε τα παχυά του μάγουλα.
While they were disputing on this important subject, and still expecting Miss Cunegund, Candide perceived a young Theatin friar in the Piazza San Marco, with a girl under his arm. The Theatin looked fresh-colored, plump, and vigorous; his eyes sparkled; his air and gait were bold and lofty. The girl was pretty, and was singing a song; and every now and then gave her Theatin an amorous ogle and wantonly pinched his ruddy cheeks.
— Θα παραδεχτήτε, τουλάχιστο, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, πως αυτοί εδώ οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι.
"You will at least allow," said Candide to Martin, "that these two are happy.
Έως τώρα σ ' όλη την οικουμένη βρήκα, εξόν από το Ελδοράδο, μονάχα δυστυχισμένους, μα γι ' αυτή την κοπέλα και για τούτο τον θεατίνο στοιχηματίζω, πως είναι πολύ ευτυχισμένα πλάσματα.
Hitherto I have met with none but unfortunate people in the whole habitable globe, except in El Dorado; but as to this couple, I would venture to lay a wager they are happy."
— Στοιχηματίζω, πως όχι ! είπε ο Μαρτίνος.
"Done!" said Martin, "they are not what you imagine."
— Παρακάλεσέ τους, αν θέλης, είπε ο Αγαθούλης, να δειπνήσουνε μαζί μας και θα ιδής, αν γελιέμαι.
"Well, we have only to ask them to dine with us," said Candide, "and you will see whether I am mistaken or not."
Thereupon he accosted them, and with great politeness invited them to his inn to eat some macaroni, with Lombard partridges and caviar, and to drink a bottle of Montepulciano, Lacryma Christi, Cyprus, and Samos wine.
Η δεσποινίς κοκκίνησε, ο θεατίνος δέχτηκε κ ' εκείνη τον ακολούθησε κοιτάζοντας τον Αγαθούλη μ ' έκπληξη και ταραχή, ενώ δάκρυα θαμπώνανε τα μάτια της. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο του Αγαθούλη, τούπε:
The girl blushed; the Theatin accepted the invitation and she followed him, eyeing Candide every now and then with a mixture of surprise and confusion, while the tears stole down her cheeks.
— Πώς λοιπόν, κύριε Αγαθούλη, δεν αναγνωρίζετε πια την Πακέττα;
No sooner did she enter his apartment than she cried out, "How, Monsieur Candide, have you quite forgot your Pacquette? do you not know her again?"
Candide had not regarded her with any degree of attention before, being wholly occupied with the thoughts of his dear Cunegund. "Ah! is it you, child? was it you that reduced Dr. Pangloss to that fine condition I saw him in?"
— Αλίμονο, κύριε, είμ ' εγώ, είπε η Πακέττα. Βλέπω, πως τάχετε πληροφορηθή όλα. Έμαθα όλα τα τρομερά δυστυχήματα, που πέσανε σ ' το σπίτι της κυρίας Βαρωνέσσας και στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Σας ορκίζομαι, πως η μοίρα μου δεν υπήρξε λιγώτερο θλιβερή. Ήμουνε πολύ αθώα, όταν με γνωρίσατε. Ένας κορδελιέρος, που ήτανε ο εξομολογητής μου, με πλάνεψε.
"Alas! sir," answered Pacquette, "it was I, indeed. I find you are acquainted with everything; and I have been informed of all the misfortunes that happened to the whole family of My Lady Baroness and the fair Cunegund. But I can safely swear to you that my lot was no less deplorable; I was innocence itself when you saw me last. A Franciscan, who was my confessor, easily seduced me; the consequences proved terrible.
I was obliged to leave the castle some time after the Baron kicked you out by the backside from there; and if a famous surgeon had not taken compassion on me, I had been a dead woman.
Αν ένας περίφημος γιατρός δε με λυπότανε, θα πέθαινα. Έκανα λίγον καιρό, από ευγνωμοσύνη, μαιτρέσσα αυτού του γιατρού. Η γυναίκα του, που λύσσαε από ζήλεια, μ ' έδερνε κάθε μέρα ανελέητα· ήτανε μανιακή. Αυτός ο γιατρός ήτανε ο πιο άσχημος απ ' όλους τους άντρες κ ' εγώ η πιο δυστυχισμένη απ ' όλα τα πλάσματα, αφού έτρωγα ξύλο για έναν άντρα, που δεν τον αγαπούσα.
Gratitude obliged me to live with him some time as his mistress; his wife, who was a very devil for jealousy, beat me unmercifully every day. Oh! she was a perfect fury. The doctor himself was the most ugly of all mortals, and I the most wretched creature existing, to be continually beaten for a man whom I did not love.
Ξέρετε, κύριε, πόσο είναι επικίνδυνο, για μια ζηλιάρα νάναι γυναίκα γιατρού. Αυτός, μην υποφέροντας τις γκρίνιες της, της έδωσε μια μέρα, για να τη γιατρέψη από κάποιο μικρό συνάχι, ένα γιατρικό τόσο αποτελεσματικό, που πέθανε σε δυο ώρες με φριχτούς σπασμούς. Οι γονείς της κυρίας καταγγείλανε το γιατρό για φόνο κ ' εκείνος τόσκασε κρυφά, μα βάλανε μένα στη φυλακή.
You are sensible, sir, how dangerous it was for an ill-natured woman to be married to a physician. Incensed at the behavior of his wife, he one day gave her so affectionate a remedy for a slight cold she had caught that she died in less than two hours in most dreadful convulsions. Her relations prosecuted the husband, who was obliged to fly, and I was sent to prison.
Η αθωότητά μου δε θα μ ' έσωζε, αν δεν ήμουνα λιγάκι όμορφη.
My innocence would not have saved me, if I had not been tolerably handsome.
Ο δικαστής μ ' απάλλαξε με τον όρο να διαδεχτή το γιατρό. Σε λίγο με υποσκέλισε μια άλλη, με διώξανε χωρίς να με πλερώσουνε κι ' αναγκάστηκα να εξακολουθήσω αυτό το απαίσιο επάγγελμα, που σας αρέσει τόσο εσάς των αντρών και που είναι για μας άβυσσο αθλιότητας.
The judge gave me my liberty on condition he should succeed the doctor. However, I was soon supplanted by a rival, turned off without a farthing, and obliged to continue the abominable trade which you men think so pleasing, but which to us unhappy creatures is the most dreadful of all sufferings.
Ήρθα να εξασκήσω την εργασία μου στη Βενετία.
At length I came to follow the business at Venice.
Αχ ! κύριε, δε μπορείτε να φανταστήτε, τι θα πη νάσαστε υποχρεωμένη να χαηδεύετε με την ίδια αδιαφορία ένα γέρο έμπορο, ένα δικηγόρο, έναν καλόγερο, ένα γονδολιέρο, έναν αββά· νάσαστε εκθεμένη σ ' όλους τους εξευτελισμούς, σ ' όλους τους διασυρμούς· να καταντάτε συχνά στο σημείο να δανείζεστε ένα πουκάμισο για να πηγαίνετε να σας το σηκώνη ένας άντρας συχαμερός: να σας κλέβη ο ένας, ό,τι κερδίσατε από τον άλλο· να σας φορολογούν οι αστυνόμοι και να σας περιμένουνε στο βάθος του μέλλοντός σας φριχτά γηρατειά, ένα νοσοκομείο και μια κοπριά, ε ! τότε θα συμπεράνετε, πως είμαι ένα από τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα του κόσμου.
Ah! sir, did you but know what it is to be obliged to receive every visitor; old tradesmen, counselors, monks, watermen, and abbes; to be exposed to all their insolence and abuse; to be often necessitated to borrow a petticoat, only that it may be taken up by some disagreeable wretch; to be robbed by one gallant of what we get from another; to be subject to the extortions of civil magistrates; and to have forever before one's eyes the prospect of old age, a hospital, or a dunghill, you would conclude that I am one of the most unhappy wretches breathing."
Έτσι η Πακέττα άνοιγε την καρδιά της στον καλόν Αγαθούλη, μέσα σ ' ένα δωμάτιο, μπροστά στο Μαρτίνο, ο οποίος έλεγε στον Αγαθούλη.
Thus did Pacquette unbosom herself to honest Candide in his closet, in the presence of Martin, who took occasion to say to him, "You see I have half won the wager already."
— Βλέπετε, πως έχω κερδίσει έως τώρα το μισό στοίχημα. Ο αδελφός Γαρουφάλης είχε μείνει στην τραπεζαρία κ ' έπινε από λίγο- λίγο προσμένοντας το δείπνο. — Αλλά, είπε ο Αγαθούλης στην Πακέττα, είχατε το ύφος τόσο εύθυμο, τόσο ευχαριστημένο, όταν σας συνάντησα, τραγουδούσατε, χαηδεύατε το θεατίνο με μια χάρη ολότελα φυσική· μου φανήκατε τόσο ευτυχισμένη, όσο τώρα λέτε, πως είσαστε δυστυχισμένη. — Αχ ! κύριε, απάντησε η Πακκέττα, κι ' αυτό ακόμα είναι μια από της αθλιότητες του επαγγέλματος.
Friar Giroflee was all this time in the parlor refreshing himself with a glass or two of wine till dinner was ready. "But," said Candide to Pacquette, "you looked so gay and contented, when I met you, you sang and caressed the Theatin with so much fondness, that I absolutely thought you as happy as you say you are now miserable."
"Ah! dear sir," said Pacquette, "this is one of the miseries of the trade; yesterday I was stripped and beaten by an officer; yet today I must appear good humored and gay to please a friar."
Candide was convinced and acknowledged that Martin was in the right. They sat down to table with Pacquette and the Theatin; the entertainment was agreeable, and towards the end they began to converse together with some freedom.
— Πατέρα μου, είπε ο Αγαθούλης στον καλόγερο, μου φαίνεστε, πως η μοίρα σας έχει ευνοήσει σε βαθμό, που όλοι να σας ζηλεύουνε· Το άνθος της υγείας λάμπει στο πρόσωπό σας, η φυσιογνωμία σας δείχνει την ευδαιμονία· έχετε μια πολύ ωραία κοπέλλα για να σας διασκεδάζη, και μοιάζετε πολύ ευχαριστημένος, που είσαστε θεατίνος.
"Father," said Candide to the friar, "you seem to me to enjoy a state of happiness that even kings might envy; joy and health are painted in your countenance. You have a pretty wench to divert you; and you seem to be perfectly well contented with your condition as a Theatin."
"Faith, sir," said Friar Giroflee, "I wish with all my soul the Theatins were every one of them at the bottom of the sea. I have been tempted a thousand times to set fire to the monastery and go and turn Turk.
Οι γονείς μου με αναγκάσανε στην ηλικία των δεκαπέντε μου χρόνων, να ζωστώ αυτό το απαίσιο ράσο, για ν ' αφήσουνε περισσότερη περιουσία σ ' έναν καταραμένο μεγαλύτερο αδερφό μου, που άμποτες ο Θεός να τον πνίξη !
My parents obliged me, at the age of fifteen, to put on this detestable habit only to increase the fortune of an elder brother of mine, whom God confound! jealousy, discord, and fury, reside in our monastery.
Η ζήλεια, η διχόνοια, η λύσσα, κατοικούνε στα μοναστήρια. Είναι αλήθεια, πως έβγαλα μερικούς κακούς λόγους, από τους οποίους κέρδισα λίγα χρήματα, αλλ ' ο ηγούμενος μούκλεψε τα μισά· τα υπόλοιπα τα διαθέτω να διατηρώ γυναίκες· αλλ ' όταν επιστρέφω το βράδυ στο μοναστήρι, είμ ' έτοιμος να σπάσω το κεφάλι μου στους τοίχους του κοιτώνα· κι ' όλοι οι συνάδερφοι μου έχουνε την ίδια επιθυμία.
It is true I have preached often paltry sermons, by which I have got a little money, part of which the prior robs me of, and the remainder helps to pay my girls; but, not withstanding, at night, when I go hence to my monastery, I am ready to dash my brains against the walls of the dormitory; and this is the case with all the rest of our fraternity."
Ο Μαρτίνος γυρίζοντας προς τον Αγαθούλη με τη συνειθισμένη του ψυχραιμία: — Ε ! λοιπόν του λέγει, κέρδισα όλο το στοίχημα !
Martin, turning towards Candide, with his usual indifference, said, "Well, what think you now? have I won the wager entirely?"
Ο Αγαθούλης έδωσε δυο χιλιάδες πιάστρα στην Πακέττα και χίλια στον αδερφό Γαρουφάλη.
Candide gave two thousand piastres to Pacquette, and a thousand to Friar Giroflee, saying, "I will answer that this will make them happy."
"I am not of your opinion," said Martin, "perhaps this money will only make them wretched."
"Be that as it may," said Candide, "one thing comforts me; I see that one often meets with those whom one never expected to see again; so that, perhaps, as I have found my red sheep and Pacquette, I may be lucky enough to find Miss Cunegund also."
— Εύχομαι, είπε ο Μαρτίνος, να σας δώση μιαν ημέρα την ευτυχία· αλλά γι ' αυτό αμφιβάλλω πολύ.
"I wish," said Martin, "she one day may make you happy; but I doubt it much."
— Είστε πολύ σκληρός, είπε ο Αγαθούλης.
"You lack faith," said Candide.
"It is because," said Martin, "I have seen the world."
— Αλλά παρατηρήστε αυτούς τους γονδολιέρους, είπε ο Αγαθούλης· τραγουδούν ακατάπαυτα.
"Observe those gondoliers," said Candide, "are they not perpetually singing?"
— Να τους ιδήτε σπίτι τους με τις γυναίκες τους και τα κουτσούβελά τους, είπε ο Μαρτίνος. Ο δόγης έχει τις πίκρες του, οι γονδολιέροι τις δικές τους.
"You do not see them," answered Martin, "at home with their wives and brats. The doge has his chagrin, gondoliers theirs.
Nevertheless, in the main, I look upon the gondolier's life as preferable to that of the doge; but the difference is so trifling that it is not worth the trouble of examining into."
"I have heard great talk," said Candide, "of the Senator Pococurante, who lives in that fine house at the Brenta, where, they say, he entertains foreigners in the most polite manner." "They pretend this man is a perfect stranger to uneasiness.
Ισχυρίζονται πως είναι ένας άνθρωπος, που δε γνώρισε ποτέ πίκρες.
— Θάθελα να ιδώ ένα τόσο σπάνιο ον, είπε ο Μαρτίνος.
I should be glad to see so extraordinary a being," said Martin.
Ο Αγαθούλης αμέσως έστειλε να ζητήση την άδεια από τον εξοχώτατο Ποκοκουράντη να πάη την επομένη να τον επισκεφθή.
Candide thereupon sent a messenger to Seignor Pococurante, desiring permission to wait on him the next day.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV
CHAPTER 25
&Επίσκεψη στου Άρχοντα Ποκοκουράντη Βενετσάνου άρχοντα.&
Candide and Martin Pay a Visit to Seignor Pococurante, a Noble Venetian
Candide and his friend Martin went in a gondola on the Brenta, and arrived at the palace of the noble Pococurante.
Οι κήποι ήταν εξαίσιοι και στολισμένοι με ωραία μαρμάρινα αγάλματα· του παλατιού η αρχιτεχτονική κομψότατη. Ο οικοδεσπότης, ηλικίας εξήντα χρονών, υποδέχτηκε πολύ ευγενικά τους δύο περίεργους αλλά με πολύ ολίγη προθυμία, κι ' αυτό σύγχισε τον Αγαθούλη και δεν άρεσε του Μαρτίνου.
The gardens were laid out in elegant taste, and adorned with fine marble statues; his palace was built after the most approved rules of architecture. The master of the house, who was a man of affairs, and very rich, received our two travelers with great politeness, but without much ceremony, which somewhat disconcerted Candide, but was not at all displeasing to Martin.
Και πρώτα-πρώτα δυο κορίτσια καθαροντυμένα σερβίρανε σοκολάτα καλά αφρισμένη.
As soon as they were seated, two very pretty girls, neatly dressed, brought in chocolate, which was extremely well prepared.
Ο Αγαθούλης δεν κρατήθηκε από το να επαινέση την ομορφιά, τους καλούς τρόπους και την επιδεξιωσύνη τους. — Είναι πολύ καλά κορίτσια, είπε ο συγκλητικός Ποκοκουράντης: τις βάζω κάποτε να κοιμούνται στο κρεββάτι μου γιατί μαι πολύ αηδιασμένος από τις κυράδες της πολιτείας, από τις κοκκεταρίες τους, τις ζήλιες τους, τους καυγάδες τους, τα νεύρα τους, τις μικρολογιές τους, τις αλαζονείες τους, τις ανοησίες τους κι από τα σονέττα, που πρέπει να τις κάμνω ή να παραγγέλω να τις κάμνουν: αλλά μ ' όλα αυτά, κι ' αυτές η δυο κοπέλλες αρχίζουνε να μου γίνονται κουραστικές.
Candide could not help praising their beauty and graceful carriage. "The creatures are all right," said the senator; "I amuse myself with them sometimes, for I am heartily tired of the women of the town, their coquetry, their jealousy, their quarrels, their humors, their meannesses, their pride, and their folly; I am weary of making sonnets, or of paying for sonnets to be made on them; but after all, these two girls begin to grow very indifferent to me."
After having refreshed himself, Candide walked into a large gallery, where he was struck with the sight of a fine collection of paintings. "Pray," said Candide, "by what master are the two first of these?"
— Είναι του Ραφαήλου, είπε ο συγκλητικός· τους αγόρασα πολύ ακριβά από ματαιότητα δω και λίγα χρόνια· λέγουν, πως είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει στην Ιταλία, αλλά μένα δε μου αρέσουνε καθόλου: το χρώμα είναι πολύ σκοτεινό, τα πρόσωπα δεν είναι αρκετά στρογγυλεμένα και δεν ξεκόβουν αρκετά· οι ενδυμασίες δε φαίνονται καθόλου νάναι από ύφασμα: με ένα λόγο, ό,τι κι ' αν λένε, δε βρίσκω σ ' αυτές μιαν αληθινή ομοιότητα με τη φύση: αλλά τέτοιου είδους δεν υπάρχουν.
"They are by Raphael," answered the senator. "I gave a great deal of money for them seven years ago, purely out of curiosity, as they were said to be the finest pieces in Italy; but I cannot say they please me: the coloring is dark and heavy; the figures do not swell nor come out enough; and the drapery is bad. In short, notwithstanding the encomiums lavished upon them, they are not, in my opinion, a true representation of nature. I approve of no paintings save those wherein I think I behold nature itself; and there are few, if any, of that kind to be met with. I have what is called a fine collection, but I take no manner of delight in it."
Ενώ περιμένανε το δείπνο, ο Ποκοκουράντης έβαλε να παίξουνε ένα κοντσέρτο.
While dinner was being prepared Pococurante ordered a concert.
Ο Αγαθούλης βρήκε τη μουσική υπέροχη.
Candide praised the music to the skies.
"This noise," said the noble Venetian, "may amuse one for a little time, but if it were to last above half an hour, it would grow tiresome to everybody, though perhaps no one would care to own it. Music has become the art of executing what is difficult; now, whatever is difficult cannot be long pleasing.
Θα προτιμούσα ίσως την όπερα, αν δεν είχαν εύρει, το μυστικό να φτιάνουνε τερατουργήματα που μ ' εξοργίζουν. Όποιος θέλει ας πηγαίνη να βλέπη κακές τραγωδίες βαλμένες σε μουσική, καμωμένες για ένα ή δυο γελοία τραγούδια, όπου δοκιμάζεται η αξία του λαρυγγιού μιας ηθοποιού· ας χλωμιαίνη από ηδονή όποιος θέλει ή οποίος μπορεί, βλέποντας ένα μουνούχο να τσαμπουνά το ρόλο του Καίσαρα ή του Κάτωνα και να περιφέρεται μ ' ένα ύφος αδέξιο πάνου στα σανίδια: όσο για μένα έπαψα από πολύν καιρό να ενδιαφέρομαι γι ' αυτές τις μιζέριες, που αποτελούνε σήμερα τη δόξα της Ιταλίας και που οι ηγεμόνες τις πληρώνουνε τόσο ακριβά.
"I believe I might take more pleasure in an opera, if they had not made such a monster of that species of dramatic entertainment as perfectly shocks me; and I am amazed how people can bear to see wretched tragedies set to music; where the scenes are contrived for no other purpose than to lug in, as it were by the ears, three or four ridiculous songs, to give a favorite actress an opportunity of exhibiting her pipe. Let who will die away in raptures at the trills of a eunuch quavering the majestic part of Caesar or Cato, and strutting in a foolish manner upon the stage, but for my part I have long ago renounced these paltry entertainments, which constitute the glory of modern Italy, and are so dearly purchased by crowned heads."
Ο Αγαθούλης το αμφισβήτησε λιγάκι, αλλά με πολλή διάκριση.
Candide opposed these sentiments; but he did it in a discreet manner; as for Martin, he was entirely of the old senator's opinion.
Ο Μαρτίνος ήτανε τέλεια σύμφωνος με το συγκλητικό.
Dinner being served they sat down to table, and, after a hearty repast, returned to the library.
Candide, observing Homer richly bound, commended the noble Venetian's taste.
— Να ! ένα βιβλίο, που ήταν η απόλαυση του δόχτορα Παγγλώσση, του καλύτερου φιλοσόφου της Γερμανίας.
"This," said he, "is a book that was once the delight of the great Pangloss, the best philosopher in Germany."
— Δεν είναι και δική μου, είπε ψυχρά ο Ποκοκουράντης: με κάνανε άλλοτες να πιστεύω, πως ευχαριστιόμουνα διαβάζοντάς τον· αλλ ' αυτή η συνεχής επανάληψη μαχών, που όλες μοιάζουν αναμεταξύ τους, αυτοί οι θεοί που ενεργούνε πάντα, χωρίς να κάμνουνε τίποτε το οριστικό, αυτή η Ελένη, που είναι η αιτία του πολέμου και που μόλις εμφανίζεται στο έργο· αυτή η Τροία, που την πολιορκούνε και δεν την κυριεύουνε ποτέ· όλ ' αυτά μου προξενούσανε την πιο θανάσιμη πλήξη. Ρώτησα μερικούς σοφούς, αν έπλητταν όσο κι ' εγώ σ ' αυτό το διάβασμα: όλοι οι ειλικρινείς άνθρωποι μου ομολογήσανε, πως το βιβλίο τους έπεφτε απ ' τα χέρια, αλλ ' έπρεπε πάντα να το έχουνε στη βιβλιοθήκη, σαν ένα μνηνείο της αρχαιότητας, όπως αυτά τα σκουριασμένα νομίσματα, που δεν περνούνε πια.
"Homer is no favorite of mine," answered Pococurante, coolly, "I was made to believe once that I took a pleasure in reading him; but his continual repetitions of battles have all such a resemblance with each other; his gods that are forever in haste and bustle, without ever doing anything; his Helen, who is the cause of the war, and yet hardly acts in the whole performance; his Troy, that holds out so long, without being taken: in short, all these things together make the poem very insipid to me. I have asked some learned men, whether they are not in reality as much tired as myself with reading this poet: those who spoke ingenuously, assured me that he had made them fall asleep, and yet that they could not well avoid giving him a place in their libraries; but that it was merely as they would do an antique, or those rusty medals which are kept only for curiosity, and are of no manner of use in commerce."
"But your excellency does not surely form the same opinion of Virgil?" said Candide.
— Παραδέχομαι, είπε ο Ποκοκουράντης, πως το δεύτερο, το τέταρτο και το έχτο βιβλίο της Αινειάδας του είναι έξοχα· αλλά για τον ευσεβή του Αινεία, το δυνατό Κλοάνθη και το φίλο του τον Αχάτη και το μικρόν Ασκάνιο και τον ηλίθιο βασιλιά Λατίνο και τη χωριάτισσα Αμάτα και την άνοστη Λαβινία, πιστεύω, πως δεν υπάρχει τίποτε πιο κρύο και πιο δυσάρεστο.
"Why, I grant," replied Pococurante, "that the second, third, fourth, and sixth books of his Aeneid, are excellent; but as for his pious Aeneas, his strong Cloanthus, his friendly Achates, his boy Ascanius, his silly king Latinus, his ill-bred Amata, his insipid Lavinia, and some other characters much in the same strain, I think there cannot in nature be anything more flat and disagreeable.
I must confess I prefer Tasso far beyond him; nay, even that sleepy taleteller Ariosto."
"May I take the liberty to ask if you do not experience great pleasure from reading Horace?" said Candide.
— Έχει γνωμικά, είπε ο Ποκοκουράντης, που μπορούνε να ωφελήσουν έναν άνθρωπο του κόσμου και που όντας βαλμένα σε στίχους ενεργητικούς, χαράζονται ευκολώτερα στη μνήμη: αλλά λίγο μ ' ενδιαφέρει το ταξίδι του στο Βρινδήσιο κ ' η περιγραφή του ενός κακού δείπνου κ ' οι χαμάλικοι καυγάδες μεταξύ ενός κάποιου Πουπίλου, που τα λόγια του, λέγει, ήτανε γεμάτα έμπυο, κι ' ενός άλλου, που τα λόγια του ήτανε γεμάτα ξίδι.
"There are maxims in this writer," replied Pococurante, "whence a man of the world may reap some benefit; and the short measure of the verse makes them more easily to be retained in the memory. But I see nothing extraordinary in his journey to Brundusium, and his account of his had dinner; nor in his dirty, low quarrel between one Rupillius, whose words, as he expresses it, were full of poisonous filth; and another, whose language was dipped in vinegar.
His indelicate verses against old women and witches have frequently given me great offense: nor can I discover the great merit of his telling his friend Maecenas, that if he will but rank him in the class of lyric poets, his lofty head shall touch the stars. Ignorant readers are apt to judge a writer by his reputation.
Οι μωροί θαυμάζουν όλα σ ' έναν ποιητή αναγνωρισμένο. Εγώ διαβάζω για τον εαυτό μου· αγαπώ μονάχα ό,τι μου κάνει.
For my part, I read only to please myself. I like nothing but what makes for my purpose."
Candide, who had been brought up with a notion of never making use of his own judgment, was astonished at what he heard; but Martin found there was a good deal of reason in the senator's remarks.
Αλλ ' ο Μαρτίνος εύρισκε τον τρόπο της σκέψης του Ποκοκουράντη πολύ λογικό:
"Oh! here is a Tully," said Candide; "this great man I fancy you are never tired of reading?"
"Indeed I never read him at all," replied Pococurante. "What is it to me whether he pleads for Rabirius or Cluentius?
— Δεν τον διαβάζω ποτές, απάντησε ο Βενετσάνος· Τι μ ' ενδιαφέρει, αν υπεράσπισε το Ραβίριο ή τον Κλουέντιο; Έχω αρκετές δίκες, που κρίνω: περισσότερο θα μου κάνανε τα φιλοσοφικά του έργα, μα σαν είδα πως αμφέβαλλε για όλα, συμπέρανα, πως ήξερα όσα κι αυτός και πως δεν είχα ανάγκη από κανένανε, για να τ ' αγνοώ όλα.
I try causes enough myself. I had once some liking for his philosophical works; but when I found he doubted everything, I thought I knew as much as himself, and had no need of a guide to learn ignorance."
"Ha!" cried Martin, "here are fourscore volumes of the memoirs of the Academy of Sciences; perhaps there may be something curious and valuable in this collection."
"Yes," answered Pococurante, "so there might if any one of these compilers of this rubbish had only invented the art of pin-making; but all these volumes are filled with mere chimerical systems, without one single article conductive to real utility."
— Ω ! πόσα θεατρικά έργα βλέπω εδώ, είπε ο Αγαθούλης, Ιταλικά, Ισπανικά, Γαλλικά.
"I see a prodigious number of plays," said Candide, "in Italian, Spanish, and French."
Ναι, απάντησε ο συγκλητικός, είναι τρεις χιλιάδες και δεν έχει ούτε τρεις ντουζίνες καλά. Αυτές τις συλλογές λόγια, που όλες μαζί δεν αξίζουνε μια σελίδα του Σενέκα, κι ' όλους αυτούς τους χοντρούς τόμους θεολογίας, δεν τους ανοίγω ποτέ, ούτ ' εγώ ούτε κανείς άλλος. Ο Μαρτίνος παρατήρησε θέσεις γεμάτες αγγλικά βιβλία.
"Yes," replied the Venetian, "there are I think three thousand, and not three dozen of them good for anything. As to those huge volumes of divinity, and those enormous collections of sermons, they are not all together worth one single page in Seneca; and I fancy you will readily believe that neither myself, nor anyone else, ever looks into them."
Martin, perceiving some shelves filled with English books, said to the senator, "I fancy that a republican must be highly delighted with those books, which are most of them written with a noble spirit of freedom."
"It is noble to write as we think," said Pococurante; "it is the privilege of humanity.
Σ ' όλη μας την Ιταλία γράφουν ό,τι δεν σκέπτονται· αυτοί που κατοικούνε στην πατρίδα των Καισάρων και των Αντωνίνων, δεν τολμούνε νάχουνε μιαν ιδέα χωρίς την άδεια ενός Ιακωβίνου.
Throughout Italy we write only what we do not think; and the present inhabitants of the country of the Caesars and Antonines dare not acquire a single idea without the permission of a Dominican father.
Θάμουν ευχαριστημένος από την ελευθερία, που εμπνέει τους Άγγλους διανοουμένους, αν η εμπάθεια κ ' η προκατάληψη δεν καταστρέφανε ό,τι άξιο έχει αυτή η πολύτιμη ελευθερία.
I should be enamored of the spirit of the English nation, did it not utterly frustrate the good effects it would produce by passion and the spirit of party."
Ο Αγαθούλης παρατήρησε ένα Μίλτωνα και ρώτησε, αν ο Ποκοκουράντης θέα εύρισκε αυτόν τον συγγραφέα μεγάλον άνθρωπο.
Candide, seeing a Milton, asked the senator if he did not think that author a great man.
— Ποιόν; είπεν ο Ποκοκουράντης, αυτόν το βάρβαρο, που υπομνηματίζει φλυαρώτατα το πρώτο κεφάλαιο της « Γενέσεως » σε δέκα βιβλία και σε στίχους τραχείς; αυτόν τον χονδροειδή μιμητή των Ελλήνων, που παραμορφώνει τη δημιουργία, κι ' ο οποίος, ενώ ο Μωυσής παρασταίνει τον Αιώνιο να κάμνη τον κόσμο με το λόγο, βάζει τον Μεσσία να παίρνη ένα μεγάλο διαβήτη απ ' όνα ερμάριο τουρανού και να το δίνει του Θεού να σχεδιάση το έργο του;
"Who?" said Pococurante sharply; "that barbarian who writes a tedious commentary in ten books of rumbling verse, on the first chapter of Genesis? that slovenly imitator of the Greeks, who disfigures the creation, by making the Messiah take a pair of compasses from Heaven's armory to plan the world; whereas Moses represented the Diety as producing the whole universe by his fiat?
Εγώ θα εχτιμήσω εκείνον, που χάλασε την κόλαση και το διάβολο του Τάσσου· που μεταμορφώνει τον Εωσφόρο άλλοτε σε βάτραχο, άλλοτε σε πυγμαίο; που τον βάζει να επαναλαβαίνη εκατό φορές τα ίδια λόγια; που τον βάζει να συζητή Θεολογία; ο οποίος μιμούμενος σοβαρά την κωμικήν εύρεση των πυροβόλων όπλων από τον Αριόστο, βάζει τους διαβόλους να τραβούνε κανονιές στον ουρανό; Ούτε σε μένα ούτε σε άλλον κανένα στην Ιταλία δε μπορέσανε ν ' αρέσουν όλες αυτές οι θλιβερές παραδοξότητες.
Can I think you have any esteem for a writer who has spoiled Tasso's Hell and the Devil; who transforms Lucifer sometimes into a toad, and at others into a pygmy; who makes him say the same thing over again a hundred times; who metamorphoses him into a school-divine; and who, by an absurdly serious imitation of Ariosto's comic invention of firearms, represents the devils and angels cannonading each other in Heaven?
&Ο γάμος της Αμαρτίας και του θανάτου& και τα φίδια, που γεννά η Αμαρτία, προκαλούνε τον έμετο κάθε ανθρώπου με λεπτό γούστο, κι ' η μακρυά του περιγραφή ενός νοσοκομείου είναι καλή μονάχα για νεκροθάφτες.
Neither I nor any other Italian can possibly take pleasure in such melancholy reveries; but the marriage of Sin and Death, and snakes issuing from the womb of the former, are enough to make any person sick that is not lost to all sense of delicacy.
Αυτό το σκοτεινό, αλλόκοτο, κι ' αηδιαστικό ποίημα περιφρονήθηκε στη γέννησή του· το θεωρώ σήμερα, όπως το θεωρήσανε στην πατρίδα του οι σύγχρονοί του. Το κάτου-κάτου λέγω ό,τι σκέπτομαι και πολύ λίγο με μέλει, τι σκέπτονται οι άλλοι για μένα.
This obscene, whimsical, and disagreeable poem met with the neglect it deserved at its first publication; and I only treat the author now as he was treated in his own country by his contemporaries."
Candide was sensibly grieved at this speech, as he had a great respect for Homer, and was fond of Milton.
— Αλίμονο ! είπε πολύ σιγά στο Μαρτίνο ω ! τι ανώτερος άνθρωπος ! μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια του. Τι μεγαλοφυία αυτός ο Ποκοκουράντης !
"Alas!" said he softly to Martin, "I am afraid this man holds our German poets in great contempt."
Τίποτε δεν μπορεί να του αρέση.
"There would be no such great harm in that," said Martin.
Αφού έτσι επιθεωρήσανε όλα τα βιβλία, κατεβήκανε στον κήπο.
"O what a surprising man!" said Candide, still to himself; "what a prodigious genius is this Pococurante! nothing can please him."
Ο Αγαθούλης παίνεσε όλες του τις ομορφιές.
After finishing their survey of the library, they went down into the garden, when Candide commended the several beauties that offered themselves to his view.
"I know nothing upon earth laid out in such had taste," said Pococurante; "everything about it is childish and trifling; but I shall have another laid out tomorrow upon a nobler plan."
— Λοιπόν, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, θα ομολογήσετε, πως αυτός, είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους, γιατί ναι πάνω από ό,τι κατέχει.
As soon as our two travelers had taken leave of His Excellency, Candide said to Martin, "Well, I hope you will own that this man is the happiest of all mortals, for he is above everything he possesses."
"But do not you see," answered Martin, "that he likewise dislikes everything he possesses?
Ο Πλάτων είπε, δω και τόσον καιρό, πως τα καλύτερα στομάχια δεν είναι κείνα, που αρνιούνται όλες τις τροφές.
It was an observation of Plato, long since, that those are not the best stomachs that reject, without distinction, all sorts of aliments."
— Αλλά, είπε ο Αγαθούλης, δεν υπάρχει ηδονή στο να κριτικάρη κανείς τα πάντα, να αισθάνεται ελαττώματα, εκεί που οι άλλοι νομίζουνε, πως βλέπουν ομορφιές;
"True," said Candide, "but still there must certainly be a pleasure in criticising everything, and in perceiving faults where others think they see beauties."
"That is," replied Martin, "there is a pleasure in having no pleasure."
— Ω ! καλά, είπε ο Αγαθούλης, δεν υπάρχει λοιπόν άλλος ευτυχής από μένα, όταν θα ξαναϊδώ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
"Well, well," said Candide, "I find that I shall be the only happy man at last, when I am blessed with the sight of my dear Cunegund."
— Είναι πάντα καλό να ελπίζη κανείς, είπε ο Μαρτίνος.
"It is good to hope," said Martin.
Ωστόσο οι μέρες, οι μήνες περνούσανε. Ο Κακαμπός δεν ερχότανε καθόλου κι ' ο Αγαθούλης ήτανε τόσο βυθισμένος στη λύπη του, που ούτε καν συλλογίστηκε, πως η Πακέττα κι ' ο αδερφός Γαρουφάλης δεν ήρθανε να τον ευχαριστήσουνε.
In the meanwhile, days and weeks passed away, and no news of Cacambo. Candide was so overwhelmed with grief, that he did not reflect on the behavior of Pacquette and Friar Giroflee, who never stayed to return him thanks for the presents he had so generously made them.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVI &Για ένα δείπνο, που έκανε ο Μαρτίνος μ ' έξι ξένους και ποιοι ήτανε αυτοί.&
CHAPTER 26 Candide and Martin Sup with Six Sharpers-Who They Were
Ένα βράδι, που ο Αγαθούλης κι ' ο Μαρτίνος πηγαίνανε να καθήσουνε στο τραπέζι μαζί με τους ξένους, που μένανε στο ίδιο ξενοδοχείο, ένας άνθρωπος καρβουνοπρόσωπος τον πλησίασε από πίσω και πιάνοντάς τον από το μπράτσο του είπε: — Ετοιμαστήτε ν ' αναχωρήσετε μαζί μας, μην αρνηθήτε.
One evening as Candide, with his attendant Martin, was going to sit down to supper with some foreigners who lodged in the same inn where they had taken up their quarters, a man with a face the color of soot came behind him, and taking him by the arm, said, "Hold yourself in readiness to go along with us; be sure you do not fail."
Upon this, turning about to see from whom these words came, he beheld Cacambo. Nothing but the sight of Miss Cunegund could have given him greater joy and surprise. He was almost beside himself, and embraced this dear friend.
Λίγο έλειψε να τρελαθή από χαρά. Αγκαλιάζει τον αγαπημένο του φίλο. — Η Κυνεγόνδη είν ' εδώ, χωρίς άλλο; Πού είναι; Πήγαινέ με κοντά της, για ν ' αποθάνω από χαρά !
"Cunegund!" said he, "Cunegund is come with you doubtless! Where, where is she?
— Η Κυνεγόνδη δεν είν ' εδώ, είπεν ο Κακαμπός· είναι στην Κωσταντινούπολη.
Carry me to her this instant, that I may die with joy in her presence."
— Α! ουρανέ! στην Πόλη!
"Cunegund is not here," answered Cacambo; "she is in Constantinople."
"Good heavens! in Constantinople! but no matter if she were in China, I would fly thither. Quick, quick, dear Cacambo, let us be gone."
"Soft and fair," said Cacambo, "stay till you have supped. I cannot at present stay to say anything more to you; I am a slave, and my master waits for me; I must go and attend him at table: but mum! say not a word, only get your supper, and hold yourself in readiness."
Ο Αγαθούλης, μισός χαρά, μισός λύπη, γοητευμένος, που ξανάδε τον πιστό του υπηρέτη, ξαφνισμένος, που τον είδε σκλάβο, γεμάτος από τη σκέψη να ξανάβρη την αγαπημένη του, με την καρδιά ταραγμένη το πνεύμα άνω κάτω, κάθισε στο τραπέζι με το Μαρτίνο, που παρακολουθούσε με ψυχραιμία όλες αυτές τις περιπέτεις, μαζί με τους άλλους έξι ξένους, που είχαν έρθει να περάσουνε τα καρναβάλια στη Βενετία.
Candide, divided between joy and grief, charmed to have thus met with his faithful agent again, and surprised to hear he was a slave, his heart palpitating, his senses confused, but full of the hopes of recovering his dear Cunegund, sat down to table with Martin, who beheld all these scenes with great unconcern, and with six strangers, who had come to spend the Carnival at Venice.
Cacambo waited at table upon one of those strangers. When supper was nearly over, he drew near to his master, and whispered in his ear:
"Sire, Your Majesty may go when you please; the ship is ready"; and so saying he left the room.
The guests, surprised at what they had heard, looked at each other without speaking a word; when another servant drawing near to his master, in like manner said, "Sire, Your Majesty's post-chaise is at Padua, and the bark is ready."
Ο αφέντης έκαμε ένα σημάδι κι ' ο υπηρέτης βγήκε έξω.
The master made him a sign, and he instantly withdrew.
Όλοι οι άλλοι ξανακοιταχτήκανε πάλι κ ' η κοινή έκπληξη διπλασιάστηκε.
The company all stared at each other again, and the general astonishment was increased.
Ένας τρίτος υπηρέτης πλησίασε επίσης έναν τρίτο ξένο και τούπε: — Η Μεγαλειότητά σας δε θα μείνη πολύν καιρό εδώ· θα τα ετοιμάσω όλα. Κ ' ευθύς εξαφανίστηκε.
A third servant then approached another of the strangers, and said, "Sire, if Your Majesty will be advised by me, you will not make any longer stay in this place; I will go and get everything ready"; and instantly disappeared.
Ο Αγαθούλης κι ' ο Μαρτίνος δεν αμφιβάλανε πως είχαν εμπρός τους μασκαράδες του καρναβαλιού.
Candide and Martin then took it for granted that this was some of the diversions of the Carnival, and that these were characters in masquerade.
Ένας τέταρτος υπηρέτης είπε στον τέταρτον αφέντη. — Η μεγαλειότητά σας θ ' αναχωρήση, όποτε θέλη, και βγήκε έξω σαν τους άλλους.
Then a fourth domestic said to the fourth stranger, "Your Majesty may set off when you please"; saying which, he went away like the rest.
Ο πέμτος υπηρέτης είπε τα ίδια στον πέμτο αφέντη. Αλλά ο έχτος υπηρέτης, μίλησε διαφορετικά στον έχτο αφέντη, που καθότανε πλάι στον Αγαθούλη. — Μα την πίστη μου, Μεγαλειότατε, δε θέλουνε πια να κάνουνε πίστωση στη μεγαλειότητά σας, ούτε και σε μένα· και μπορεί αξιόλογα απόψε να μας φυλακίσουνε και σας και μένα· πάω να φροντίσω για τον εαυτό μου ! Χαίρετε !
A fifth valet said the same to a fifth master. But the sixth domestic spoke in a different style to the person on whom he waited, and who sat near to Candide. "Troth, sir," said he, "they will trust Your Majesty no longer, nor myself neither; and we may both of us chance to be sent to jail this very night; and therefore I shall take care of myself, and so adieu."
Αφού όλοι οι υπηρέτες εξαφανιστήκανε, οι έξι ξένοι, ο Αγαθούλης κι ' ο Μαρτίνος μένανε βυθισμένοι σε βαθυά σιγή.
The servants being all gone, the six strangers, with Candide and Martin, remained in a profound silence.
Επί τέλους ο Αγαθούλης τη διάκοψε !
At length Candide broke it by saying: "Gentlemen, this is a very singular joke upon my word; how came you all to be kings?
For my part I own frankly, that neither my friend Martin here, nor myself, have any claim to royalty."
Ο αφέντης του Κακαμπό έλαβε τότε με πολλή σοβαρότητα το λόγο και είπε Ιταλικά ! — Δεν αστειεύομαι καθόλου ! Ονομάζομαι Μεχμέτ ο Γος. Έκανα Σουλτάνος πολλά χρόνια· είχα εκθρονίσει τον αδερφό μου· ο ανεψιός μου μ ' εκθρόνισε, κόψανε τον λαιμό των βεζύρηδών μου· αποτελειώνω τις μέρες της ζωής μου μέσα στο παλιό Σαράι. Ο ανεψιός μου, ο μέγας σουλτάνος Μαχμούτ, μου επιτρέπει να ταξιδεύω κάποτε για την υγεία μου· κ ' έτσι ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.
Cacambo's master then began, with great gravity, to deliver himself thus in Italian: "I am not joking in the least, my name is Achmet III. I was Grand Sultan for many years; I dethroned my brother, my nephew dethroned me, my viziers lost their heads, and I am condemned to end my days in the old seraglio. My nephew, the Grand Sultan Mahomet, gives me permission to travel sometimes for my health, and I am come to spend the Carnival at Venice."
Ένας νέος, που βρισκότανε πλάι στον Αχμέτ μίλησε κατόπι και είπε: — Ονομάζομαι Ιβάν· ήμουν αυτοκράτορας πασών των Ρωσσιών· μ ' εκθρόνισαν, όταν ακόμα ήμουνα στην κούνια· τον πατέρα μου και τη μητέρα μου τη φυλακίσανε· μ ' αναθρέψανε μέσα στη φυλακή· έχω κάποτε την άδεια να ταξιδεύω, συνοδευμένος από τους φυλακές μου· κ ' ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.
A young man who sat by Achmet, spoke next, and said: "My name is Ivan. I was once Emperor of all the Russians, but was dethroned in my cradle. My parents were confined, and I was brought up in a prison, yet I am sometimes allowed to travel, though always with persons to keep a guard over me, and I come to spend the Carnival at Venice."
Ο τρίτος είπε: — Είμαι ο Κάρολος Εδουάρδος, βασιλιάς της Αγγλίας· ο πατέρας μου, μου παραχώρησε τα δικαιώματά του στη βασιλεία· πολέμησα για να τα υποστηρίξω· ξερρριζώσανε την καρδιά από οχτακόσιους του κόμματός μου, και τους τη χτυπήσανε στα μούτρα· με βάλανε στη φυλακή· πάω στη Ρώμη να επισκεφτώ τον πατέρα μου, εκθρονισμένον όπως κ ' εγώ κι ' ο παπούς μου· κ ' ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.
The third said: "I am Charles Edward, King of England; my father has renounced his right to the throne in my favor. I have fought in defense of my rights, and near a thousand of my friends have had their hearts taken out of their bodies alive and thrown in their faces. I have myself been confined in a prison. I am going to Rome to visit the King, my father, who was dethroned as well as myself; and my grandfather and I have come to spend the Carnival at Venice."
Ο τέταρτος είπε: — Είμαι βασιλιάς των Πολάκων· η τύχη του πολέμου μου στέρησε τις κληρονομικές μου χώρες κι ' ο πατέρας μου έπαθε το ίδιο· αφήνομαι στη Θεία Πρόνοια, όπως ο Σουλτάνος Αχμέτ, ο αυτοκράτορας Ιβάν κι ' ο βασιλιάς Κάρολος Εδουάρδος, στους οποίους άμποτε ο Θεός να δίνει χρόνια πολλά· κ ' ήρθα να περάσω τα Καρναβάλια στη Βενετία.
The fourth spoke thus: "I am the King of Poland; the fortune of war has stripped me of my hereditary dominions. My father experienced the same vicissitudes of fate. I resign myself to the will of Providence, in the same manner as Sultan Achmet, the Emperor Ivan, and King Charles Edward, whom God long preserve; and I have come to spend the Carnival at Venice."
Ο πέμτος είπε: — Κ ' εγώ είμαι βασιλιάς των Πολάκων· έχασα δυο φορές το βασίλειό μου· αλλ ' η Πρόνοια μου έδωσε άλλο κράτος, στο όποιο έκανα τόσα αγαθά, όσα δεν κάνανε όλοι οι βασιλιάδες των Σαρματών μαζί στις όχθες του Βιστούλα. Αφήνομαι κ ' εγώ στη Θεία Πρόνοια· κ ' ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.
The fifth said: "I am King of Poland also. I have twice lost my kingdom; but Providence has given me other dominions, where I have done more good than all the Sarmatian kings put together were ever able to do on the banks of the Vistula; I resign myself likewise to Providence; and have come to spend the Carnival at Venice."
Έμενε να μιλήση ο έχτος μονάρχης. Κύριοι, είπε, δεν είμαι τόσο μέγας Αφέντης όπως εσείς· αλλ ' επί τέλους υπήρξα βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς· είμαι ο Θεόδωρος· μ ' εκλέξανε βασιλιά της Κορσικής· με ωνομάσανε, &Μεγαλειότατον&, αλλά τώρα μόλις μ ' ονομάζουνε &Κύριο&· έκοψα νομίσματα και δεν έχω ούτ ' ένα δηνάριο· Είχα δυο γραμματείς της Επικρατείας, και δεν έχω έναν υπηρέτη· είχα καθήσει σε θρόνο κ ' έμεινα πολύν καιρό, στη Λόντρα, φυλακή πάνω στ ' άχερα· φοβούμαι πολύ, μην πάθω τα ίδια κ ' εδώ, αν κ ' ήρθα να περάσω, όπως οι Μεγαλειότητές σας, τα καρναβάλια στη Βενετία.
It now came to the sixth monarch's turn to speak. "Gentlemen," said he, "I am not so great a prince as the rest of you, it is true, but I am, however, a crowned head. I am Theodore, elected King of Corsica. I have had the title of Majesty, and am now hardly treated with common civility. I have coined money, and am not now worth a single ducat. I have had two secretaries, and am now without a valet. I was once seated on a throne, and since that have lain upon a truss of straw, in a common jail in London, and I very much fear I shall meet with the same fate here in Venice, where I came, like Your Majesties, to divert myself at the Carnival."
The other five Kings listened to this speech with great attention; it excited their compassion; each of them made the unhappy Theodore a present of twenty sequins, and Candide gave him a diamond, worth just a hundred times that sum.
"Who can this private person be," said the five Kings to one another, "who is able to give, and has actually given, a hundred times as much as any of us?"
Την ώρα, που φεύγανε από το τραπέζι, φτάσανε στο ίδιο ξενοδοχείο έξι γαληνότατες υψηλότητες, που είχανε χάσει ομοίως τα κράτη τους εξ αιτίας του πολέμου και που ήρθανε να περάσουνε τα καρναβάλια στη Βενετία. Αλλ ' ο Αγαθούλης δεν τους πρόσεξε καθόλου: ήτανε ολότελα απασχολημένος να πάη νάβρη την αγαπημένη του Κυνεγόνδη στην Κωνσταντινούπολη.
Just as they rose from table, in came four Serene Highnesses, who had also been stripped of their territories by the fortune of war, and had come to spend the remainder of the Carnival at Venice. Candide took no manner of notice of them; for his thoughts were wholly employed on his voyage to Constantinople, where he intended to go in search of his lovely Miss Cunegund.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVII.
CHAPTER 27
&Ταξίδι του Αγαθούλη στην Κωσταντινούπολη.&
Candide's Voyage to Constantinople
Ο πιστός Κακαμπός είχε καταφέρει τον τούρκο πλοίαρχο, που θα μετέφερνε το σουλτάνο Αχμέτ στην Κωσταντινούπολη, να δεχτή στο καράβι τον Αγαθούλη και το Μαρτίνο. Κι ' ο ένας κι ' ο άλλος επιβιβαστήκανε, αφού πρώτα προσκυνήσανε την άθλια Μεγαλειότητά του. Ο Αγαθούλης, ενώ βαδίζανε προς το καράβι, έλεγε στο Μαρτίνο:
The trusty Cacambo had already engaged the captain of the Turkish ship that was to carry Sultan Achmet back to Constantinople to take Candide and Martin on board. Accordingly they both embarked, after paying their obeisance to his miserable Highness.
— Να, ωστόσο, έξι ξεθρονισμένοι βασιλιάδες, με τους οποίους δειπνήσαμε ! Κ ' επί πλέον μέσα σ ' αυτούς τους έξι υπήρχε κ ' ένας, που τούκανα ελεημοσύνη.
As they were going on board, Candide said to Martin: "You see we supped in company with six dethroned Kings, and to one of them I gave charity.
Ίσως υπάρχουνε πολλοί άλλοι πρίγκιπες πιο κακότυχοι.
Perhaps there may be a great many other princes still more unfortunate.
For my part I have lost only a hundred sheep, and am now going to fly to the arms of my charming Miss Cunegund. My dear Martin, I must insist on it, that Pangloss was in the right. All is for the best."
Το εύχομαι, είπε ο Μαρτίνος.
"I wish it may be," said Martin.
Αλλά, επανάλαβε ο Αγαθούλης, να μια περιπέτεια πολύ ολίγο αληθοφανής, που μας έτυχε στη Βενετία. Δεν έχει ποτές ακουστή ή ειπωθή, πως έξι βασιλιάδες ξεθρονισμένοι δειπνήσανε μαζί σε μια ταβέρνα.
"But this was an odd adventure we met with at Venice. I do not think there ever was an instance before of six dethroned monarchs supping together at a public inn."
"This is not more extraordinary," said Martin, "than most of what has happened to us.
Είναι πολύ κοινό πράγμα να ξεθρονίζονται βασιλιάδες. Κ ' εξόν από την τιμή, που λάβαμε να δειπνήσομε μαζί τους, είναι κάτι, που δεν αξίζει το προσέξουμε περισσότερο.
It is a very common thing for kings to be dethroned; and as for our having the honor to sup with six of them, it is a mere accident, not deserving our attention."
Δεν ενδιαφέρει με ποιους συντρώγει κανείς, αρκεί να τρώγει καλά ! Μόλις ο Αγαθούλης μπήκε στο καράβι, πήδησε στο λαιμό του παλιού του υπηρέτη, του φίλου του Κακαμπό.
As soon as Candide set his foot on board the vessel, he flew to his old friend and valet Cacambo and, throwing his arms about his neck, embraced him with transports of joy.
"Well," said he, "what news of Miss Cunegund? Does she still continue the paragon of beauty? Does she love me still? How does she do? You have, doubtless, purchased a superb palace for her at Constantinople."
— Αγαπητέ μου κύριε, απάντησε ο Κακαμπός, η Κυνεγόνδη πλένει στην Προποντίδα τα πιάτα ενός πρίγκιπα, που δεν έχει αρκετά πιάτα. Είναι σκλάβα στο σπίτι ενός παλιού ηγεμόνα, που ονομάζεται Ραγκόνσκης, στον οποίον ο μέγας σουλτάνος δίνει τρία σκούδα την ημέρα κι ' άσυλο· Αλλά το πιο θλιβερό, είναι, που έχασε την ομορφιά της και που έγινε φριχτά άσκημη.
"My dear master," replied Cacambo, "Miss Cunegund washes dishes on the banks of the Propontis, in the house of a prince who has very few to wash. She is at present a slave in the family of an ancient sovereign named Ragotsky, whom the Grand Turk allows three crowns a day to maintain him in his exile; but the most melancholy circumstance of all is, that she is turned horribly ugly."
"Ugly or handsome," said Candide, "I am a man of honor and, as such, am obliged to love her still.
But how could she possibly have been reduced to so abject a condition, when I sent five or six millions to her by you?"
"Lord bless me," said Cacambo, "was not I obliged to give two millions to Seignor Don Fernando d'Ibaraa y Figueora y Mascarenes y Lampourdos y Souza, the Governor of Buenos Ayres, for liberty to take Miss Cunegund away with me? And then did not a brave fellow of a pirate gallantly strip us of all the rest?
Αυτός ο πειρατής μας έφερε στο ακρωτήριο Ματαπάν, στη Μήλο, στην Ικαρία, στη Σάμο, στην Πέτρα, στα Δαρδανέλλια, στο Μαρμαρά, στο Σκούταρι.
And then did not this same pirate carry us with him to Cape Matapan, to Milo, to Nicaria, to Samos, to Petra, to the Dardanelles, to Marmora, to Scutari?
Η Κυνεγόνδη κ ' η γριά υπηρετούνε σ ' αυτόν τον πρίγκιπα, για τον οποίον σας μίλησα, κ ' εγώ είμαι σκλάβος του ξεθρονισμένου σουλτάνου.
Miss Cunegund and the old woman are now servants to the prince I have told you of; and I myself am slave to the dethroned Sultan."
"What a chain of shocking accidents!" exclaimed Candide. "But after all, I have still some diamonds left, with which I can easily procure Miss Cunegund's liberty.
Έπειτα, γυρίζοντας στο Μαρτίνο:
It is a pity though she is grown so ugly."
Then turning to Martin, "What think you, friend," said he, "whose condition is most to be pitied, the Emperor Achmet's, the Emperor Ivan's, King Charles Edward's, or mine?"
"Faith, I cannot resolve your question," said Martin, "unless I had been in the breasts of you all."
"Ah!" cried Candide, "was Pangloss here now, he would have known, and satisfied me at once."
Δεν ξέρω με ποια ζυγαριά ο Παγγλώσσης σας μπορούσε να ζυγιάζη τα δυστυχήματα των ανθρώπων να εχτιμά τις λύπες τους. Ό,τι πιστεύω είναι, πως υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι πάνω στη γη πιο αξιολύπητοι από το βασιλιά Εδουάρδο, τον αυτοκράτορα Ιβάν και το σουλτάνο Αχμέτ. — Αυτό είναι πολύ πιθανό, είπε ο Αγαθούλης.
"I know not," said Martin, "in what balance your Pangloss could have weighed the misfortunes of mankind, and have set a just estimation on their sufferings. All that I pretend to know of the matter is that there are millions of men on the earth, whose conditions are a hundred times more pitiable than those of King Charles Edward, the Emperor Ivan, or Sultan Achmet."
Σε λίγες μέρες φτάσανε στο Βόσπορο.
"Why, that may be," answered Candide.
In a few days they reached the Bosphorus; and the first thing Candide did was to pay a high ransom for Cacambo; then, without losing time, he and his companions went on board a galley, in order to search for his Cunegund on the banks of the Propontis, notwithstanding she was grown so ugly.
Υπήρχανε μέσα στους κατάδικους, που τραβούσανε κουπί, δυο, που τραβούσανε πολύ κακά και στους οποίους ο λεβαντίνος πλοίαρχος έδινε από καιρό σε καιρό μερικές χτυπιές μ ' ένα βούνευρο στις γυμνές τους πλάτες. Ο Αγαθούλης μ ' ένα πολύ φυσικό κίνημα τους κοιτούσε προσεχτικά και τους πλησίασε με σπλάχνος. Μερικά χαραχτηριστικά του μεταμορφωμένου προσώπου των του φανήκανε, πως μοιάζουνε λιγάκι με του Παγγλώσση και του δυστυχισμένου Ιησουίτη, αυτού του βαρώνου, του αδερφού της Κυνεγόνδης.
There were two slaves among the crew of the galley, who rowed very ill, and to whose bare backs the master of the vessel frequently applied a lash. Candide, from natural sympathy, looked at these two slaves more attentively than at any of the rest, and drew near them with an eye of pity. Their features, though greatly disfigured, appeared to him to bear a strong resemblance with those of Pangloss and the unhappy Baron Jesuit, Miss Cunegund's brother.
Αυτή η σκέψη τον συγκίνησε και τον λύπησε.
This idea affected him with grief and compassion: he examined them more attentively than before.
"In troth," said he, turning to Martin, "if I had not seen my master Pangloss fairly hanged, and had not myself been unlucky enough to run the Baron through the body, I should absolutely think those two rowers were the men."
Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.
No sooner had Candide uttered the names of the Baron and Pangloss, than the two slaves gave a great cry, ceased rowing, and let fall their oars out of their hands.
Ο λεβαντίνος πλοίαρχος έτρεξε καταπάνω τους και οι χτυπιές του βούνευρου πέφτανε βροχή.
The master of the vessel, seeing this, ran up to them, and redoubled the discipline of the lash.
"Hold, hold," cried Candide, "I will give you what money you shall ask for these two persons."
— Πώς ! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο ένας από τους κατάδικους.
"Good heavens! it is Candide," said one of the men. "Candide!" cried the other.
— Πώς ! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο άλλος.
"Do I dream," said Candide, "or am I awake? Am I actually on board this galley?
Is this My Lord the Baron, whom I killed? and that my master Pangloss, whom I saw hanged before my face?"
— Είμαστε μεις, είμαστε μεις ! απαντούσαν εκείνοι
"It is I! it is I!" cried they both together.
— Πώς ! αυτός είναι ο μέγας φιλόσοφος; έλεγε ο Μαρτίνος.
"What! is this your great philosopher?" said Martin.
— Ε ! κύριε λεβαντίνε πλοίαρχε, πόσα θέλετε για την αγορά του κυρίου Τούντερ-τεν-τρονκ, ενός από τους πρώτους βαρώνους της αυτοκρατορίας, και του κυρίου Παγγλώσση, του βαθύτερου μεταφυσικού της Γερμανίας;
"My dear sir," said Candide to the master of the galley, "how much do you ask for the ransom of the Baron of Thunder-ten-tronckh, who is one of the first barons of the empire, and of Monsieur Pangloss, the most profound metaphysician in Germany?"
"Why, then, Christian cur," replied the Turkish captain, "since these two dogs of Christian slaves are barons and metaphysicians, who no doubt are of high rank in their own country, thou shalt give me fifty thousand sequins."
"You shall have them, sir; carry me back as quick as thought to Constantinople, and you shall receive the money immediately-No! carry me first to Miss Cunegund."
The captain, upon Candide's first proposal, had already tacked about, and he made the crew ply their oars so effectually, that the vessel flew through the water, quicker than a bird cleaves the air.
Ο Αγαθούλης φίλησε εκατό φορές τον Παγγλώσση και το βαρώνο.
Candide bestowed a thousand embraces on the Baron and Pangloss.
"And so then, my dear Baron, I did not kill you? and you, my dear Pangloss, are come to life again after your hanging? But how came you slaves on board a Turkish galley?"
"And is it true that my dear sister is in this country?" said the Baron.
— Ναι, απαντούσε ο Κακαμπός.
"Yes," said Cacambo.
— Ξαναβλέπω λοιπόν τον αγαπητό μου Αγαθούλη, έλεγε ο Παγγλώσσης.
"And do I once again behold my dear Candide?" said Pangloss.
Ο Αγαθούλης τους παρουσίασε το Μαρτίνο και τον Κακαμπό. Φιληθήκανε όλοι τους. Μιλούσανε όλοι μαζί. Η γαλέρα πετούσε· σε λίγο ήσαν μέσα στο λιμάνι.
Candide presented Martin and Cacambo to them; they embraced each other, and all spoke together. The galley flew like lightning, and soon they were got back to port.
Candide instantly sent for a Jew, to whom he sold for fifty thousand sequins a diamond richly worth one hundred thousand, though the fellow swore to him all the time by Father Abraham that he gave him the most he could possibly afford.
Πλήρωσε αμέσως τη ξαγορά του βαρώνου και του Παγγλώσση. Ο τελευταίος έπεσε στα πόδια του ευεργέτη του και τάβρεξε με δάκρυα. Ο βαρώνος τον ευχαρίστησε με μια κλίση της κεφαλής και υποσχέθηκε να επιστρέψη αυτά τα χρήματα σε πρώτη ευκαιρία.
He no sooner got the money into his hands, than he paid it down for the ransom of the Baron and Pangloss. The latter flung himself at the feet of his deliverer, and bathed him with his tears; the former thanked him with a gracious nod, and promised to return him the money the first opportunity.
"But is it possible," said he, "that my sister should be in Turkey?"
"Nothing is more possible," answered Cacambo, "for she scours the dishes in the house of a Transylvanian prince."
Candide sent directly for two Jews, and sold more diamonds to them; and then he set out with his companions in another galley, to deliver Miss Cunegund from slavery.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVIII &Τι συνέβη στον Αγαθούλη, στην Κυνεγόνδη, στον Παγγλώσση, στο Μαρτίνο κ.τ.λ.&
CHAPTER 28 What Befell Candide, Cunegund, Pangloss, Martin, etc.
— Συγγνώμην άλλη μια φορά. είπε ο Αγαθούλης στον βαρώνο, αιδεσιμώτατε πάτερ, που σας έδωκα μια σπαθιά πέρα ως πέρα.
Pardon," said Candide to the Baron; "once more let me entreat your pardon, Reverend Father, for running you through the body." "Say no more about it," replied the Baron.
— Ας μη ξαναμιλήσουμε γι ' αυτό, απάντησε ο βαρώνος· ομολογώ, πως υπήρξα λιγάκι ζωηρός· αλλ ' αφού θέλετε να μάθετε ποια τύχη μ ' έρριξε σε καταναγκαστικά έργα, θα σας πω, πως αφού με γιάτρεψε από τις πληγές μου ο αδερφός φαρμακοποιός του κολλεγίου, ένα σώμα Ισπανικό μας επετέθηκε και μ ' αιχμαλώτησε. Με βάλανε φυλακή στο Βουένος Άυρες, λίγο καιρό μετά που η αδερφή μου είχε αναχωρήσει.
"I was a little too hasty I must own; but as you seem to be desirous to know by what accident I came to be a slave on board the galley where you saw me, I will inform you. After I had been cured of the wound you gave me, by the College apothecary, I was attacked and carried off by a party of Spanish troops, who clapped me in prison in Buenos Ayres, at the very time my sister was setting out from there.
I asked leave to return to Rome, to the general of my Order, who appointed me chaplain to the French Ambassador at Constantinople.
Εκεί με διωρίσανε στην Κωσταντινούπολη παπά του πρεσβευτή της Γαλλίας. Δεν είχα οχτώ μέρες, που ανάλαβα τα καθήκοντά μου, όταν συνάντησα κάποιο βράδυ ένα νεαρό τσογλάνι, πολύ ωραία φκιασμένο. Έκαμνε ζέστη: το παιδί θέλησε να κάνη μπάνιο· δεν έχασα την ευκαιρία να κάνω κ ' εγώ ένα μπάνιο. Δεν ήξερα, πως θάτανε θανάσιμο έγκλημα για ένα χριστιανό να βρεθή ολόγυμνος μ ' ένα νεαρό μουλσουμάνο.
I had not been a week in my new office, when I happened to meet one evening a young Icoglan, extremely handsome and well-made. The weather was very hot; the young man had an inclination to bathe. I took the opportunity to bathe likewise. I did not know it was a crime for a Christian to be found naked in company with a young Turk.
Ένας καδής διάταξε να μου δώσουν εκατό ξυλιές στις πατούσες των ποδιών και με καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα. Δεν πιστεύω νάχη γίνη ως τώρα φριχτότερη αδικία.
A cadi ordered me to receive a hundred blows on the soles of my feet, and sent me to the galleys. I do not believe that there was ever an act of more flagrant injustice.
But I would fain know how my sister came to be a scullion to a Transylvanian prince, who has taken refuge among the Turks?"
— Αλλά σας, αγαπητέ μου Παγγλώσση, πώς συνέβη να σας ξαναϊδώ; είπε ο Αγαθούλης.
"But how happens it that I behold you again, my dear Pangloss?" said Candide.
— Αληθινά, είπε ο Παγγλώσσης, με είδατε κρεμασμένο· φυσικά ώφειλα να καώ ζωντανός· αλλά θυμάστε, πως είχε πιάσει καταιγίδα, τη στιγμή, που πηγαίνανε να με ψήσουν· η καταιγίδα ήτανε τόσο σφοδρή, που απελπιστήκανε, πως θ ' ανάβανε τη φωτιά· με κρεμάσανε λοιπόν γιατί δεν μπορέσανε να κάνουνε τίποτε καλύτερο· ένας χειρούργος αγόρασε το σώμα μου, το πήγε σπίτι του για να του κάνει ανατομία.
"It is true," answered Pangloss, "you saw me hanged, though I ought properly to have been burned; but you may remember, that it rained extremely hard when they were going to roast me. The storm was so violent that they found it impossible to light the fire; so they hanged me because they could do no better. A surgeon purchased my body, carried it home, and prepared to dissect me.
Μούκαμε στην αρχή μια σταυροειδή τομή από τον αφαλό έως τον ώμο.
He began by making a crucial incision from my navel to the clavicle.
Αλλά κανείς δεν μπορεί νάχει κρεμαστή τόσο κακά, όσο εγώ. Ο εκτελεστής των υψηλών έργων της Ιεράς Εξέτασης, που ήτανε υποδιάκονος, έκαιε τους ανθρώπους, να πούμε την αλήθεια, θαυμάσια, αλλά δεν ήτανε συνειθισμένος να τους κρεμά: το σκοινί ήτανε βρεμένο, δε λύγιζε και δέθηκε άσκημα· τέλος ανάπνεα ακόμα. Αυτή η τομή μ ' έκανε να βγάλω μια τρομερή φωνή, που ο χειρούργος μου έπεσε τ ' ανάσκελα· και νομίζοντας, πως έσκιζε το διάβολο, έφυγε πεθαμένος του φόβου και μάλιστα, καθώς έτρεχε, γκρεμίστηκε από τη σκάλα. Η γυναίκα του, απόνα πλαγινό δωμάτιο, έτρεξε, σαν άκουσε το θόρυβο: με είδε ξαπλωμένο στο τραπέζι με τη σταυροειδή τομή μου· τρόμαξε περισσότερο από τον άνδρα της, τούδωσε γρήγορα κ ' έπεσε πάνω του στη σκάλα.
It is impossible for anyone to have been more lamely hanged than I had been. The executioner was a subdeacon, and knew how to burn people very well, but as for hanging, he was a novice at it, being quite out of practice; the cord being wet, and not slipping properly, the noose did not join. In short, I still continued to breathe; the crucial incision made me scream to such a degree, that my surgeon fell flat upon his back; and imagining it was the Devil he was dissecting, ran away, and in his fright tumbled down stairs.
Όταν συνήρθανε λιγάκι, άκουσα τη γυναίκα του χειρούργου να λέη στον άντρα της:
His wife hearing the noise, flew from the next room, and seeing me stretched upon the table with my crucial incision, was still more terrified than her husband, and fell upon him.
When they had a little recovered themselves, I heard her say to her husband, 'My dear, how could you think of dissecting a heretic? Don't you know that the Devil is always in them? I'll run directly to a priest to come and drive the evil spirit out.'
I trembled from head to foot at hearing her talk in this manner, and exerted what little strength I had left to cry out, 'Have mercy on me!'
— Λυπηθήτε με ! Τέλος ένας Πορτογάλλος μπαρμπέρης έδειξε κουράγιο: ξανάραψε το δέρμα μου· ακόμα κ ' η γυναίκα του με φρόντισε· σηκώθηκα στο πόδι μέσα σε δεκαπέντε μέρες.
At length the Portuguese barber took courage, sewed up my wound, and his wife nursed me; and I was upon my legs in a fortnight's time.
The barber got me a place to be lackey to a Knight of Malta, who was going to Venice; but finding my master had no money to pay me my wages, I entered into the service of a Venetian merchant and went with him to Constantinople.
Μια μέρα μου κατέβηκε να μπω σ ' ένα τζαμί· ήτανε μέσα μονάχα ένας γέρος Ιμάμης και μια νέα θρήσκα, πολύ νόστιμη, που προσευχότανε· το στήθος της ήτανε όλο ξεσκέπαστο: είχε ανάμεσα στα δυο βυζιά της ένα ωραίο μπουκέττο από λαλέδες, τριαντάφυλλα, ανεμώνες, βατράχια, ζουμπούλια, ηράνθεμα. Ξαφνικά της πέφτει το μπουκέττο· το σήκωσα και το ξανάβαλα στη θέση του με πολλή προθυμία και σεβασμό.
"One day I happened to enter a mosque, where I saw no one but an old man and a very pretty young female devotee, who was telling her beads; her neck was quite bare, and in her bosom she had a beautiful nosegay of tulips, roses, anemones, ranunculuses, hyacinths, and auriculas; she let fall her nosegay. I ran immediately to take it up, and presented it to her with a most respectful bow.
Άργησα όμως τόσο πολύ σ ' αυτή τη δουλιά, που ο Ιμάμης θύμωσε και βλέποντας, πως είμαι χριστιανός, φώναξε βοήθεια. Με πήγανε στον κατή, ο οποίος έβαλε να μου δώσουν εκατό ξυλιές μ ' ένα πέταυρο στις πατούσες των ποδιών, και μ ' έστειλε στα καταναγκαστικά έργα. Μ ' αλυσσοδέσανε ακριβώς στην ίδια γαλέρα και στον ίδιο μπάγκο με τον κύριο βαρώνο.
I was so long in delivering it that the man began to be angry; and, perceiving I was a Christian, he cried out for help; they carried me before the cadi, who ordered me to receive one hundred bastinadoes, and sent me to the galleys. I was chained in the very galley and to the very same bench with the Baron.
Ήτανε μαζί μας τέσσερις νέοι από τη Μασσαλία, πέντε ναπολιτάνοι παπάδες, και δυο καλογέροι από την Κέρκυρα, που μας είπανε, πως παρόμοια επεισόδια συμβαίνουνε κάθε μέρα.
On board this galley there were four young men belonging to Marseilles, five Neapolitan priests, and two monks of Corfu, who told us that the like adventures happened every day.
Ο κύριος βαρώνος υποστήριζε, πως αδικήθηκε πολύ περισσότερο από μένα· εγώ υποστήριζα, πως ήτανε λιγώτερο κακό να ξαναβάλη κανείς ένα μπουκέττο στο στήθος μιας γυναίκας, παρά να βρεθή ολόγυμνος μ ' ένα τσογλάνι. Συζητούσαμε ακατάπαυτα και τρώγαμε είκοσι χτυπιές με βούνευρο την ημέρα, όταν &η αιτιώδης αλληλουχία& των γεγονότων του κόσμου τούτου σας έφερε στη γαλέρα μας, όπου μας ξαγοράσατε.
The Baron pretended that he had been worse used than myself; and I insisted that there was far less harm in taking up a nosegay, and putting it into a woman's bosom, than to be found stark naked with a young Icoglan. We were continually whipped, and received twenty lashes a day with a heavy thong, when the concatenation of sublunary events brought you on board our galley to ransom us from slavery."
Καλά λοιπόν, αγαπητέ μου Παγγλώσση, του ο Αγαθούλης, όταν σας κρεμάσανε, σας σκίζανε, σας τσακίζανε στο ξύλο και τραβούσατε κουπί στις γαλέρες, σκεφτόσαστε πάντα, πως όλα είνε άριστα σ ' αυτό τον κόσμο;
"Well, my dear Pangloss," said Candide to him, "when You were hanged, dissected, whipped, and tugging at the oar, did you continue to think that everything in this world happens for the best?"
"I have always abided by my first opinion," answered Pangloss; "for, after all, I am a philosopher, and it would not become me to retract my sentiments; especially as Leibnitz could not be in the wrong: and that preestablished harmony is the finest thing in the world, as well as a plenum and the materia subtilis."
XXIX ΚΕΦΑΛΑΙΟ &Πώς ο Αγαθούλης ξανάβρε την Κυνεγόνδη και τη γριά&
CHAPTER 29 In What Manner Candide Found Miss Cunegund and the Old Woman Again
Ενώ ο Αγαθούλης, ο βαρώνος, ο Παγγλώσσης, ο Μαρτίνος κι ' ο Κακαμπός διηγόντανε τις περιπέτειές τους, και συζητούσανε για τα γεγονότα τα τυχαία ή μη τυχαία του κόσμου τούτου και για τις αιτίες και τ ' αποτελέσματα, για το ηθικό κακό και το φυσικό κακό, για την ελευθερία και την αναγκαιότητα, για τις παρηγοριές, που μπορεί νάχη κανείς, όταν βρίσκεται στα κάτεργα στην Τουρκία, πλησιάσανε τις αχτές της Προποντίδας, στο σπίτι του Τρανσυλβανού πρίγκιπα.
While Candide, the Baron, Pangloss, Martin, and Cacambo, were relating their several adventures, and reasoning on the contingent or noncontingent events of this world; on causes and effects; on moral and physical evil; on free will and necessity; and on the consolation that may be felt by a person when a slave and chained to an oar in a Turkish galley, they arrived at the house of the Transylvanian prince on the shores of the Propontis.
Τα πρώτα πράγματα, που είδαν, ήτανε η γριά κ ' η Κυνεγόνδη, που απλώνανε πετσέτες στα σκοινιά να στεγνώσουνε.
The first objects they beheld there, were Miss Cunegund and the old woman, who were hanging some tablecloths on a line to dry.
Ο βαρώνος κιτρίνισε, σαν τις είδε. Ο τρυφερός ερωτευμένος Αγαθούλης, σαν είδε την ωραία του Κυνεγόνδη μαυρισμένη, με τα μάτια βαθουλωμένα, το στήθος πεσμένο, τα μάγουλα ζαρωμένα, τα χέρια κόκκινα και ροζωμένα, πισωδρόμησε τρία βήματα, όλος φρίκη, και προχώρησε κατόπι με καλωσύνη.
The Baron turned pale at the sight. Even the tender Candide, that affectionate lover, upon seeing his fair Cunegund all sunburned, with bleary eyes, a withered neck, wrinkled face and arms, all covered with a red scurf, started back with horror; but, not withstanding, recovering himself, he advanced towards her out of good manners.
Εκείνη φίλησε τον Αγαθούλη και τον αδερφό της: οι δυο τους τη γριά: ο Αγαθούλης τις ξαγόρασε και τις δυο.
She embraced Candide and her brother; they embraced the old woman, and Candide ransomed them both.
Υπήρχε ένα μικρό χτήμα κει κοντά· η γριά πρότεινε στον Αγαθούλη να εγκατασταθούν εκεί, περιμένοντας ώσπου όλοι τους να βρούνε καλύτερη τύχη.
There was a small farm in the neighborhood which the old woman proposed to Candide to make shift with till the company should meet with a more favorable destiny.
Cunegund, not knowing that she was grown ugly, as no one had informed her of it, reminded Candide of his promise in so peremptory a manner, that the simple lad did not dare to refuse her; he then acquainted the Baron that he was going to marry his sister.
— Δε θ ' ανεχτώ ποτές, απάντησε ο βαρώνος, τέτοια ταπείνωση από μέρος της και τέτοια αυθάδεια από μέρος σας· αυτήν την ατιμία δε θα την ανεχτώ ποτέ ! γιατί τα παιδιά της αδερφής μου δε θα μπορέσουνε να μπουν στο εκκλησιαστικό στάδιο της Γερμανίας. Όχι ! η αδερφή μου θα παντρευτή μοναχά ένα βαρώνο της αυτοκρατορίας.
"I will never suffer," said the Baron, "my sister to be guilty of an action so derogatory to her birth and family; nor will I bear this insolence on your part. No, I never will be reproached that my nephews are not qualified for the first ecclesiastical dignities in Germany; nor shall a sister of mine ever be the wife of any person below the rank of Baron of the Empire."
Cunegund flung herself at her brother's feet, and bedewed them with her tears; but he still continued inflexible.
"Thou foolish fellow, said Candide, "have I not delivered thee from the galleys, paid thy ransom, and thy sister's, too, who was a scullion, and is very ugly, and yet condescend to marry her? and shalt thou pretend to oppose the match! If I were to listen only to the dictates of my anger, I should kill thee again."
"Thou mayest kill me again," said the Baron; "but thou shalt not marry my sister while I am living."
&Συμπέρασμα&
CHAPTER 30 Conclusion
Candide had, in truth, no great inclination to marry Miss Cunegund; but the extreme impertinence of the Baron determined him to conclude the match; and Cunegund pressed him so warmly, that he could not recant.
Συβουλεύτηκε τον Παγγλώσση, το Μαρτίνο, και τον πιστό Κακαμπό.
He consulted Pangloss, Martin, and the faithful Cacambo.
Ο Παγγλώσσης εσύνταξε ένα ωραίο υπόμνημα, με το οποίο απόδειχνε, πως ο βαρώνος δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω στην αδερφή του και πως εκείνη μπορούσε, σύμφωνα με τους νόμους της αυτοκρατορίας, να παντρευτή τον Αγαθούλη εξ αριστεράς χειρός. Ο Μαρτίνος γνωμοδότησε να ρίξουνε το βαρώνο στη θάλασσα. Ο Κακαμπός πρότεινε να τον παραδώσουνε στο λεβαντίνο πλοίαρχο να τον ξαναβάλουνε στα καταναγκαστικά έργα, και μετά να τον στείλουνε στον πατέρα στρατηγό στη Ρώμη με το πρώτο καΐκι.
Pangloss composed a fine memorial, by which he proved that the Baron had no right over his sister; and that she might, according to all the laws of the Empire, marry Candide with the left hand. Martin concluded to throw the Baron into the sea; Cacambo decided that he must be delivered to the Turkish captain and sent to the galleys; after which he should be conveyed by the first ship to the Father General at Rome.
Η γνώμη του θεωρήθηκε πολύ καλή· η γριά την ενέκρινε· δεν είπανε τίποτε της αδερφής του· με λίγα χρήματα το σχέδιο εκτελέσθηκε κ ' είχανε την ευχαρίστηση, που πιάσαν έναν ιησουίτη και τιμωρήσανε την αλαζονεία ενός Γερμανού βαρώνου.
This advice was found to be good; the old woman approved of it, and not a syllable was said to his sister; the business was executed for a little money; and they had the pleasure of tricking a Jesuit, and punishing the pride of a German baron.
Ήτανε πολύ φυσικό να φανταστή κανείς, πως ο Αγαθούλης ύστερ ' από τόσες συμφορές, παντρεμένος με την αγαπημένη του και ζώντας με το φιλόσοφο Παγγλώσση, το φιλόσοφο Μαρτίνο, το συνετό Κακαμπό και τη γριά, έχοντας εξ άλλου φερμένα τόσα πολλά διαμάντια από την πατρίδα των παλαιών Ινκάς, θα περνούσε την πιο ευχάριστη ζωή στον κόσμο. Αλλά τον είχανε τόσο κατακλέψει οι Εβραίοι ώστε δεν τούμενε τίποτες άλλο από το μικρό του χτήμα· η γυναίκα του ασκημαίνοντας μέρα με την ημέρα περισσότερο γινότανε πεισματιάρα κι ' ανυπόφορη· η γριά ήτανε αρρωστιάρα κι ' ακόμα πιο μουρμούρα από τη Κυνεγόνδη. Ο Κακαμπός, που δούλευε στο περιβόλι και πήγαινε να πουλή λαχανικά στην Κωσταντινούπολη, ήτανε κατασκοτωμένος από τη δουλιά και καταριότανε τη μοίρα του. Ο Παγγλώσσης ήτανε απελπισμένος, που δεν έλαμπε σε κανένα πανεπιστήμιο της Γερμανίας. Όσο για το Μαρτίνο, ήτανε σταθερά πεπεισμένος, πως παντού είναι κανείς εξίσου κακά: και δεχότανε τα πράγματα υπομονετικά !
It was altogether natural to imagine, that after undergoing so many disasters, Candide, married to his mistress and living with the philosopher Pangloss, the philosopher Martin, the prudent Cacambo, and the old woman, having besides brought home so many diamonds from the country of the ancient Incas, would lead the most agreeable life in the world. But he had been so robbed by the Jews, that he had nothing left but his little farm; his wife, every day growing more and more ugly, became headstrong and insupportable; the old woman was infirm, and more ill-natured yet than Cunegund. Cacambo, who worked in the garden, and carried the produce of it to sell in Constantinople, was above his labor, and cursed his fate. Pangloss despaired of making a figure in any of the German universities. And as to Martin, he was firmly persuaded that a person is equally ill-situated everywhere. He took things with patience.
Ο Αγαθούλης ο Παγγλώσσης κι' ο Μαρτίνος συζητούσανε κάποτε μεταφυσική και ηθική.
Candide, Martin, and Pangloss disputed sometimes about metaphysics and morality.
Βλέπανε συχνά να περνούνε κάτου από τα παράθυρα της έπαυλης καΐκια φορτωμένα εφέντηδες, πασάδες, κατήδες, που τους έστελνε ο σουλτάνος εξορία στη Λήμνο, στη Μυτιλήνη στην Ερζερούμ· βλέπανε να έρχονται άλλοι κατήδες, άλλοι πασάδες, άλλοι εφέντηδες, που αντικαθιστούσανε τους εξωρισμένους και που τους εξορίζανε κι ' αυτούς με τη σειρά τους· βλέπανε κεφάλια καθαρισμένα από τα αίματα, παραγεμισμένα με άχερα, που τα πηγαίνανε να τα παρουσιάσουνε στην Υψηλή Πύλη.
Boats were often seen passing under the windows of the farm laden with effendis, bashaws, and cadis, that were going into banishment to Lemnos, Mytilene and Erzerum. And other cadis, bashaws, and effendis were seen coming back to succeed the place of the exiles, and were driven out in their turns. They saw several heads curiously stuck upon poles, and carried as presents to the Sublime Porte.
Αυτά τα θεάματα διπλασιάσανε τις συζητήσεις κι ' όσον δε συζητούσανε, η ανία ήτανε τόσο υπερβολική, που η γριά τόλμησε μια μέρα να τους πη: — Θάθελα να ξέρω τι ναι χειρότερο: νάχεις βιαστή εκατό φορές από νέγρους πειρατές, να σούχουν κόψει τόνα κωλομέρι, νάχης ξυλοκοπηθή από τους Βουλγάρους, νάχης μαστιγωθή και κρεμαστή σ ' ένα άουτο- νταφέ, νάχης σκιστή με το μαχαίρι, νάχης τραβήξη κουπί σε γαλέρα, νάχης όλες τις δυστυχίες, που έχουμε μεις περάσει, ή να μένης δω, χωρίς να κάμνης τίποτα;
Such sights gave occasion to frequent dissertations; and when no disputes were in progress, the irksomeness was so excessive that the old woman ventured one day to tell them: "I would be glad to know which is worst, to be ravished a hundred times by Negro pirates, to have one buttock cut off, to run the gauntlet among the Bulgarians, to be whipped and hanged at an auto-da-fe, to be dissected, to be chained to an oar in a galley; and, in short, to experience all the miseries through which every one of us hath passed, or to remain here doing nothing?"
— Είναι σπουδαίο το θέμα, απάντησε ο Αγαθούλης· αυτά τα λόγια προκαλέσανε νέες σκέψεις, κι ' ο Μαρτίνος έβγαλε το συμπέρασμα, πως ο άνθρωπος έχει γεννηθή για να ζη μέσα σε σπασμούς ανησυχίας ή μέσα στο λήθαργο τη πλήξης.
"This," said Candide, "is a grand question." This discourse gave birth to new reflections, and Martin especially concluded that man was born to live in the convulsions of disquiet, or in the lethargy of idleness.
Ο Αγαθούλης δε συμφωνούσε· αλλά και δεν βεβαίωνε τίποτα. Ο Παγγλώσσης ομολογούσε, πως είχε πάντα φριχτά υποφέρει· αλλ ' αφού υποστήριξε μια φορά, πως όλα ήτανε θαυμάσια, το υποστήριζε πάντα, αν και δεν το πίστευε καθόλου.
Though Candide did not absolutely agree to this, yet he did not determine anything on that head. Pangloss avowed that he had undergone dreadful sufferings; but having once maintained that everything went on as well as possible, he still maintained it, and at the same time believed nothing of it.
Ένα γεγονός επιβεβαίωσε τελειωτικά τα αποτρόπαια αξιώματα του Μαρτίνου κ ' έκανε τον Αγαθούλη ν ' αμφιβάλη περισσότερο από κάθε φορά και τον Παγγλώσση να τα χάση. Είδανε μια μέρα να ζυγώνουνε στο χτήμα τους η Πακέττα κι ' ο αδερφός Γαρουφάλης σε κατάσταση έσχατης δυστυχίας. Είχανε φάγει πολύ γρήγορα τις τρεις χιλιάδες πιάστρα, χωρίσανε, τα ξαναφκιάσανε, ξαναμαλλώσανε, τους βάλανε στη φυλακή, το σκάσανε, και τέλος ο αδερφός Γαρουφάλης τούρκεψε ! Η Πακέττα ξακολουθούσε παντού το επάγγελμά της και δεν κέρδιζε τίποτα.
There was one thing which more than ever confirmed Martin in his detestable principles, made Candide hesitate, and embarrassed Pangloss, which was the arrival of Pacquette and Brother Giroflee one day at their farm. This couple had been in the utmost distress; they had very speedily made away with their three thousand piastres; they had parted, been reconciled; quarreled again, been thrown into prison; had made their escape, and at last Brother Giroflee had turned Turk. Pacquette still continued to follow her trade; but she got little or nothing by it.
"I foresaw very well," said Martin to Candide "that your presents would soon be squandered, and only make them more miserable. You and Cacambo have spent millions of piastres, and yet you are not more happy than Brother Giroflee and Pacquette."
Αχ ! είπε ο Παγγλώσσης στην Πακέττα, ο ουρανός λοιπόν σας στέλνει σε μας.
"Ah!" said Pangloss to Pacquette, "it is Heaven that has brought you here among us, my poor child!
Do you know that you have cost me the tip of my nose, one eye, and one ear?
What a handsome shape is here! and what is this world!"
Ε ! τι ναι αυτός ο κόσμος. Αυτή η νέα περιπέτεια τους έκανε να φιλοσοφήσουνε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
This new adventure engaged them more deeply than ever in philosophical disputations.
In the neighborhood lived a famous dervish who passed for the best philosopher in Turkey; they went to consult him: Pangloss, who was their spokesman, addressed him thus: "Master, we come to entreat you to tell us why so strange an animal as man has been formed?"
— Τι σ ' ενδιαφέρει; του είπε ο δερβίσης· αυτό δεν είναι δική σου δουλιά !
"Why do you trouble your head about it?" said the dervish; "is it any business of yours?"
— Αλλά, σεβασμιώτατε πάτερ, υπάρχουνε τόσα κακά πάνου στη γη.
"But, Reverend Father," said Candide, "there is a horrible deal of evil on the earth."
— Τι σημαίνει, αν υπάρχουνε κακά ή καλά;
"What signifies it," said the dervish, "whether there is evil or good? When His Highness sends a ship to Egypt does he trouble his head whether the rats in the vessel are at their ease or not?"
— Τι πρέπει λοιπόν να κάνω;
"What must then be done?" said Pangloss.
— Να μουλλώνης! είπε ο δερβίσης.
"Be silent," answered the dervish.
"I flattered myself," replied Pangloss, "to have reasoned a little with you on the causes and effects, on the best of possible worlds, the origin of evil, the nature of the soul, and a pre-established harmony."
Ο δερβίσης μόλις τάκουσε αυτά τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
At these words the dervish shut the door in their faces.
Ενώ γινότανε αυτή η συνομιλία, διαδόθηκε η είδηση, πως μόλις προ ολίγου είχανε στραγγαλίσει στην Πόλη δυο βεζύρηδες, και το μουφτή και πως είχανε παλουκώσει πολλούς φίλους των. Αύτη η καταστροφή έκανε μεγάλο θόρυβο για κάμποσες ώρες.
During this conversation, news was spread abroad that two viziers of the bench and the mufti had just been strangled at Constantinople, and several of their friends impaled. This catastrophe made a great noise for some hours.
Ο Παγγλώσσης, ο Αγαθούλης κι ' ο Μαρτίνος, επιστρέφοντας στο μικρό τους χτήμα, απαντήσανε έναν αγαθό γέροντα, που δροσιζότανε στην πόρτα του κάτου από πυκνές πορτοκαλιές.
Pangloss, Candide, and Martin, as they were returning to the little farm, met with a good-looking old man, who was taking the air at his door, under an alcove formed of the boughs of orange trees.
Ο Παγγλώσσης, που ήτανε τόσο περίεργος, όσο και λογικευτής, τον ρώτησε, πώς λεγότανε ο μουφτής που στραγγαλίσανε.
Pangloss, who was as inquisitive as he was disputative, asked him what was the name of the mufti who was lately strangled.
"I cannot tell," answered the good old man; "I never knew the name of any mufti, or vizier breathing.
I am entirely ignorant of the event you speak of; I presume that in general such as are concerned in public affairs sometimes come to a miserable end; and that they deserve it: but I never inquire what is doing at Constantinople; I am contented with sending thither the produce of my garden, which I cultivate with my own hands."
Αφού είπε αυτά τα λόγια, κάλεσε τους ξένους να μπούνε στο σπίτι: οι δυο του κόρες και τα δυο του αγόρια τους προσφέρανε πολλών ειδών σερμπέτια, που τα κάνανε οι ίδιοι, καϊμάκι με ζαχαρωμένα κομματάκια κίτρο, πορτοκάλλια, λεμόνια, γλυκολέιμονα, ανανάδες, φυστίκια, καφέ της Μέκκας, που δεν ήτανε καθόλου ανακατεμένος με καφέ της Βαταβίας και των νησιών. Μετά οι δυο κόρες αυτού του καλού μουσουλμάνου βάλανε μυρωδιές στα γένια του Αγαθούλη, του Παγγλώσση και του Μαρτίνου.
After saying these words, he invited the strangers to come into his house. His two daughters and two sons presented them with divers sorts of sherbet of their own making; besides caymac, heightened with the peels of candied citrons, oranges, lemons, pineapples, pistachio nuts, and Mocha coffee unadulterated with the bad coffee of Batavia or the American islands. After which the two daughters of this good Mussulman perfumed the beards of Candide, Pangloss, and Martin.
Θάχετε, είπε ο Αγαθούλης στον Τούρκο, κανένα μεγάλο και λαμπρό χτήμα.
"You must certainly have a vast estate," said Candide to the Turk.
"I have no more than twenty acres of ground," he replied, "the whole of which I cultivate myself with the help of my children; and our labor keeps off from us three great evils-idleness, vice, and want."
Ο Αγαθούλης γυρίζοντας στο χτήμα του έκανε βαθυούς συλλογισμούς απάνου στα λόγια του Τούρκου. Είπε στον Παγγλώσση και στο Μαρτίνο ! — Αυτός ο αγαθός γέρος μου φαίνεται, πως δημιούργησε μια τύχη πολύ προτιμότερη από των έξι βασιλιάδων, με τους οποίους λάβαμε τη τιμή να δειπνήσουμε.
Candide, as he was returning home, made profound reflections on the Turk's discourse. "This good old man," said he to Pangloss and Martin, "appears to me to have chosen for himself a lot much preferable to that of the six Kings with whom we had the honor to sup."
— Τα μεγαλεία, είπε ο Παγγλώσσης, είναι πολύ επικίνδυνα, σύμφωνα με τις γνώμες όλων των φιλοσόφων. Γιατί, επί τέλους, ο Εγλών, βασιλιάς των Μωαβιτών, δολοφονήθηκε από τον Αώδ· ο Αβεσαλώμ κρεμάστηκε από τα μαλλιά του και τρυπήθηκε με τρεις κονταριές· ο βασιλιάς Ναβάβ, γυιός του Ιεροβοάμ, σκοτώθηκε από το Βαασά· ο βασιλιάς Ελά από το Ζαμβρί· ο Οχοσίας από τον Ιεχού· η Αθάλεια από τον Ιοϊάδα· οι βασιλιάδες Ιωακείμ, Ιεχωνίας, Σεδεκίας, γενήκανε σκλάβοι. Ξέρετε τι τέλος λάβανε ο Κροίσος, ο Αστυάγης, ο Δαρείος, ο Διονύσιος των Συρακουσών, ο Πύρρος, ο Περσέας, ο Αννίβας, ο Ιουγούρθας, ο Αριόβιστος, ο Καίσαρας, ο Πομπήιος, ο Νέρωνας, ο Όθωνας, ο Βιτέλλιος, ο Δομιτανός, ο Ριχάρδος II της Αγγλίας, ο Εδουάρδος II, ο Ερρίκος VI, ο Ριχάρδος III, η Μαρία Στούαρτ, ο Κάρολος I, οι τρεις Ερρίκοι της Γαλλίας, ο αυτοκράτορας Ερρίκος IV; Ξέρετε....
"Human grandeur," said Pangloss, "is very dangerous, if we believe the testimonies of almost all philosophers; for we find Eglon, King of Moab, was assassinated by Aod; Absalom was hanged by the hair of his head, and run through with three darts; King Nadab, son of Jeroboam, was slain by Baaza; King Ela by Zimri; Okosias by Jehu; Athaliah by Jehoiada; the Kings Jehooiakim, Jeconiah, and Zedekiah, were led into captivity: I need not tell you what was the fate of Croesus, Astyages, Darius, Dionysius of Syracuse, Pyrrhus, Perseus, Hannibal, Jugurtha, Ariovistus, Caesar, Pompey, Nero, Otho, Vitellius, Domitian, Richard II of England, Edward II, Henry VI, Richard Ill, Mary Stuart, Charles I, the three Henrys of France, and the Emperor Henry IV."
— Ξέρω επίσης, είπε ο Αγαθούλης, πως πρέπει να καλλιεργούμε το περιβόλι μας.
"Neither need you tell me," said Candide, "that we must take care of our garden."
— Έχετε δίκιο, είπε ο Παγγλώσσης· γιατί όταν ο άνθρωπος εβάλθηκε στον κήπο της Εδέμ, εβάλθηκε για να τον καλλιεργή: κι ' αυτό αποδείχνει, πως ο άνθρωπος δεν είναι καμωμένος για την ανάπαυση.
"You are in the right," said Pangloss; "for when man was put into the garden of Eden, it was with an intent to dress it; and this proves that man was not born to be idle."
— Ας δουλεύουμε, χωρίς να συζητούμε, είπε ο Μαρτίνος· είναι ο μόνος τρόπος να κάνουμε τη ζωή υποφερτή.
"Work then without disputing," said Martin; "it is the only way to render life supportable."
The little society, one and all, entered into this laudable design and set themselves to exert their different talents. The little piece of ground yielded them a plentiful crop.
Cunegund indeed was very ugly, but she became an excellent hand at pastrywork: Pacquette embroidered; the old woman had the care of the linen.
Γίνηκε καλός μαραγκός και μάλιστα τίμιος άνθρωπος, κι ' ο Παγγλώσης έλεγε καμμιά φορά στον Αγαθούλη: — Όλα τα γεγονότα είναι αλληλένδετα στον καλύτερον από τους κόσμους· γιατί το κάτου-κάτου αν δεν σας διώχνανε από έναν ωραίο πύργο με δυνατές κλωτσιές στον πισινό για τον έρωτα της δεσποινίδας Κυνεγόνδης, αν δεν περνούσατε από την ιερά εξέταση, αν δεν είχατε διατρέξει την Αμερική με τα πόδια, αν δεν είχατε δώσει μια γερή σπαθιά στο βαρώνο, αν δεν είχατε χάσει όλα σας τα πρόβατα της ευλογημένης χώρας του Ελδοράδο, δε θα τρώγατε εδώ κίτρα γλυκό και φυστίκια.
There was none, down to Brother Giroflee, but did some service; he was a very good carpenter, and became an honest man. Pangloss used now and then to say to Candide: "There is a concatenation of all events in the best of possible worlds; for, in short, had you not been kicked out of a fine castle for the love of Miss Cunegund; had you not been put into the Inquisition; had you not traveled over America on foot; had you not run the Baron through the body; and had you not lost all your sheep, which you brought from the good country of El Dorado, you would not have been here to eat preserved citrons and pistachio nuts."
— Καλά τα λες, αποκρίθηκε ο Αγαθούλης, αλλά πρέπει να δουλεύουμε το περιβόλι μας.
"Excellently observed," answered Candide; "but let us cultivate our garden."